Γράφει ο Άντρος Γ. Καραγιάννης
Δήμαρχος Δερύνειας
Ο Άγγλος συγγραφέας, παιδίατρος και ψυχαναλυτής Ντόναλντ Γουίνικοτ, επεσήμανε ότι τα νηπιαγωγεία βοηθούν τα παιδιά να επεκτείνουν τον κύκλο των σχέσεων τους με τους ενήλικες αλλά και με άλλα μικρά παιδιά. Το καλό νηπιαγωγείο, τόνισε, μπορεί να είναι χρήσιμο στη συνετή διεύρυνση του ορίζοντα των παιδιών και να συμβάλει στη δημιουργία
υγιών οικογενειών στην κοινωνία.
Η μακρόχρονη όμως απουσία των παιδιών από το σχολικό περιβάλλον και τους συμμαθητές τους λόγω της πανδημίας έχει δημιουργήσει αρκετές εκπαιδευτικές ανισότητες. Η πρόσβαση στο διαδίκτυο δεν ήταν εφικτή για όλα τα παιδιά, αφού αρκετοί γονείς αδυνατούσαν να αγοράσουν υπολογιστή, αφήνοντας έτσι τα παιδιά τους εκτεθειμένα στον κίνδυνο της σχολικής αποτυχίας. Αρκετά παιδιά αφέθηκαν ελεύθερα να περνούν ατέλειωτες ώρες μπροστά στις οθόνες με
τον κίνδυνο να πέσουν θύματα εκμετάλλευσης.
Η απώλεια της σχολικής επαφής και η μη επιστροφή στη σχολική πραγματικότητα προκαλεί συναισθηματικές και ψυχολογικές διαταραχές στα παιδιά και ιδιαίτερα σ’ αυτά που δεν πρόφτασαν να προσαρμοστούν στο σχολικό περιβάλλον. Η εκπαίδευση μέσω τηλεδιασκέψεων και η τηλεργασία αποτελούν για τους εκπαιδευτικούς μια νέα μέθοδο διδασκαλίας, με την οποία τόσο οι εκπαιδευόμενοι όσο και οι εκπαιδευτικοί, πρέπει να εξοικειωθούν.
Για την υλοποίηση του Ευρωπαϊκού Χώρου Εκπαίδευσης μέχρι το 2025 που έθεσε η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, απαιτείται η συνεργασία και η συμβολή τόσο των τοπικών αρχών όσο και των κρατών – μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η εκπαίδευση αποτελεί σημαντική επένδυση για το
μέλλον, γιατί μέσω της σωστής κατάρτισης και επιμόρφωσης των μαθητών διασφαλίζουμε τη δημιουργία χρήσιμων για την κοινωνία πολιτών.
Οι μαθητές και οι φοιτητές δεν πρέπει να βιώνουν τις εκπαιδευτικές ανισότητες μεταξύ απομακρυσμένων, αγροτικών και αστικών περιοχών στα διάφορα επίπεδα εκπαίδευσης, αφού κάτι τέτοιο θα συμβάλει στη δημιουργία άνισων κατηγοριών στην ένταξη και εξεύρεση εργασίας αλλά και σε καλά και χαμηλά αμειβόμενες θέσεις εργασίας.
Οι τοπικές αρχές μέσα στα πλαίσια των εξουσιών τους θα πρέπει να φροντίζουν στην παραχώρηση υψηλού επιπέδου εκπαίδευσης, αρχίζοντας από την προσχολική ηλικία και μέσω των κοινοτικών τμημάτων στα Συμβούλια Κοινοτικού Εθελοντισμού, φτάνοντας μέχρι την πανεπιστημιακή φοίτηση. Η παροχή εκπαίδευσης χαμηλής ποιότητας μπορεί να οδηγήσει
στη σχολική εγκατάλειψη και στην φτώχεια, αφού νέοι, οι οποίοι δεν διαθέτουν οποιαδήποτε εκπαίδευση και μόρφωση πιο δύσκολα μπορούν να εργοδοτηθούν.
Τα διδάγματα από την πανδημία αναγκάζουν τόσο τους εκπαιδευόμενους όσο και τους εκπαιδευτικούς, να εφαρμόσουν νέες μεθόδους εκμάθησης και διδασκαλίας. Η συνεχής κατάρτιση αλλά και επιμόρφωση των εκπαιδευτικών στις νέες εκπαιδευτικές προκλήσεις
αποτελούν σημαντικό παράγοντα στην υλοποίηση του Ευρωπαϊκού Χώρου Εκπαίδευσης και της ενδυνάμωσης του ρόλου του εκπαιδευτικού, όπως γνωμοδοτήθηκε στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή των Περιφερειών.
Η πανεπιστημιακή εκπαίδευση εμπλέκει άμεσα και τις τοπικές αρχές, αφού στα δημοτικά τους όρια μπορούν να δημιουργηθούν νέες, υπερσύγχρονες εγκαταστάσεις, φοιτητικές εστίες και αίθουσες διδασκαλίας.
Τα πανεπιστημιακά ιδρύματα, ως χώροι προώθησης του «τετραγώνου γνώσης», δηλαδή της παροχής εκπαίδευσης, της έρευνας, της καινοτομίας και της προσφοράς υπηρεσιών στην κοινωνία, μπορούν να προσελκύσουν ένα ποιοτικό, διεθνές ανθρώπινο δυναμικό και να αναδείξουν νέους επιστήμονες, νέους «εγκεφάλους» που θα φανούν χρήσιμοι για την
κοινωνία και τη χώρα τους γενικότερα.
Η βελτίωση της ποιότητας της εκπαίδευσης βοηθά στην διαπολιτισμικότητα, στην εκμάθηση ξένων γλωσσών, στην πολιτισμική πολυμορφία και στην ανάπτυξη βασικών δεξιοτήτων. Η προώθηση προγραμμάτων δια βίου μάθησης για όλες τις ηλικίες, αποτελεί επίσης
επιπρόσθετη προσφορά υπηρεσιών των πανεπιστημίων στην κοινωνία, βελτιώνοντας έτσι το επίπεδο ικανοποίησης και ένταξης στην κοινωνία διαφόρων ομάδων πληθυσμού.
Ο Ευρωπαϊκός Χώρος Εκπαίδευσης ενθαρρύνει τις τοπικές αρχές να υλοποιήσουν τα προγράμματα Erasmus+, ενθαρρύνοντας έτσι την κινητικότητα των εκπαιδευομένων, νέων επιχειρηματιών και εθελοντών. Η εκπαίδευση θα πρέπει να παραμείνει προσιτή σε όλους και μακριά από οποιαδήποτε μορφή βίας, ρητορική μίσους και διακρίσεις, αν θέλουμε να
επιτύχουμε τον εκπαιδευτικό στόχο που έθεσε η Ευρωπαϊκή Επιτροπή μέχρι το 2025.