Αναμνήσεις του Καθηγητή Ζαννέτου Τοφαλλή
(Κυπριακή Παροικία Λονδίνου)
Με την ευκαιρία συμπλήρωσης 48 χρόνων από τις μαύρες επετείου του ’74 και την εορτή του Προφήτη Ηλία, του πολιούχου αγίου του χωριού μου, θυμάμαι και κλαίω…
Σας παρακαλώ να μου επιτρέψετε να σας καλωσορίσω στη Γιορτή του πολιούχου του χωριού μας, του Προφήτη Ηλία, που τον γιορτάζουμε κάθε χρόνο στις 20 Ιουλίου.
Σήμερα, εμείς οι απόδημοι Στυλλιώτες θυμούμαστε και ονειροπολούμε εκείνες τις όμορφες μέρες που γιορτάζαμε την ημέρα του Προφήτη Ηλία. Εδώ και 48 χρόνια, το χωριό μας – όπως και τα άλλα σκλαβωμένα μέρη του νησιού μας -βρίσκεται υπό ξένη κατοχή και όνειρο μας και επιδίωξη μας είναι να το δούμε ελεύθερο και πάλι.
Οι Στύλλοι, για όσους δεν το γνωρίζουν, βρίσκονται κάπου 8 μίλια Βορειοδυτικά της Αμμοχώστου. Τα γειτονικά μας χωριά είναι: ο Άγιος Σέργιος, τα Λιμνιά, η Έγκωμη, ο Γαϊδουράς, το Πραστειό, η Περιστερωνοπηγή, η Αχερίτου και η Καλοψίδα. Είναι πολύ κοντά στην προϊστορική Αλάσια, την ένδοξη και ιστορική Σαλαμίνα και το μοναστήρι του Αποστόλου Βαρνάβα, του ιδρυτή της Κυπριακής Εκκλησίας.
Ο πληθυσμός του χωριού μας, το 1974, ήταν περίπου 800 κάτοικοι. Η εκκλησία του χωριού μας ήταν αφιερωμένη στον Προφήτη Ηλία. Επίσης υπήρχαν ξωκλήσια αφιερωμένα στον Άγιο Αναστάσιο, τον Άγιο Ιάκωβο ή Άκουφο και στην Αγία Μαρίνα. Οι κάτοικοι των Στύλλων ήταν γνωστοί για την καλοσύνη, την φιλοξενία και την εγκαρδιότητα τους.
Δεν ξεχνούμε αυτή την ημέρα του Άη Ήλία – ήταν η πιο χαρούμενη μέρα του χρόνου για τους Στυλλιώτες. Από τα γύρω χωριά κατέφθαναν προσκυνητές για να τιμήσουν τον Άγιο της Βροχής. Οι γεωργοί τέλειωναν τις γεωργικές τους εργασίες. Μετά τη λειτουργία, ακολουθούσε η φιλοξενία. Όλοι προσκαλούνταν στα φιλόξενα σπίτια του χωριού μας. Οι παναϋρκώτες διαλαλούν τα προϊόντα τους. Οι νιοι και οι νιες περπατάνε στο δρόμο του χωριού ντυμένοι στα καινούργια τους ρούχα, προβάλλοντας την ομορφιά της νιότης. Και το απόγευμα, μαζεύονταν στην πλατεία του χωριού, χορεύοντας λεβέντικους χορούς.
Θυμούμαστε τον καταπράσινο κάμπο την άνοιξη στολισμένο με τους μυρωδάτους νάρκισσους (τα γνωστά ‘ματσικόριδά’ του κυπριακού κάμπου). Και το καλοκαίρι ο κάμπος χρύσιζε από το πλούσιο σιτάρι. Καμάρι της σιτοβόλας Μεσαριάς.
Και ήταν ανήμερα του Άη Ηλία, το 1974, που ακούστηκαν τα τουρκικά αεροπλάνα που εισέβαλλαν στην πατρίδα μας, και έμελλαν να φέρουν τη μεγαλύτερη συμφορά, την χειρότερη καταστροφή στην μακρόχρονη ιστορία της πατρίδα μας. Και η τραγωδία ακολούθησε το προδοτικό πραξικόπημα της λαομίσητης Χούντας των Αθηνών με τη συνεργασία της ΕΟΚΑ Β.
Το 40 τοις εκατόν της πατρίδας μας περιήλθε κάτω από την τούρκικη κατοχή. Χιλιάδες οι σκοτωμένοι, εκατοντάδες οι αγνοούμενοι, 180.000 πρόσφυγες στην ίδια την πατρίδα τους. Και οι Στυλλιώτες – σαν καλαμιά στον κάμπο – πήραν των ομματιών τους – και βρήκαν καταφύγιο σε όλα τα μήκη και πλάτη της ελεύθερης Κύπρου.
Και πέρασαν 48 ολόκληρα χρόνια. Και οι μεγάλες δυνάμεις δεν μπόρεσαν ακόμη να δώσουν μια δίκαιη λύση στο πρόβλημα του μαρτυρικού λαού μας. Η Κύπρος μπήκε επίσημα στην οικογένεια της Ευρώπης χωρίς να λυθεί το Κυπριακό.
Πριν κάποια χρόνια η τουρκική πλευρά άνοιξε μερικώς τα οδοφράγματα για να μπορούν οι δύο πλευρές να επισκέπτονται τα χωριά και τις περιουσίες τους. Χιλιάδες συμπατριώτες μας -Έλληνες και Τούρκοι -σταύρωσαν τα οδοφράγματα για να επισκεφθούν τις πατρογονικές τους εστίες. Αυτό απέδειξε ότι Ελληνοκύπριοι και Τουρκοκύπριοι μπορούν να ζήσουν ειρηνικά όπως στα χρόνια τα παλιά. Ο μύθος των εξτρεμιστών ότι Τ/Κ και Ε/Κ δεν μπορούν να ζήσουν μαζί, κατέρρευσε σαν χάρτινος πύργος. Ζωντανή είναι η δίψα γα επανένωση.
Προσφάτως, είχα κι εγώ την ευκαιρία να περάσω με την οικογένεια μου στους σκλαβωμένους Στύλλους. Ήθελα να πάρω την οικογένεια μου, ιδιαίτερα τις δύο εγγονούλες μου, τη Σταυρίνα και τη Βασούλλα, να δουν το χωριό του παππού τους και να μην ξεχνούν. Ανάψαμε κερί και καπνίσαμε την εκκλησία μας. Ήταν μισοκαταστραμμένη χωρίς εικόνες, πόρτες και παράθυρα. Ανάψαμε κερί και καπνίσαμε, τον τάφο του παππού Τοφαλλή, του οποίου ο σταυρός όπως και όλων των συγχωριανών μας ήταν σπασμένοι, λεηλατημένοι.
Ήταν μια ευχή που ήθελα να τηρήσω. Γιατί μια εσωτερική φωνή που ερχόταν από τα τρίσβαθα της μεσαρίτικης γης συνεχώς με παρακινούσε. Το χωριό μου, η εκκλησία, το σχολείο του χωριού κι ο πατέρας και οι προγονοί μας, μας ρωτούσαν: “Γιατί μας ξεχάσατε, που έχετε πάει; Ποιοι είναι αυτοί που πατάνε τα χώματα μας. Πότε θα ξανάρθετε;”
Κι εγώ τους απαντούσα με σφιγμένη την καρδιά: “Κουράγιο, θα έρθουμε, σύντομα, λίγο ακόμη, πολύ σύντομα, θάρθουμε πάνω στο άτι της γαλανομάτας λευτεριάς. Όχι δεν σας ξεχάσαμε”. Και η καρδιά μου γινόταν χίλια κομμάτια που δεν μπορούσα να κάνω αυτό το τάμα.
Στο καφενείο του χωριού συναντήσαμε μερικούς Τ/κ θαμώνες. Όλοι τους ηλικιωμένοι. Κατάγονται από την Μουταγιάκκα, κοντά στη Λεμεσό. Και το χωριό μας το ονόμασαν Μουταγιάκκα. Και οι κάτοικοι είναι τώρα 150. Σχολείο δεν έχουν. Γιατί ελάχιστα παιδιά είναι σχολικής ηλικίας. Κι αυτά πηγαίνουν στον γειτονικό σχολείο του Γαϊδουρά. Τους ρώτησα αν είναι ικανοποιημένοι και τους πληροφόρησα ότι οι Στυλλιώτες θέλουν να επιστρέψουν στους Στύλλους Η απάντηση τους ήταν: Κι εμείς θέλουμε, γιε μου, να πάμε στο χωριό μας! Ίσσιαλλα, καρτάς – Μακάρι, Αδέλφια! Κι αυτό είναι μια απτή απόδειξη ότι, αν φύγει ο τουρκικός στρατός από την Κύπρο, το πρόβλημα λύεται αυτόματα.
Για να μπορέσουν όλοι οι νόμιμοι κάτοικοι τους να ζουν ελεύθεροι και ειρηνικά σε μια ενωμένη πατρίδα. Είναι ένα χρέος για όσους έφυγαν, για αυτούς που ζουν και μια κληρονομιά που θα δώσουμε στα παιδιά και στα εγγόνια μας. Να τους αφήσουμε μια ενωμένη, λεύτερη πατρίδα, στην οποία όλοι οι κάτοικοί της να ζουν ειρηνικά και αγαπημένα.
Σήμερα εμείς οι ξενιτεμένοι μαζευόμαστε για να τιμήσουμε αυτούς που αγωνίστηκαν και έδωσαν τη ζωή τους υπερασπιζόμενοι τη δημοκρατία και την ελευθερία της πατρίδας τους. Μνημόσυνο ιερό, σεμνό για να μην ξεχνάμε την ιστορία μας. Για να θυμούνται οι παλιοί και να γνωρίζουν οι νέοι μας το δράμα της χώρας των προγόνων τους. Γιατί, λαοί που δεν ξεχνούν, δεν πρόκειται να πεθάνουν.
Στώμεν καλώς. Με υψηλό το φρόνημα, με αφοσίωση στις αθάνατες αξίες της φυλής μας, ας σταθούμε άρρηκτα ενωμένοι, βράχοι απόρθητοι πλήρως πεπεισμένοι ότι γρήγορα, πολύ γρήγορα θα ανατείλει επιτέλους και πάλι ο χαμογελαστός ήλιος της χιλιάκριβης της Λευτεριάς πάνω στους ουρανούς της πολύπαθης πατρίδας.
Ας παρακαλέσουμε τον Προφήτη Ηλία, να μεσιτέψει και να μας βοηθήσει να λειτουργήσουμε την εκκλησία του, αλλά και σε όλες τις εκκλησίες της σκλαβωμένης πατρίδας. Πολύ υπέφερε, 48 χρόνια, ο υπέροχος λαός μας. Για να έρθει επιτέλους η ειρήνη και η συναδέλφωση των κατοίκων της.
Και μια ευχή και προσευχή όλων – μια θερμή έκκληση ενός λαού βασανισμένου και πονεμένου. Του λαού της μαρτυρικής Κύπρου – από τους ξενιτεμένους συμπατριώτες μας.
Της Δικαιοσύνης ήλιε νοητέ
και μυρσίνη συ δοξαστική
μη, παρακαλώ σας, μη
λησμονάτε τη χώρα μου!
Και καταλήγω με τα προφητικά λόγια αντίστασης και αισιοδοξίας, πίστης και ελπίδας:
Δεν γονατίζει ο πλάτανος
Στην άγρια καταιγίδα
Ούτε κι ο ανυπότακτος λαός
Που αγωνίζεται κι αγωνιά
Για τη χιλιάκριβή τη Λευτεριά, τη Λευτεριά.
Στώμεν καλώς!
Να, όπου και να ναι, φάνηκε στην ανατολή, αδέλφια, η αυγή που θα φέρει επί τέλους την ημέρα της επιστροφής στους σκλαβωμένους τόπους μας.
Χωριό μου, δεν σε ξεχνώ!
Kάνε υπομονή. Θα έρθω μια μέρα να γιορτάσουμε μαζί τον Προφήτη Ηλία!
ΖΑΝΝΕΤΟΣ ΤΟΦΑΛΛΗΣ
Λονδίνο, 20 Ιουλίου 2022
1 thought on “Στη Γιορτή του Προφήτη Ηλία, σαν σήμερα θυμάμαι και κλαίω…Αναμνήσεις του Καθηγητή Ζαννέτου Τοφαλλή”
Μπραβο σου θειε μου πεστα ειμασυε η τελευταια γενια που εχει τον ποθο της επιστροφης
Comments are closed.