Search
Close this search box.

Λίγα λόγια για το βιβλίο του Λάκη Λαζόπουλου “Άλλες γυναίκες φοράνε τα φουστάνια σου”

Της Γιώτας Δημητρίου
(Αρχισυντάκτρια SkalaTimes)

To βιβλίο έφτασε κοντά μου από τις εκδόσεις ΔΙΟΠΤΡΑ και θα το τελείωνα σε ένα βράδυ, αλλά από τις πρώτες σελίδες ένιωσα πως δεν ήθελα να το τελειώσω, ήθελα να κρατήσει όσο περισσότερο γινόταν το ταξίδι στις σελίδες αυτές που είχα τόσα να μου πουν…..Τελικά το διάβασα σε πέντε μέρες.
Μου θύμισε κάτι από το λατρεμένο μου “Ο τρομερός μήνας Αύγουστος”, του πιο αγαπημένου μου Έλληνα συγγραφέα, του Βασίλη Βασιλικού. Το ίδιο θέμα, δηλαδή τα όσα ξυπνά ο θάνατος ενός πολύ δικού μας ανθρώπου.

“¨Αλλες γυναίκες φοράνε τα φουστάνια σου” λοιπόν, του Λάκη Λαζόπουλου! Από τις εκδόσεις ΔΙΟΠΤΡΑ.

Ένας Λαζόπουλος όπως δεν τον έχετε φανταστεί. Αν αγαπάτε το φως, θα τον αγαπήσετε.

‘Ενας Λαζόπουλος που λέει τα πράγματα με το όνομα τους, μόνο που πέφτουν βαριές αυτές οι αλήθειες, ακόμη και για εμάς τους δημοσιογράφους που λίγο πολύ τα γνωρίζουμε. Ήξερα το μαύρο του επαγγέλματος μας και την αθλιότητα που συχνά το χαρακτηρίζει στα πρόσωπα κάποιων (όχι όλων) συναδέλφων δημοσιογράφων, που μόνο δημοσιογράφοι δεν είναι. Τα βλέπω χρόνια τώρα, σε ελλαδικές εκπομπές και σε κάποιες κυπριακές. Υπήρξα αρχισυντάκτρια της Espresso Κύπρου, έβγαινα ζωντανά στην Λαμπύρη, τα ξέρω! Μα ο Λαζόπουλος μας στήνει στον τοίχο και μας πυροβολεί με τα γεγονότα όπως τα έχει ζήσει και η αθλιότητα μας προκαλεί αναγούλα (μήπως να αλλάξω επάγγελμα; ή να προσπαθήσω να φέρω την αλλαγή στο συνάφι μας;)
Τόση κακία, υπουλότητα, υποκρισία, αχαριστία, απειλές, ούτε σε ιταλική μαφία σε παλιά χολυγουντιανή ταινία! Όχι, δεν το περίμενα!
Και πιστεύω κάθε λέξη του Λαζόπουλου, γιατί τολμά να τα πει με λεπτομέρειες, πολλές φορές και με ονόματα!

Ένας Λαζόπουλος που μιλά για τον ορατό και αόρατο κόσμο. Για τον κόσμο του ενστίκτου και της εσωτερικής ενόρασης. Μιλά για πράγματα που λίγοι θα καταλάβουν και μεταξύ μας, λίγο τον ενδιαφέρει, τα γράφει για χάριν της ιστορίας. Και είναι αυτή η αστερόσκονη από αυτές τις λεπτομέρειες του αόρατου κόσμου που κάνει το βιβλίο -που είναι λαβωμένο από εικόνες πικρής πραγματικότητας, να μοιάζει με παραμύθι.
Εγώ, που με ένα πρόπαππου μάγο, μεγάλωσα ακούγοντας αλλόκοτες ιστορίες για τον πρόπαππου μου αυτό, καταλαβαίνω όλα όσα γράφει ο Λαζόπουλος και χαμογελούσα καθώς σημείωνα με το μολύβι μου τις συζητήσεις του Λαζόπουλου με την φίλη του την Δέσποινα. Ή τις παραγράφους για τη δική του διαίσθηση. (Same here κ. Λαζόπουλε).

Ένας Λαζόπουλος που (εν γνώση του; εν αγνοία του;) μας αναλύει με ένα δικό του τρόπο τις θεωρίες του Carl Jung περί υποσυνείδητου.

Ένας Λαζόπουλος που μιλά για την Αθήνα του χθες και την Αθήνα του σήμερα, για την Ελλάδα του χθες και ξεδιπλώνει εικόνες λες και ανοίγει, με λέξεις, μπροστά σου, ένα θερινό σινεμά σε γειτονιά της Αθήνας.

Ένας Λαζόπουλος που σε κάνει να κλαις και στην επόμενη σελίδα να γελάς.

Ένας Λαζόπουλος που αναλύει το “μπίζινες του καρκίνου” καλύτερα απ΄’ ότι θα το ανέλυαν δέκα δημοσιογραφίκές έρευνες έτοιμες για Πούλιτζερ.
Και την ίδια ώρα εκφράζει τις δικές του ενδιαφέρουσες απόψεις για το θέμα.

“”Τα κύτταρα” της είπα “δεν μεταφέρουν μόνο χαρακτηριστικά προσώπου από μάνα σε παιδί, από πατέρα σε παιδί. Τα κύτταρα μεταφέρουν και σκέψεις.Σκέψεις που αρρωσταίνουν. Δεν σου φαίνεται παράξενο που οι σχιζοφρενείς δεν παθαίνουν ποτέ καρκίνο; Κι αν αυτό, πολύ σπάνια, συμβεί, ο καρκίνος δεν είναι επιθετικός. Γιατί είναι αποκομμένοι από τα συναισθήματα τους. Τα ίδια σου τα κύτταρα μεταφέρουν πληροφορίες απ΄τα πληγωμένα συναισθήματα”.
“Ποιος τα λέει αυτά; Τα διάβασες;”
“Όχι. Μόνος μου τα λέω. Αν ήμουν επιστήμονας, από κει θα ξεκίναγα να βρω την άκρη. Απ’ το μυαλό. Θα εμπόδιζα τις πληροφορίες που πληγώνουν να κυκλοφορούν. Κατά πλάσμα σχιζοφρενείς θα ‘πρεπε να γίνουμε”” (σελίδα 89)

Αγάπησα το βιβλίο αυτό του ΚΥΡΙΟΥ Λαζόπουλου, γιατί η Τασούλα του και η αγάπη τους είναι το επίκεντρο αυτού του τόσο καλογραμμένου βιβλίου. Γιατί μας μαθαίνει τι έστι αγαπη, γιατί μας δίνει μια ώριμη ερμηνεία της αγάπης που στο τέλος του βιβλίου μας αφήνει μια γλυκιά επίγευση.

Μας μαθαίνει πολλά αυτό το βιβλίο, για τη ζωή, για τους ανθρώπους, για την ψυχολογία. Μας μαθαίνει, έτσι όπως οφείλουν να κάνουν όλα τα σπουδαία βιβλία.

Ένας Λαζόπουλος που προσεύχετε, που ξεδιπλώνεται, που μιλά με τον εαυτό του, αυτός που μεγαλούργησε καλλιτεχνικά δεν διστάζει ούτε λεπτό, να τσακαλώσει τον εαυτό του, να φωνάξει τα αδύνατα του σημεία. Στο κάτω κάτω, το παραδέχεται πως μέσα του κρύβει έναν επαρχιώτη που ποτέ δεν συνήθισε την Αθήνα, και ξέρετε, οι επαρχιώτες έχουν την συνήθεια να λένε τα πράγματα με το όνομα τους.
Ο Λαζόπουλος λέει τα πράγματα απλά και αληθινά, σαν παιδί κι αυτή η παιδικότητα του δεν είναι ένδειξη αδυναμίας, αλλά του υψηλού δείχτη συναισθηματικής νοημοσύνης που διαθέτει.

Από τη Σέριφο, στην Πάρο, από την Αθήνα στην Νέα Υόρκη, από την Λωζάνη στο Λονδίνο, ένα βιβλίο γεμάτο εικόνες και αρώματα, συναισθήματα και χαμόγελα, δάκρυα και σκέψεις. Και μια νοσταλγική διάθεση, σαν να σε αναγκάζει να ανατρέξεις κι εσύ στις δικές σου σημείωσεις ζωής.

“Με θυμήθηκα να κρατάω τη κόρη μας αγκαλιά και να ανεβαίνω ένα βουνό ολόκληρο για να φτάσουμε εκεί που είχαμε παρκάρει το αυτοκίνητο, μετά από ένα πανηγύρι στη Σέριφο. Να φυσάει το αεράκι και να λες: “Αν είναι έτσι η ζωή ας ζήσω αιώνια” (σελίδα 222)

Κι εκείνο το σπαρακτικό “τι τον έκανα τον χρόνο μου;” να μοιάζει βγαλμένο από αρχαία τραγωδία.

“Τα βάζω και με τη μάνα μου, που με έμαθε ότι πάντα πρέπει να κάνω το καλό στους άλλους, κες και ήμουν ο σούπερ ήρωας.
Τι τον έκανα τον χρόνο μου;
Αμέτρητες ώρες, στα γυρίσματα στο στούντιο, να κάθομαι δεκάξι ώρες να βλέπω βιντεάκια για το Τσαντίρι…” (σελίδα 323)

Αν θέλετε να διαβάσετε ένα εξαιρετικό βιβλίο αυτό το καλοκαίρι, κάντε μια χάρη στον εαυτό σας και διαβάστε το βιβλίο αυτό του ΚΥΡΙΟΥ Λαζόπουλου.
Και να βγάλουμε ένα σκασμό όλοι μα όλοι οι δημοσιογράφοι γι αυτό τον άνθρωπο.
Μόνο σεβασμό και σιωπή.
Ο Λαζόπουλος είναι η απόδειξη (για ακόμη μια φορά) πως η Ελλάδα τρώει τα παιδιά της. Ή καλύτερα τα εξολοθρεύει με χίλιους τρόπους. Η χώρα του φωτός δεν αντέχει το πολύ φως στη καρδιά μα προπάντων στο μυαλό, των ανθρώπων.
(Πόσο ταράχτηκα στην ιστορία με το κότερο και τα ναρκωτικά….δεν θα κάνω spoil, διαβάστε το).

“Έμαθα από τον εαυτό μου ψυχραιμία στα δύσκολα, κι απ΄το σπίτι μου να μην αδικώ ακόμη και όταν με αδικούν” (σελίδα 13).

Ας είναι αυτό το βιβλίο για τη Τασούλα η αρχή για μια αναγέννηση αν μη τι άλλο στον δημοσιογραφικό -τηλεοπτικό- καλλιτεχνικό κόσμο της Ελλάδος.
Να γίνουμε όλοι λίγο καλύτεροι.
Γιατί είτε από καρκίνο, είτε από οποιοδήποτε άλλο λόγο, όλοι θα φύγουμε από αυτό τον κόσμο μια μέρα.
Σημασία έχει να έχουμε κάνει με το πέρασμα μας λίγο καλύτερο αυτό το κόσμο, όπως η Τασούλα που με την αφοσίωση κι αγάπη της (για τη μάνα της, για τον Λάκη, για τις φίλες της) φώτισε τις καρδιές των ανθρώπων γύρω της.
Όπως η Τασούλα που αγάπησε και αγαπήθηκε.

“Είναι όμως η μνήμη η οποία καθορίζει την αίσθηση του χρόνου μέσα μας πάντα. Το μυαλό συγκρατεί ορισμένες στιγμές και έτσι μοιάζει μια ολόκληρη ζωή να έχει διάρκεια σχεδόν λιγότερη από μια ταινία. Η μνήμη είναι που κάνει τη ζωή μικρή”. (σελίδα 31)

“Ο χαρακτήρας μας, οι λεπτομέρειες του, βάζουν τις συντεταγμένες για το δρόμο προς τη ζωή και το θάνατο.Ο χαρακτήρας είναι η μοίρα του καθενός, λέει ο Ηράκλειτος. Ξέρεις τον χαρακτήρα, ξέρεις τον δρόμο που θα ακολουθήσει” (σελίδα 186).

Ένα εξαιρετικό βιβλίο του οποίου ο συγγραφέας κερδίζει, με σπαθί τις λέξεις, με την καρδιά και με το υπέροχο μυαλό του, την αγάπη και τον σεβασμό του αναγνώστη.

Share:

Facebook
Twitter
Pinterest
LinkedIn
On Key

Related Posts

error: Content is protected !!