ΤΟΥ ΑΝΤΩΝΗ ΖΑΡΙΝΤΑ*
Τα παιδιά του σήμερα έχουν γεννηθεί μέσα σε μια πολιτισμική και τεχνολογική επανάσταση με έμβλημα τις οθόνες, η οποία καθορίζει και οριοθετεί με ευδιάκριτο τρόπο τις συνήθειές τους στη ζωή και τις αντιλήψεις τους. Ο Αμερικάνος συγγραφέας και θεωρητικός των Μέσων Ντάγκλας Ρούσκοφ αποκάλεσε τη νέα γενιά «screen-agers», επειδή η ενασχόλησή τους με τα Μέσα δεν διαχωρίζεται ανάλογα με το Μέσο, αλλά συμπυκνώνεται σε μια σειρά οθονών που έχουν πρόσβαση και χειρίζονται επιδέξια. Παρομοίως, ο Μαρκ Πρένσκι χαρακτήρισε τα σημερινά παιδιά «digital natives», υποστηρίζοντας ότι η «μητρική» τους γλώσσα είναι η ψηφιακή.
Τα σημερινά παιδιά είναι και θα συνεχίσουν να είναι εκτεθειμένα στα μαζικά Μέσα όσο καμία άλλη γενιά στην ιστορία. Πρόκειται για μια αναπόφευκτη συνθήκη ιστορικής σημασίας για την ανθρωπότητα. Πλέον, οι περισσότερες εμπειρίες των παιδιών -και όχι μόνο- είναι μεσοποιημένες. Κανείς δεν μπορεί να σκεφθεί τον σύγχρονο κόσμο δίχως τα Μέσα και κανείς δεν μπορεί να αποφύγει αυτή την κατάσταση. Ωστόσο, τα Μέσα αντιμετωπίζονται, κυρίως, μέσω ενός νέο-λουδίτικου και τεχνοφοβικού πρίσματος, που τα παρουσιάζει παντοδύναμα με τρομερές και μονόδρομες βλαβερές επιδράσεις στον ψυχισμό των παιδιών. Ουσιαστικά, διακρίνεται ένας ηθικός πανικός στην κοινωνία με τα Μέσα να θεωρούνται πηγή δεινών και πρόβλημα που πρέπει να ελεγχθεί.
Διάφοροι φορείς επιχείρησαν να επινοήσουν τον «μαγικό» κανόνα που θα μπορεί να εφαρμοστεί καθολικά και να «σώσει» τα παιδιά από τα Μέσα. Για παράδειγμα, ο κανόνας «3-6-9-12», που σημαίνει όχι τηλεόραση πριν από τα τρία χρόνια, όχι παιχνίδια σε κονσόλα πριν από τα έξι, καθόλου διαδίκτυο πριν από τα εννέα χρόνια και καθόλου κοινωνικά μέσα πριν από τα 12, είναι αρκετά γνωστός. Το ίδιο και ο κανόνας «2×2», που μεταφράζεται σε καμία έκθεση στα Μέσα πριν τα δύο χρόνια και μετά μόνο 2 ώρες την ημέρα. Οι κανόνες αυτοί είναι διαδεδομένοι και χαίρουν ευρείας αποδοχής από τους γονείς. Είναι όμως αποτελεσματικοί, προς όφελος του παιδιού και μπορούν να εφαρμοστούν σε κάθε περίπτωση ξεχωριστά;
Υιοθετώντας τέτοιου είδους κανόνων οι γονείς αυτοεγκλωβίζονται στον ρόλο του χρονομέτρη και ελεγκτή, περιορίζοντας τις μιντιακές ευκαιρίες στην προσπάθειά τους να προστατέψουν τα παιδιά. Η μιντιακή χρήση είναι πολύπλοκη και δεν αφορά τόσο τον χρόνο, όσο το είδος της ενασχόλησης. Το περιεχόμενο, το πλαίσιο και οι ανάγκες του παιδιού είναι καθοριστικές για την ποιότητα της χρήσης. Η εστίαση, λοιπόν, πρέπει να μετατοπιστεί από τον χρόνο στην ποιότητα. Ως εκ τούτου, οι γονείς αντί να κοιτούν το ρολόι, καλύτερα να κοιτούν τα παιδιά τους και να διερωτώνται κατά πόσο το παιδί τους:
- Τρώει και κοιμάται αρκετά;
- Είναι υγιές;
- Έχει φίλους και κοινωνικοποιείται ομαλά;
- Συμμετέχει στο σχολείο;
- Απολαμβάνει διάφορα χόμπι;
Εάν οι απαντήσεις είναι θετικές, τότε το «πρόβλημα» της μιντιακής χρήση των παιδιών τους δεν είναι τόσο δραματικό όσο πιστεύουν. Ταυτόχρονα, είναι ωφέλιμο να αναλάβουν τον ρόλο του μέντορα γνωρίζοντας το μιντιακό προφίλ των παιδιών τους, συζητώντας μαζί τους τι κάνουν με τα Μέσα, αποκαλύπτοντας τις δικές τους μιντιακές εμπειρίες, δίνοντας συμβουλές σχετικά με την ασφάλεια την προστασία, αλλά και προτείνοντας δυνατότητες ουσιαστικότερης αξιοποίησης των Μέσων. Η ενεργητική διαμεσολάβηση του γονιού έχει πολλαπλά οφέλη, αφού ενισχύει τη σχέση του με το παιδί, ενδυναμώνει τη μιντιακή συμπεριφορά του και το σημαντικότερο, αφήνει χώρο και χρόνο στις ευκαιρίες που τα ψηφιακά Μέσα παρέχουν.
Η εμμονή στον χρόνο ενασχόλησης των παιδιών με τα ψηφιακά Μέσα αποπνέει έναν φορμαλισμό που ικανοποιεί πρωτίστως τις ανάγκες των ενηλίκων, παρά τις ανάγκες των παιδιών. Πρόκειται για μια εύκολη λύση που απαντά, φαινομενικά, στις ανησυχίες και ενοχές των γονιών που βλέπουν τα παιδιά τους να γοητεύονται ολοένα και περισσότερο από τα διάφορα Μέσα. Τα παιδιά, ωστόσο, χρειάζονται απαραιτήτως να κατακτήσουν τις πυρηνικές ψηφιακές και μιντιακές δεξιότητες του 21ου αιώνα. Χρειάζονται, εν ολίγοις, περισσότερες ευκαιρίες, παρά απαγορεύσεις και αυθαίρετους περιορισμούς. Στην εποχή της πλήρους μεσοποίησης του πολιτισμού, θα ήταν ασύγγνωστο τα παιδιά να στερούνται τις αμέτρητες δυνατότητες που προσφέρουν τα Μέσα. Οι γονείς, λοιπόν, παρά να περιορίζουν τις ευκαιρίες για να προστατεύσουν τα παιδιά από τα ρίσκα, θα κάνουν καλύτερη δουλειά αν τα βοηθήσουν να αναπτύξουν τις δεξιότητες που χρειάζονται για να εκμεταλλεύονται τις ευκαιρίες και να αποφεύγουν τις παγίδες. Σε τελική ανάλυση, η ενδυνάμωση των παιδιών δεν επιτυγχάνεται με «μαγικούς» κανόνες χρονικού περιορισμού, αλλά με την ενεργητική διαμεσολάβηση των γονιών.
*Δάσκαλος