Ο έλεγχος επιπέδων της βιταμίνης D είναι πλέον συνηθισμένο μέρος των διαγνωστικών εργαστηριακών εξετάσεων ρουτίνας
Άρθρο του δρα Χάρη Στεφάνου
(Προϊστάμενος Κλινικών Εργαστηρίων NIPD Genetics)
Η βιταμίνη D, γνωστή και ως «η βιταμίνη του ήλιου», συμβάλλει στην κανονική απορρόφηση του ασβεστίου και του φωσφόρου από τον ανθρώπινο οργανισμό, στοιχεία απαραίτητα για τον σχηματισμό και τη διατήρηση της φυσιολογικής λειτουργίας των οστών και των δοντιών, τη λειτουργία της καρδιάς, των μυών και των νεύρων. Επιπρόσθετα, οι αντιφλεγμονώδεις, αντιοξειδωτικές και νευροπροστατευτικές της ιδιότητες υποστηρίζουν τη σωστή λειτουργία του ανοσοποιητικού συστήματος, τη λειτουργία των μυών και τη δραστηριότητα των εγκεφαλικών κυττάρων.
Η έκθεση στον ήλιο είναι η κυριότερη πηγή βιταμίνης D. Το σώμα παράγει τη βιταμίνη όταν το δέρμα εκτίθεται σε άμεση υπεριώδες (UV) ακτινοβολία από τον ήλιο μέσω μιας χημικής αντίδρασης που μετατρέπει την ουσία 7-δεϋδροχοληστερόλη, σε βιταμίνη D3. Η βιταμίνη D υπάρχει, εξάλλου, σε αρκετά τρόφιμα. Από τη διατροφή μπορεί να ληφθεί σε δύο μορφές: ως βιταμίνη D2 που βρίσκεται κυρίως σε φυτικά τρόφιμα και ως βιταμίνη D3 που παράγεται από το σώμα και μπορεί να βρεθεί σε ζωικά τρόφιμα.
Η ανεπάρκεια βιταμίνης D επηρεάζει περίπου το 40% του ευρωπαϊκού πληθυσμού και εκτιμάται ότι 13% των Ευρωπαίων πολιτών έχουν ανεπάρκεια βιταμίνης D [1]. Αυτό συμβαίνει όταν η καθημερινή πρόσληψή της είναι χαμηλότερη από τη αναγκαία δόση, η οποία μπορεί να οφείλεται στο γεγονός ότι η έκθεση στο φως του ήλιου είναι περιορισμένη, η μετατροπή της βιταμίνης από τα νεφρά στην ενεργό μορφή της βιταμίνης δεν μπορεί να γίνει ή η απορρόφηση από το πεπτικό σύστημα είναι ανεπαρκής. Ορισμένες ομάδες ατόμων διατρέχουν μεγαλύτερο κίνδυνο για ανάπτυξη ανεπάρκειας βιταμίνης D συμπεριλαμβανομένου των βρεφών που θηλάζουν αποκλειστικά, των ηλικιωμένων και των ατόμων που πάσχουν με συγκεκριμένες γενετικές παθήσεις όπως η κυστική ίνωση, η κοιλιοκάκη, ή η νόσος Crohn.
Τα συμπτώματα ανεπάρκειας της βιταμίνης D μπορεί να περιλαμβάνουν συχνές λοιμώξεις, κόπωση, πόνο στα οστά και στην πλάτη, αργή επούλωση πληγών, τριχόπτωση και μυϊκό πόνο. Εάν η ανεπάρκεια συνεχίζεται για μεγάλα χρονικά διαστήματα, μπορεί να οδηγήσει σε επιπλοκές που οδηγούν σε σοβαρές διαταραχές της υγείας. Σε βρέφη και παιδιά, η ανεπάρκεια βιταμίνης D μπορεί να προκαλέσει ραχίτιδα, μια σοβαρή ασθένεια που χαρακτηρίζεται από μαλακά, αδύναμα και παραμορφωμένα οστά. Σε εφήβους και ενήλικες, η ανεπάρκεια βιταμίνης D μπορεί να οδηγήσει σε οστεομαλακία, μια διαταραχή που προκαλεί εξασθένηση, αποδυνάμωση και πόνο των οστών καθώς και μυϊκή αδυναμία.
Η βιταμίνη D είναι σημαντική για την καλή υγεία των οστών και την πρόληψη ή θεραπεία της οστεοπόρωσης. Μέσω των πολλαπλών ρόλων της, που περιλαμβάνουν τον μεταβολισμό της γλυκόζης, η βιταμίνη D διερευνάται επί του παρόντος για τη θετική της επίδραση σε διάφορες παθήσεις όπως τον διαβήτη τύπου 2 και την απώλεια βάρους, τον καρκίνο, τις καρδιαγγειακές παθήσεις, την κατάθλιψη και τη σκλήρυνση κατά πλάκας. Πολλές μελέτες βρίσκονται σε εξέλιξη για την αξιολόγηση του ρόλου της βιταμίνης D και την κατανόηση της βαρύτητας που έχει στη διατήρηση της καλής υγείας.
Ο έλεγχος επιπέδων της βιταμίνης D είναι πλέον συνηθισμένο μέρος των διαγνωστικών εργαστηριακών εξετάσεων ρουτίνας και αποτελεί τον καλύτερο τρόπο αναγνώρισης των επίπεδων βιταμίνης D στον οργανισμό ενός ατόμου. Ο έλεγχος πραγματοποιείται μέσω αιμοληψίας και στη συνέχεια το δείγμα αναλύεται στο εργαστήριο για τον υπολογισμό των επιπέδων βιταμίνης D στο αίμα. Ενώ τα χαμηλά επίπεδα βιταμίνης D επηρεάζουν την υγεία και την ανάπτυξη των οστών, τα υψηλά επίπεδα βιταμίνης D ενδέχεται να είναι τοξικά, καθώς είναι δυνατόν να οδηγήσουν σε υπερβολική ασβεστοποίηση των οστών και στη σκλήρυνση των αιμοφόρων αγγείων, των νεφρών, του πνεύμονα και των ιστών της καρδιάς. Γι’ αυτό τον λόγο, συνίσταται ιατρική παρακολούθηση από παρόχους υγειονομικής περίθαλψης σε περιπτώσεις λήψης συμπληρωμάτων βιταμίνης D.
Η βιταμίνη D είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με τη συντήρηση και προστασία της συνολικής υγείας του οργανισμού. Η κάλυψη και διατήρηση των αναγκών βιταμίνης D σε αποδεκτό επίπεδο, ενδείκνυται να γίνεται μέσω των τροφών, της υγιεινής διατροφής και έκθεσης στον ήλιο – κάτι που απαιτείται να γίνεται με προσοχή καθώς η έκθεση στον ήλιο αποτελεί σοβαρό παράγοντα κινδύνου για την ανάπτυξη καρκίνου του δέρματος. Η λήψη συμπληρωμάτων βιταμίνης D ή ο υψηλός κίνδυνος εμφάνισης ανεπάρκειας βιταμίνης D, προϋποθέτει τακτική παρακολούθηση των επιπέδων της. Μέσω της έρευνας και της ενημέρωσης που γίνεται από επιστήμονες σχετικά με τη βιταμίνη D και τον σημαντικό ρόλο που παίζει στην υγεία, μπορεί να βρεθεί η ισορροπία για τη διατήρηση των φυσιολογικών επίπεδων βιταμίνης D.
Καθώς η ημερήσια ποσότητα βιταμίνης D που χρειάζεται ένας οργανισμός είναι άμεσα συνδεδεμένη με την ηλικία, συμβουλευτείτε τον προσωπικό σας γιατρό για τις ημερήσιες ανάγκες του οργανισμού σας.
Τα κλινικά εργαστήρια NIPD Genetics, τα οποία είναι συμβεβλημένα με το ΓεΣΥ, παρέχουν πάνω από 1.400 κλινικές εργαστηριακές εξετάσεις και προσφέρουν γρήγορα, ακριβή και αξιόπιστα αποτελέσματα. Ο έλεγχος της βιταμίνης D μπορεί να πραγματοποιηθεί σε όλα τα κλινικά εργαστήρια της NIPD Genetics. Τα κλινικά εργαστήρια NIPD Genetics επιτρέπουν την εύκολη πρόσβαση και το έμπειρο προσωπικό είναι εκπαιδευμένο για να ανταποκρίνεται σε κάθε ανάγκη. Πληροφορίες: www.nipdlabs.com.cy
Το περιεχόμενο του άρθρου προορίζεται μόνο για ενημερωτικούς σκοπούς και δεν πρέπει να χρησιμοποιείται ως υποκατάστατο για τη λήψη ιατρικής συμβουλής.
Πηγές:
-National Institutes of Health, Vitamin D. (NIH). [https://ods.od.nih.gov/factsheets/VitaminD-HealthProfessional/],
-MAYO CLINIC, Vitamin D. [https://www.mayoclinic.org/drugs-supplements-vitamin-d/art-20363792],
-Medical News Today, What are the health benefits of vitamin D? [https://www.medicalnewstoday.com/articles/161618],
-NHS, Vitamin D. [https://www.nhs.uk/conditions/vitamins-and-minerals/vitamin-d/]. Βιβλιογραφικές παραπομπές και αναφορές: 1. Amrein, K., Scherkl, M., Hoffmann, M. et al. Vitamin D deficiency 2.0: an update on the current status worldwide. Eur J Clin Nutr 74, 1498–1513 (2020). https://doi.org/10.1038/s41430-020-0558-y.