Search
Close this search box.

Γιώργος Κουκουμάς: Χωρίς Προεκλογικό πόστ…

Του Υποψήφιου Βουλευτή Αμμοχώστου Γιώργου Κουκουμά
(Ανάρτηση του στο προσωπικό του λογαριασμό στο Facebook)

Δεν έχω «προεκλογικό ποστ» να μοιραστώ. Μόνο σκέψεις από τους τελευταίους μήνες. Από τον κόσμο της Αμμοχώστου που είναι διάσπαρτος σε όλη την Κύπρο. Κόσμος με διαφορετικές ζωές και ιστορίες, που όμως μοιάζει τόσο πολύ.

Στους συνοικισμούς, κόσμος ατόφια λαϊκός. Καθαρός, της δουλειάς. Της προσφυγιάς. Σε σπίτια που ήταν κάποτε αντίσκηνα και τσίγκοι, έγιναν μονοκατοικίες και πολυκατοικίες, όμως …«το σπίτι μας εν άλλο». Στη Μεσαρκά, στην Καρπασία, «στους τόπους μας». Σπίτια όπου θα δείτε το κάδρο με το αγνοούμενο γιο ή τον σκοτωμένο πατέρα στον τοίχο, μια ασπρόμαυρη φωτογραφία από το γάμο πριν τον πόλεμο και στην κουβέντα θα σας δείξουν ένα ρούχο, ένα τραπεζομάντηλο, ένα παγούρι «που το φέραμε μαζί μας» ως να μην είναι πια ένα αντικείμενο του σπιτιού, αλλά να έγινε με τα χρόνια θησαυρός, φυλακτό.

Μανάδες της Κύπρου που γέρασαν μέσα στους συνοικισμούς και καταλύθηκαν μαζί με τα καντήλια στους τάφους, πιστεύοντας -με την αγνότητα των ανθρώπων του λαού- ότι δεν είναι δυνατόν, κάποια μέρα θα ερχόταν η ώρα που έστω κάποιοι θα δικαστούν, θα πληρώσουν για όσα τους προκάλεσαν, που τους μαυροφόρεσαν. Κατέληξα, ότι δεν υπάρχει καλύτερη δίκη, από το συντριπτικό «ας όψονται που τα εκάμασιν» που βγαίνει από τα σφιγμένα χείλη τούτου του κόσμου. Με την ίδια ένταση από τότε μέχρι σήμερα. Για ποια «παρελθοντολογία» και «περασμένα ξεχασμένα» λέει ο κύριος στην τηλεόραση; Όλα παρόν εδώ.

Παρότι πολλοί έχουν την εντύπωση ότι στους συνοικισμούς μένουν «μόνο γέροι», η αλήθεια είναι κάπως διαφορετική. Γιατί την τελευταία δεκαετία, νέοι άνθρωποι, ζευγάρια με παιδιά, επιστρέφουν στα προσφυγικά. Όχι από επιλογή. Αλλά γιατί δεν τους δίνουν δάνειο για σπίτι, δεν φτάνει ο μισθός ούτε για μονάρι. Είναι αυτοί που συνήθως θα ενδιαφερθούν για την κατάσταση της πολυκατοικίας που μούχλιασαν οι τοίχοι και είναι αυτοί που έχουν την έγνοια της 85χρονης γειτόνισσας να της φέρουν τα πράματα από το σουπερμάρκετ, αφού η πολυκατοικία δεν έχει ασανσέρ.

Αλλά δεν μένουν μόνο Κύπριοι πια στους συνοικισμούς. Μένουν και ξένοι. Φτωχόκοσμος. Πρόσφυγες «άλλου είδους». «Μια χαρά περνούμε. Εν πλάσματα του θεού τζαι τούτοι. Αλλά ούλλη μέρα εν δουλειά, πού να τους δούμε;» λέει η αγράμματη γιαγιά του διπλανού σπιτιού συμπυκνώνοντας σε δύο κουβέντες τόνους κοινωνιολογικών αναλύσεων.

Οι περισσότεροι πρόσφυγες βέβαια δεν μένουν πια στους συνοικισμούς. Έκαναν οικογένειες και σπίτια μέσα στην πόλη. Και παρά τα θρυλούμενα, δεν ξεχνούν. Αλλά δεν ξεχνούν τίποτα και κανένα. Είναι Βαρωσιώτες που μιλούν για το Βαρώσι και «κολλά το στόμα τους». Σου περιγράφουν με κάθε λεπτομέρεια δρόμους, καντούνια και γωνιές της πόλης ως να τα περπατούν καθώς σου μιλούν. Στα Κοκκινοχώρια μάλιστα, γυρίζουν προς την πλευρά του Βαρωσιού και το δείχνουν. «Βρίσκεις το σχολείο τζαι στρίφκεις δεξιά…» ως να πρόκειται να πάμε αύριο. Και μετά σαν να σκοτεινιάζει απότομα ο νους τους, θυμούνται τις εικόνες του Νιόβρη με τη φιέστα του Ερντογάν στο Βαρώσι και λένε όλοι -μα όλοι ανεξαιρέτως- την ίδια φράση «σαν να τζαι εμπήξαν μου μασιαίρι».

Πρόσφυγες από τα χωριά που για κάποιο ανεξήγητο λόγο σχεδόν όλοι γνωρίζονται με όλους από τη μια μέχρι την άλλη πλευρά της επαρχίας. Κάποια συγγένεια, κάποια φιλία, δούλεψαν μαζί στα χωράφια, πήγαν στο γάμο ο ένας του άλλου, βρέθηκαν στα τσατίρκα «τότε». Γονείς που επιμένουν να μαθαίνουν στα παιδιά τους να απαντούν στο «πόθεν είσαι;», «εμεγάλωσα στη Λάρνακα, στη Λεμεσό, αλλά είμαστε πρόσφυγες από…». Και νέοι που -κάπου μεστην εντελώς αλλιώτικη καθημερινότητά τους- γνωρίζουν ότι υπάρχει ένα κεφάλαιο του είναι τους, που κάποια φάση της ζωής τους θα πρέπει να το ανοίξουν.

Από όλα όσα είδα, δύο πράγματα κρατώ. Πρώτο, ότι αυτή είναι η όχθη των ανθρώπων που αξίζει να βρίσκεται κανείς και για την οποία να παλεύει κανείς. Η όχθη η ταξική, η κοινωνική, η αξιακή. Με αυτούς. Αδιάλλακτα. Κι ας δεν είναι της μόδας.

Και δεύτερο, ότι η Ιστορία δεν μπορεί να τελειώσει έτσι. Δεν μπορεί να μείνουμε και να πεθάνουμε όλοι για πάντα πρόσφυγες. Ότι κάποιος πρέπει να ξεθάψει την ελπίδα. Να την μαζέψει και να την ξανακάμει δύναμη. Να γεμίσει δρόμους και πλατείες με κόσμο που να θέλει να αλλάξει ο τόπος και η Ιστορία. Με μια γενιά που θα βάλει στόχο να μην αφήσει το τρένο να ξανακτυπήσει στον τοίχο. Που θα γυρίσει τη σελίδα, θα καθαρογράψει πάνω πάνω «επανένωση» και θα κάμει την αρχή που έπρεπε να είχε γίνει.

«Τζαι αν δεν πάμε εμείς, πηλέ μου να πάτε εσείς οι νέοι» ήταν το τελευταίο πολόγιασμα. Ευχή, ελπίδα, χρέος.

Share:

Facebook
Twitter
Pinterest
LinkedIn
On Key

Related Posts

Οι βουλευτές Λάρνακας στέλνουν τις δικές τους Χριστουγεννιάτικες ευχές μέσα από το SkalaTimes, για τη Λάρνακα και όλο το κόσμο!

SkalaTimes Το SkalaTimes ζήτησε από τους Βουλευτές Λάρνακας Πρόδρομο Αλαμπρίτη (ΔΗΣΥ), Ανδρέα Πασιουρτίδη (ΑΚΕΛ), Σωτήρη Ιωάννου (ΕΛΑΜ), Χρίστο Ορφανίδη (ΔΗΚΟ) και Ανδρέα Αποστόλου (ΕΔΕΚ), να

Δήμαρχοι, Αντιδήμαρχοι, Κοινοτάρχες, Επαρχίας Λάρνακας στέλνουν τις δικές τους ευχές μέσω του SkalaTimes

Από τους Τρούλλους μέχρι τη Δρομολαξιά, από Δημάρχους, Αντιδημάρχους, μέχρι κοινοτάρχες, το SkalaTimes ζήτησε να μας στείλουν τις δικές τους Χριστουγεννιάτικες ευχές μέσω του SkalaTimes!

Ο Πάτερ Λάζαρος μιλά στο SkalaTimes με αφορμή τα Χριστούγεννα αλλά και τα εγκάινια του εκκλησιαστικού μουσείου στην Παρεκκλησιά

“Να πλησιάσουμε όσο μπορούμε τον Χριστό. Να γιορτάσουμε Χριστούγεννα με τον Χριστό, όχι Χριστούγεννα χωρίς Χριστό. Πέρα από τα μελομακάρονα, τα πάρτι και τα δείπνα,

error: Content is protected !!