Άρθρο του Άντρου Γ. Καραγιάννης
Δήμαρχος Δερύνειας
Η εποχή όπου ο εκπαιδευτικός στεκόταν μπροστά στους μαθητές και αγόρευε ή ζητούσε από τους μαθητές να αντιγράψουν από τον πίνακα, έχει περάσει ανεπιστρεπτί, όπως και η διδασκαλία με ταινίες ήχου, βιντεοκασέτες, CD και DVD. Το διαδίκτυο έχει πλέον αντικαταστήσει τις παλιές μεθόδους διδασκαλίας αφήνοντας μάλιστα πίσω τους ηλεκτρονικούς υπολογιστές για χάριν των έξυπνων συσκευών ή τηλεφώνων.
Η ανάπτυξη της τεχνολογίας και η εξοικείωση της νεολαίας με τις συσκευές υψηλής τεχνολογίας έχουν αυξήσει τον χρόνο που αφιερώνουν οι μαθητές/φοιτητές στο διαδίκτυο, στους ιστότοπους και στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, περιορίζοντας έτσι σε αρκετό βαθμό την έρευνα και τη μελέτη στις βιβλιοθήκες.
Η πανδημία του κορωνοϊού έχει πλήξει μεταξύ άλλων και το εκπαιδευτικό σύστημα, αφού η τεχνολογία, αντί να χρησιμοποιείται ως βοηθητικό εργαλείο, έχει μετατραπεί σε βασικό μέσο εκπαίδευσης τόσο για τους μαθητές/φοιτητές όσο και για τους εκπαιδευτικούς, όπως συζητήθηκε στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή των Περιφερειών (ΕΕτΠ).
Δυστυχώς, η σύνδεση στο διαδίκτυο και η παροχή κατάλληλου εξοπλισμού δεν κατέστη εφικτή σε όλα τα σχολεία και κυρίως στις απομακρυσμένες ή/και απομονωμένες περιοχές τα τελευταία δύο χρόνια της πανδημίας. Η μερική απαγόρευση της κυκλοφορίας, η επιβολή περιοριστικών μέτρων και η κακή πρόσβαση στο διαδίκτυο, ανάγκασε αρκετούς εκπαιδευόμενους να παραμελήσουν προσωρινά τη φοίτηση τους.
Σύμφωνα με στοιχεία που κατατέθηκαν στην ΕΕτΠ, 10% των νοικοκυριών στις αγροτικές περιοχές δεν καλύπτονται από κανένα σταθερό δίκτυο και το 41% από καμιά ταχεία ευρυζωνική τεχνολογία. Το 6% των νοικοκυριών στην Ε.Ε. δεν έχουν πρόσβαση σε υπολογιστή, ενώ ποσοστό 9% των 15χρονων μαθητών δεν διαθέτουν χώρο μελέτης στο σπίτι τους. Τα στοιχεία αυτά αναδεικνύουν το αναδυόμενο ψηφιακό χάσμα και τα κοινωνικοοικονομικά προβλήματα που επιφέρει η συμμετοχή και εξάρτηση από την ψηφιακή εκπαίδευση.
Οι τοπικές αρχές δεν μπορούν να επιλύσουν μόνες τους τα προβλήματα της ψηφιακής εκπαίδευσης και της σύγχρονης εκπαιδευτικής πολιτικής αφού αρκετά από αυτά άπτονται της αρμοδιότητας των εθνικών Υπουργείων Παιδείας. Οι προκλήσεις, όπως και οι αδικίες στην εκπαίδευση, αποτελούν συχνό φαινόμενο και γι’ αυτό επιβάλλεται η εφαρμογή της σύγχρονης εκπαίδευσης χωρίς κοινωνικούς αποκλεισμούς.
Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή θα πρέπει να μελετήσει και να επαναξιολογήσει τις ανάγκες της εκπαιδευτικής μάθησης και φοίτησης με τα νέα δεδομένα που προέκυψαν μετά την πανδημία, στοχεύοντας έτσι στην καλλιέργεια της ψηφιακής Ευρώπης για όλες τις ηλικιακές και κοινωνικές ομάδες. Οι πολίτες, ανεξαρτήτως ηλικίας, θα πρέπει να είναι γνώστες των βασικών ψηφιακών δεξιοτήτων για να μπορούν να εκπληρώσουν τις βασικές δημόσιες υποχρεώσεις τους με ευκολία, παρόλο που κάτι τέτοιο φαντάζει αρκετά δύσκολο.
Σίγουρα η ψηφιακή μετάβαση και η ηλεκτρονική διακυβέρνηση δεν είναι ένα εύκολο εγχείρημα για τον κάθε ένα και γι’ αυτό θα πρέπει να δοθεί αρκετός χρόνος για εξοικείωση με την ψηφιακή εκπαίδευση. Για τα άτομα κυρίως της τρίτης ηλικίας είναι δύσκολο να προσαρμοστούν στις νέες ψηφιακές απαιτήσεις, όπως και για τους εκπαιδευόμενους, οι οποίοι συμμετέχουν σε εξετάσεις μέσω τηλεδιασκέψεων.
Ο ρόλος των τοπικών αρχών είναι να μεταφέρουν τη φωνή των πολιτών στα ανώτερα δώματα, για εφαρμογή μέτρων που να ικανοποιούν και να διευκολύνουν την καθημερινότητα της κοινωνίας των πολιτών. Η ψηφιακή μετάβαση στηρίζεται στον ευρωπαϊκό πυλώνα κοινωνικών δικαιωμάτων, στον οποίο κάθε άνθρωπος έχει δικαίωμα σε ποιοτική και χωρίς αποκλεισμούς εκπαίδευση, κατάρτιση και διά βίου μάθηση.
Θα ήταν ευχής έργο αν η Ε.Ε. κατάφερνε μέχρι το 2027 να εφαρμόσει την εκπαίδευση χωρίς αποκλεισμούς, δημιουργώντας μια εξοικειωμένη με τις σύγχρονες ψηφιακές απαιτήσεις κοινωνία των πολιτών στην οποία θα χωράνε όλοι, ανεξαρτήτως φύλου, κοινωνικού υπόβαθρου, καταγωγής, θρησκείας, σωματικής ή πνευματικής ικανότητας.