ΤΟΥ ΑΝΤΩΝΗ ΖΑΡΙΝΤΑ*
«Ήταν η εποχή που το Holihaka school σχεδίαζε την ανακαίνισή του. Όλοι οι δάσκαλοι που είχαν μόνιμη σχέση εργασίας πήραν δύο αεροπορικά εισιτήρια με επιστροφή, πληρωμένα από το δήμο, για να ταξιδέψουν σε μία χώρα της επιλογής τους, να επισκεφθούν ένα σχολείο και να μελετήσουν τις υποδομές του. Επιστρέφοντας, τους δόθηκε η δυνατότητα να συμμετάσχουν σε μια ομάδα που αποτελούνταν από αρχιτέκτονες και άλλους ειδικούς, να σχεδιάσουν από κοινού την τάξη τους αλλά και να συζητήσουν ζητήματα σχετικά με τη χωροταξική βελτίωση του σχολείου.» Φινλανδικά Μαθήματα, Pasi Sahlberg
Η απόσταση που χωρίζει τη φινλανδική από την κυπριακή εκπαιδευτική πραγματικότητα είναι αναμφίβολα χαοτική. Στη Φινλανδία, τα νέα σχολικά κτήρια σχεδιάζονται πάντα σε συνεργασία με τους εκπαιδευτικούς και τους αρχιτέκτονες κι έτσι προσαρμόζονται στις διδακτικές και τοπικές ανάγκες. Στην Κύπρο, αντιθέτως, ο σχολικός χώρος αποτελεί ένα τυποποιημένο κτηριακό συγκρότημα δίχως αρχιτεκτονική ταυτότητα κι αξία. Εξ αυτού είναι αποκομμένος από τη φύση των «ενοίκων» του και τη λειτουργία που επιτελεί.
Πώς επηρεάζει ο χώρος το άτομο
Η Μαρία Μοντεσσόρι υπογράμμιζε ότι το ίδιο το περιβάλλον είναι ένας εκπαιδευτικός. Το άτομο δεν μένει ανεπηρέαστο κι απαθές απέναντι στον χώρο που το περιβάλλει. Τουναντίον, το περιβάλλον το επηρεάζει σημαντικά στην ψυχολογική του κατάσταση, στις δράσεις του, την κοινωνικοποίηση και τις ανθρώπινες σχέσεις που συνάπτει κ.λπ. Ο σχολικός χώρος, εν προκειμένω, διαδραματίζει καθοριστικό ρόλο, τόσο για τα παιδιά όσο και για τους δασκάλους και κατ’ επέκταση για τη μάθηση. Επηρεάζει την ψυχολογική διάθεση των παιδιών και τη δραστηριοποίησή τους, επικαθορίζει τις εκπαιδευτικές σχέσεις, το είδος και την ποιότητα του μαθήματος κ.λπ. Εν ολίγοις, το ευρύτερο παιδαγωγικό κλίμα είναι άρρηκτα συνδεδεμένο με τον σχολικό περιβάλλοντα χώρο, τόσο σε πρακτικό και λειτουργικό επίπεδο όσο και σε υπόρρητο ψυχολογικό.
Πώς είναι τα σχολεία σήμερα
Το σημερινό σχολικό αρχιτεκτονικό -εξωτερικό κι εσωτερικό- πρότυπο των κυπριακών σχολείων είναι σχεδόν το ίδιο με τα σχολεία του περασμένου αιώνα. Η φυσιολογική εξέλιξη της αρχιτεκτονικής και παιδαγωγικής δεν φαίνεται να είχε σημαντική επίδραση στον σχεδιασμό σχολικών χώρων. Τα μακρόστενα «κουτιά», τα σκληρά οικοδομικά υλικά, οι αυστηρές γραμμές, το είδος και η διάταξη των θρανίων, η θέση της έδρας, τα συμβολικά σημεία αναφοράς, τα θολά χρώματα κ.λπ. παραμένουν αναλλοίωτα και διαιωνίζονται στερεοτυπικά. Τα στερεότυπα αυτά έχουν φυσικοποιηθεί, με αποτέλεσμα να εκλαμβάνονται ως αμετάκλητα στοιχεία του ισχύοντος σχολικού περιβάλλοντος. Ταυτόχρονα, επιτελούν και μια άλλη υποδόρια λειτουργία, τουτέστιν να υποδηλώνουν το πώς «πρέπει» να είναι το παιδί, αντί για το τι πραγματικά είναι. Κάθε αρχιτεκτονικά τυποποιημένο σχολικό κτήριο ενθαρρύνει την τυποποιημένη ανθρώπινη συμπεριφορά. Εγκαθιδρύει ένα κοινό πρότυπο χώρου και κατ’ επέκταση ανθρώπινης χρήσης και συμπεριφοράς. Υποθέτει ότι ο χώρος θα χρησιμοποιείται με τους ίδιους τρόπους, από όμοιους ανθρώπους -ανεξαρτήτως ηλικιακής ομάδας και ενδιαφερόντων- οποιαδήποτε χρονική περίοδο. Αγνοεί, όμως, την πολυπλοκότητα της ανθρώπινης συμπεριφοράς, τα αναπτυξιακά στάδια των παιδιών, τις διαφορετικές απαιτήσεις των γνωστικών αντικειμένων και των διδακτικών μεθοδολογιών. Ουσιαστικά, εγκλωβίζει το μάθημα και τη διαντίδραση των μετόχων του σε ένα προκαθορισμένο πλαίσιο, μη επιτρέποντας την απροσδόκητη ανάκυψη μαθησιακών ευκαιριών διαμέσου της ευελιξίας που θα παρείχε ένας «ανοικτός» σχολικός χώρος.
Κάθε σχολικό κτίριο πρέπει να σχεδιάζεται με γνώμονα τις ανάγκες που θα ικανοποιεί και τους ανθρώπους που θα φιλοξενεί. Ένα νηπιαγωγείο ή ένα δημοτικό σχολείο υποδέχεται καθημερινά μικρά παιδιά, των οποίων πρώτιστη ανάγκη είναι το παιχνίδι και η μάθηση που επιτυγχάνεται μέσω αυτού. Υπ’ αυτό το πρίσμα, ο σχεδιασμός τους θα έπρεπε να ξεκινά από τη σχολική αυλή. Στο κυπριακό παράδειγμα, ούτε οι αυλές -κυρίως των δημοτικών- είναι τόποι του παιδιού. Ως επί το πλείστον, αποτελούν στείρες περιφραγμένες εκτάσεις τσιμέντου ή σκληρού χώματος, χωρίς διαδραστικά παιχνίδια, πράσινο, σημεία ανάπαυσης και κοινωνικοποίησης κ.λπ.
Πώς πρέπει να είναι ο σχολικός χώρος
Ο σχολικός χώρος πρέπει να σέβεται καταρχήν την παιδική φύση. Τα παιδιά έχουν δικαίωμα στον σεβασμό της παιδικότητάς τους, ήτοι των διακριτών χαρακτηριστικών και αναγκών τους και των αναπτυξιακών τους σταδίων. Τα τυποποιημένα σχολικά κτήρια υποτιμούν σε μεγάλο βαθμό το αίτημα αυτό. Ο σχολικός χώρος οφείλει να αποτελεί τόπο των παιδιών. Όχι, απλά ένας χώρος φύλαξης, αλλά τόπος επενδυμένος συναισθηματικά, αισθητικά ελκυστικός, που να είναι φιλόξενος και να εμπνέει τα παιδιά. Να προέρχεται από αυτό που πραγματικά είναι το παιδί κι όχι από το πώς «θα έπρεπε» να είναι. Η αρχιτεκτονική -εξωτερικού κι εσωτερικού χώρου- έχει να προτείνει πολλές ιδέες προς την κατεύθυνση αυτή (π.χ. φυσικά υλικά, ευελιξία στη διαρρύθμιση και χρήση, πολυχρωμία, αίσθηση παιδικού δωματίου, φυσιολογικές θερμοκρασίες κ.λπ.). Μια ανασκόπηση της βιβλιογραφίας και της εμπειρίας σε άλλες χώρες μπορεί να φωτίσει το θέμα (βλ. Δ. Γερμανός, Μ. Χρονάκη κ.ά.). Σε κάθε περίπτωση, η στροφή προς μια σχολική αρχιτεκτονική που σέβεται το παιδί αποτελεί πολιτική βούληση. Ωστόσο, και η διαχρονική επιμονή στην τυποποιημένη σχολική αρχιτεκτονική αποτελεί κι αυτή προϊόν πολιτικής βούλησης με ρητά μηνύματα για το είδος της εκπαίδευσης που επιθυμεί.
Αλλαγή χώρου σημαίνει αλλαγή διδακτικής μεθόδου
Με βάση τα παραπάνω διαλαμβανόμενα, η βελτίωση της παρεχόμενης εκπαίδευσης δεν είναι εφικτή εάν ο σχολικός χώρος παραμείνει ως έχει. Ο υφιστάμενος σχολικός κτηριακός σχεδιασμός ευνοεί τυποποιημένα μαθήματα και μαθητικές αποκρίσεις κι αντιδράσεις. Υποστηρίζει -αν όχι εξαναγκάζει- τη δασκαλοκεντρική καθέδρας ενιαία εκπαιδευτική προσέγγιση, ενώ απεικονίζει τους μαθητές ως παθητικά υποκείμενα κατανάλωσης αδιαπραγμάτευτης σχολικής γνώσης. Δεν επιτρέπει το παιδαγωγικό «παιχνίδι» ανάμεσα στα παιδιά και τον χώρο, την ευελιξία και αναδιάταξη της τάξης ανάλογα με τις εκάστοτε μαθησιακές ανάγκες, την ψυχολογική ανάταση των παιδιών και το μεθεξιακό παιδαγωγικό κλίμα. Ενδεχόμενη αλλαγή πλεύσης στον αρχιτεκτονικό σχεδιασμό των σχολείων θα επιτρέψει νέες σύγχρονες διδακτικές μεθόδους να αναδυθούν ή και να εφαρμοστούν σωστά -όπως για παράδειγμα η συνεργατική μέθοδος.
Εν κατακλείδι, είναι προφανές ότι η αρχιτεκτονική έγνοια δεν εδράζεται στην παιδαγωγική και την παιδική φύση, αλλά στην τυποποίηση, την ευκολία και την εξοικονόμηση πόρων. Διακονεί μια τυποποιημένη στερεοτυπική άποψη για το πώς θα έπρεπε να είναι το παιδί, η δασκάλα, το μάθημα, η γνώση, η οποία εν πολλοίς εσωτερικεύεται και εκπληρώνεται. Ταυτόχρονα, ενέχει αρκετά ιδρυματικά στοιχεία, μεταβάλλοντας το «σχολείο» -με όλες τις ελευθεριακές συμπαραδηλώσεις που περικλείει- σε «σχολική μονάδα» ή «εκπαιδευτικό ίδρυμα».
Συνοψίζοντας, το κυπριακό παράδειγμα καταδεικνύει ότι το σχολείο, όπως είναι σήμερα, αποτελεί χώρο όπου το παιδί και η δασκάλα εγγράφονται ως απουσία. Ως εκ τούτου, ο σχολικός χώρος των σημερινών σχολείων είναι μη σχολικός.
*Δάσκαλος