Της Μιράντας Ορθοδόξου
(Φιλόλογος, Αρθρογράφος SkalaTimes)
Ένα παιδί- έφηβος μπήκε από την πόρτα και κάθισε στην καρέκλα. Περίεργος τύπος, τέτοιος που σου κινούσε την περιέργεια. Μύριζε αθωότητα και αγωνία μαζί. Το βλέμμα του δύσκολα σηκωνόταν να με κοιτάξει. Ακόμα και αν το έκανε, το βλέμμα «έπαιζε», δεν έβρισκε να ριζώσει, να στεριώσει. Φοβόταν. Φαινόταν. Τι όμως; Εμένα; Τον χώρο;
Ένα παιδί- νεαρός ενήλικας πια, καθόταν ήδη όταν μπήκα από την πόρτα. Το βλέμμα ακόμα δε βρήκε τόπο να στεριώσει. Ανήσυχο. Ψάχνει μήπως βρει «πατρίδα». Εξομολογείται. Δακρύζει κρυφά, μην το δουν που «εκτίθεται». Φοβόταν. Όχι εμένα τώρα, μόνο τον κόσμο όλο γύρω του.
Ένα παιδί τρέμει και σηκώνει ανάστημα και ξανά σκύβει- πάλι τρέμει σαν φυλλαράκι που κόπηκε από την ασφάλεια του κλαδιού και πέφτει στο αφιλόξενο έδαφος. Και ξανά σηκώνει ανάστημα. Έχει δύναμη. Έχει πείσμα. Θέλει να βρει έναν τόπο να στεριώσει και να ξεκουράσει το βλέμμα του. Και περνούν τα φθινόπωρα, οι χειμώνες και η άνοιξη και κάτι ματωμένα καλοκαίρια και σηκώνει ανάστημα. Εκεί στο έδαφος πεσμένο και με το βλέμμα τρεμάμενο και ασταθές ακόμα. Αλλά βρίσκει δύναμη να ορθώσει ανάστημα και φωνάζει για βοήθεια και ουρλιάζει μοιρολόγια και κουτρουβαλιέται στο έδαφος και σπαράζει και καταρρακώνεται. Και κάθε που μαζεύει νέα σοδειά δυνάμεων, παλεύει.
Εκείνο το παιδί μπαίνει στη ζωή ως ολοκληρωμένος άνθρωπος πια και του δείχνουμε πρώτα πρώτα την ασχήμια της. Αλλά την ξέρει καλά, την έχει νιώσει κολλημένη στο πετσί του σαν δεύτερο δέρμα. Δεν μπορεί να τον φοβίσει τίποτα πλέον. Γιατί ξέρει να παλεύει από μικρό.
Το (παράδοξο) γεγονός της ενοχής και παράλληλα της απελευθέρωσης του Λιγνάδη μπορεί να εξηγηθεί νομικά απ´ ότι καταλαβαίνω. Το γεγονός ότι ένας καταδικασμένος, για δύο βιασμούς (τουλάχιστον τόσοι μπορούσαν να αποδειχτούν με την πάροδο των χρόνων) παιδεραστής κυκλοφορεί ελεύθερος δεν μπορεί να εξηγηθεί ηθικά ή και … λογικά(!).
Γιατί όταν το παιδί μου και το παιδί σου σε ρωτήσει τι έγινε με αυτό ανθρωπάριο που ενοχλούσε παιδάκια, δε θα ξέρεις τι θα απαντήσεις. Γιατί όταν το παιδί μου και το παιδί σου σε πλησιάσει, σε μια στιγμή απελπισίας, και σου εκμυστηρευτεί μια αδιάντροπη φράση ή κίνηση ή πράξη ή οτιδήποτε του χάλασε την ομορφιά του καθαρού του βλέμματος δε θα ξέρεις πού να αποταθείς. Γιατί όταν το ανήθικο και το άδικο αν και καταδικασμένα «κυκλοφορούν ελεύθερα» οι κακοί λύκοι των παραμυθιών παίρνουν θάρρος και βγαίνουν έξω για να βρουν την επόμενη λεία τους. Και πώς να το εξηγήσεις αυτό στο παιδί; Και πώς να το εξηγήσεις αυτό σε εσένα.
Κι άντε μετά να κοιμηθείς το βράδυ.
[…] Η χώρα εδώ είναι σκοτεινή. Και δύσκολη. Φοβάμαι.
Ξένη φωτιά μην την ανακατεύεις, μου είπαν.
Όμως εκείνος καίγονταν μονάχος. Καταμόναχος.
Κι όσο αφανίζονταν τόσο άστραφτε το πρόσωπο.
Γινόταν ήλιος.
Στην εποχή μας όπως και σε περασμένες εποχές
άλλοι είναι μέσα στη φωτιά κι άλλοι χειροκροτούνε. […]
Τάκης Σινόπουλος «Ο Καιόμενος»
Υ.γ.1: Το κείμενο είναι αφιερωμένο στον δικό μου, προσωπικό Ήρωα της σύγχρονης, ζοφερής εποχής μας.