Την Τρίτη 20 Δεκεμβρίου, το Διεθνές Φεστιβάλ Ποίησης Λάρνακας διοργάνωσε την εκδήλωση με τίτλο «Προσωπικότητες της Λάρνακας απαγγέλλουν το αγαπημένο τους ποιήμα» στο Δημοτικό Θέατρο Λάρνακας, όπου 18 γνωστές προσωπικότητες της Λάρνακας είχαν την ευκαιρία να απαγγείλουν το αγαπημένο τους ποίημα.
Πιο κάτω τα 18 ποιήματα που επέλεξαν άνρωποι της πόλης μας για να απαγγείλουν.
Ιάσων Ιασωνίδης Αντιδήμαρχος Λάρνακας / Παύλος Λιασίδης, Κανεί σε πιον (Ο Αντιδήμαρχος δεν μπόρεσε να παρευρεθεί και το ποίημα απάγγειλε ο εκπαιδευτικός και ποιητής Ανδρέας Τιμοθέου)
Πόλεμε, δαίμονα, κακόν, αξήλειφτον στον κόσμον, παιδίν της νύχτας, μισταρκέ του Άδη, ψεύτη, κλέφτη, όπου της νιότης θκιαλεχτούς κόβκεις αθθούς των δκυόσμων τζι φάκκα στες κακόσοσρτες μανάες πάντα ππέφτει που κάμνουσιν παιθκιά φτωχά της πείνας χτυπημένα τζι έννεν στους φόους, στους καμούς ομπρός κατταρκασμένα. Τα στήθη τζείνα πάνω τους π’ αλύπητα χτυπούσιν σφαίρες πασαλλοϊτζιτες μες σε καβκαν τζι ειρήνην! Απένταροι τζαι νηστιτζοί τζι ατιμασμένοι ζούσιν, το στόμαν τους μερόνυχτα καπνίζει σαν καμίνιν, γιατ΄εν μπορούσιν πόλεμε, να παραπονηθούσιν τρέμουν σε, σαϊτίζουν σε, κάμνουν πως σ΄αγαπούσιν. Μμα γέρασες, κανεί σε πκιον, εν μιλιούνια γρόνια που ζεις κηφήνα της ζωής, τζαι τρως τζαι πίννεις γαίμαν… αναστηθήκαν οι νεκροί, τζι εστρέψαν τα κανόνια πίσω τζαι καταπάνω σου, να σε σκοτώσουν ψέμαν, να λείψεις που το πρόσωπον της γης, να κυβερνήσει το διτζιον, να ξαναπλαστεί χαρά, τιμή τζαι ζήση.
Αλέξανδρος Κώνστας Σύμβουλος Α΄Πρεσβείας της Ελλάδας / Καβάφης Μύρης Αλεξάνδρεια του 340 μ.Χ.
Την συμφορά όταν έμαθα, που ο Μύρης πέθανε,πήγα στο σπίτι του, μόλο που το αποφεύγωνα εισέρχομαι στων Χριστιανών τα σπίτια,προπάντων όταν έχουν θλίψεις ή γιορτές.
5Στάθηκα σε διάδρομο. Δεν θέλησανα προχωρήσω πιο εντός, γιατί αντελήφθηνπου οι συγγενείς του πεθαμένου μ’ έβλεπανμε προφανή απορίαν και με δυσαρέσκεια.
Τον είχανε σε μια μεγάλη κάμαρη10που από την άκρην όπου στάθηκαείδα κομμάτι· όλο τάπητες πολύτιμοι,και σκεύη εξ αργύρου και χρυσού.
Στέκομουν κι έκλαια σε μια άκρη του διαδρόμου.Και σκέπτομουν που οι συγκεντρώσεις μας κι οι εκδρομές15χωρίς τον Μύρη δεν θ’ αξίζουν πια·και σκέπτομουν που πια δεν θα τον δωστα ωραία κι άσεμνα ξενύχτια μαςνα χαίρεται, και να γελά, και ν’ απαγγέλλει στίχουςμε την τελεία του αίσθησι του ελληνικού ρυθμού·20και σκέπτομουν που έχασα για πάντατην εμορφιά του, που έχασα για πάντατον νέον που λάτρευα παράφορα.
Κάτι γριές, κοντά μου, χαμηλά μιλούσαν γιατην τελευταία μέρα που έζησε —25στα χείλη του διαρκώς τ’ όνομα του Χριστού,στα χέρια του βαστούσ’ έναν σταυρό.—Μπήκαν κατόπι μες στην κάμαρητέσσαρες Χριστιανοί ιερείς, κι έλεγαν προσευχέςενθέρμως και δεήσεις στον Ιησούν,30ή στην Μαρίαν (δεν ξέρω την θρησκεία τους καλά).
Γνωρίζαμε, βεβαίως, που ο Μύρης ήταν Χριστιανός.Από την πρώτην ώρα το γνωρίζαμε, ότανπρόπερσι στην παρέα μας είχε μπει.Μα ζούσεν απολύτως σαν κι εμάς.35Απ’ όλους μας πιο έκδοτος στες ηδονές·σκορπώντας αφειδώς το χρήμα του στες διασκεδάσεις.Για την υπόληψι του κόσμου ξένοιαστος,ρίχνονταν πρόθυμα σε νύχτιες ρήξεις στες οδούςόταν ετύχαινε η παρέα μας40να συναντήσει αντίθετη παρέα.Ποτέ για την θρησκεία του δεν μιλούσε.Μάλιστα μια φορά τον είπαμεπως θα τον πάρουμε μαζί μας στο Σεράπιον.Όμως σαν να δυσαρεστήθηκε45μ’ αυτόν μας τον αστεϊσμό: θυμούμαι τώρα.Α κι άλλες δυο φορές τώρα στον νου μου έρχονται.Όταν στον Ποσειδώνα κάμναμε σπονδές,τραβήχθηκε απ’ τον κύκλο μας, κι έστρεψε αλλού το βλέμμα.Όταν ενθουσιασμένος ένας μας50είπεν, Η συντροφιά μας να ’ναι υπότην εύνοιαν και την προστασίαν του μεγάλου,του πανωραίου Απόλλωνος — ψιθύρισεν ο Μύρης(οι άλλοι δεν άκουσαν) «τη εξαιρέσει εμού».
Οι Χριστιανοί ιερείς μεγαλοφώνως55για την ψυχή του νέου δέονταν.—Παρατηρούσα με πόση επιμέλεια,και με τί προσοχήν εντατικήστους τύπους της θρησκείας τους, ετοιμάζοντανόλα για την χριστιανική κηδεία.60Κι εξαίφνης με κυρίευσε μια αλλόκοτηεντύπωσις. Αόριστα, αισθάνομουνσαν να ’φευγεν από κοντά μου ο Μύρης·αισθάνομουν που ενώθη, Χριστιανός,με τους δικούς του, και που γένομουν65ξένος εγώ, ξένος πολύ· ένιωθα κιόλαμια αμφιβολία να με σιμώνει: μήπως κι είχα γελασθείαπό το πάθος μου, και πάντα τού ήμουν ξένος.—Πετάχθηκα έξω απ’ το φρικτό τους σπίτι,έφυγα γρήγορα πριν αρπαχθεί, πριν αλλοιωθεί70απ’ την χριστιανοσύνη τους η θύμηση του Μύρη.
(Πρόκειται για ποίημα που γράφτηκε με αφορμή το μαρμάρινο γλυπτό του Κωνσταντίνου Σεφερλή «Η Βόρειος Ήπειρος» (1951) που βρίσκεται στην Πλατεία Τοσίτσα της Αθήνας, στο πάρκο μεταξύ Πολυτεχνείου και Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείο. Στο ποίημα η παράσταση της αλυσοδεμένης γυναίκας προσλαμβάνεται όχι ως ιστορική και εθνική αλληγορία, αλλά ως σύμβολο της κοινωνικής καταπίεσης του γυναικείου φύλου, επίκαιρη μέχρι και σήμερα).
Θα μας δοθεί το χάρισμα και η μοίρανα πάμε να πεθάνουμε μια νύχταστο πράσινο ακρογιάλι της πατρίδας;
Γλυκά θα κοιμηθούμε σαν παιδάκιαγλυκά. Κι απάνωθέ μας θε να φεύγουν,στον ουρανό, τ’ αστέρια και τα εγκόσμια.
Θα μας χαϊδεύει ως όνειρο το κύμα.Και γαλανό σαν κύμα τ’ όνειρό μαςθα μας τραβάει σε χώρες που δεν είναι.
Αγάπες θα ’ναι στα μαλλιά μας οι αύρες,η ανάσα των φυκιών θα μας μυρώνει,και κάτου απ’ τα μεγάλα βλέφαρά μας,χωρίς ναν το γρικούμε, θα γελάμε.Τα ρόδα θα κινήσουν απ’ τους φράχτες,και θά ’ρθουν να μας γίνουν προσκεφάλι.Για να μας κάνουν αρμονία τον ύπνο,θ’ αφήσουνε τον ύπνο τους αηδόνια.Γλυκά θα κοιμηθούμε σαν παιδάκιαγλυκά.
Και τα κορίτσια του χωριού μας,αγριαπιδιές, θα στέκουνε τριγύρωκαι, σκύβοντας, κρυφά θα μας μιλούνεγια τα χρυσά καλύβια, για τον ήλιοτης Κυριακής, για τις ολάσπρες γάστρες,για τα καλά τα χρόνια μας που πάνε.
Το χέρι μας κρατώντας η κυρούλα,κι όπως αργά θα κλείνουμε τα μάτια,θα μας δηγιέται —ωχρή— σαν παραμύθιτην πίκρα της ζωής. Και το φεγγάριθα κατεβεί στα πόδια μας λαμπάδα την ώρα που στερνά θα κοιμηθούμεστο πράσινο ακρογιάλι της πατρίδας.
Γλυκά θα κοιμηθούμε σαν παιδάκια που όλη τη μέρα εκλάψαν κι αποστάσαν.
Μόνικα Μελέκη Ηθοποιός -Σκηνοθέτης / Αζίς Νεσίν Σώπα μην μιλάς
Σώπα, μη μιλάς, είναι ντροπή κόψ’ τη φωνή σου, σώπασε κι επιτέλους αν ο λόγος είναι άργυρος η σιωπή είναι χρυσός.
Τα πρώτα λόγια, οι πρώτες λέξεις που άκουσα από παιδί έκλαιγα, γέλαγα, έπαιζα μού ‘λεγαν: «σώπα».
Στο σχολείο μού ‘κρυψαν την αλήθεια τη μισή και μού ‘λεγαν: «εσένα τι σε νοιάζει; σώπα!» Με φιλούσε το πρώτο αγόρι που ερωτεύτηκα και μού ‘λεγε: «κοίτα, μην πεις τίποτα, και…σώπα!» Κόψ’ τη φωνή σου, μη μιλάς, σώπαινε. Κι αυτό βάστηξε μέχρι τα είκοσί μου χρόνια. Ο λόγος του μεγάλου, η σιωπή του μικρού.
Έβλεπα αίματα στα πεζοδρόμια «τι σε νοιάζει, μού ‘λεγαν, θα βρεις το μπελά σου – τσιμουδιά, σώπα». Αργότερα φώναζαν οι προϊστάμενοι: «μη χώνεις τη μύτη σου παντού, κάνε πως δεν καταλαβαίνεις, και σώπα».
Παντρεύτηκα κι έκανα παιδιά και τα ‘μαθα να σωπαίνουν. Ο άντρας μου ήταν τίμιος κι εργατικός κι ήξερε να σωπαίνει. Είχε μάνα συνετή που του έλεγε «σώπα». Στα χρόνια τα δίσεχτα οι γείτονες με συμβούλευαν: «μην ανακατεύεσαι, πες πως δεν είδες τίποτα και σώπα». Μπορεί να μην είχαμε με δαύτους γνωριμία ζηλευτή μας ένωνε όμως το «σώπα».
Σώπα ο ένας, σώπα ο άλλος, σώπα οι επάνω, σώπα οι κάτω, σώπα όλη η πολυκατοικία και όλο το τετράγωνο. Σώπα οι δρόμοι οι κάθετοι κι οι δρόμοι οι παράλληλοι. Κατάπιαμε τη γλώσσα μας. Στόμα έχουμε και μιλιά δεν έχουμε. Φτιάξαμε το σύλλογο του «σώπα», και μαζευτήκαμε πολλοί, μια πολιτεία ολόκληρη, μια δύναμη μεγάλη αλλά μουγκή! Πετύχαμε πολλά και φτάσαμε ψηλά, μας δώσανε παράσημα κι όλα πολύ εύκολα, μόνο με το «σώπα». Μεγάλη τέχνη αυτή, το «σώπα». Μάθε το στα παιδιά σου, στη γυναίκα σου, στην πεθερά σου κι αν νιώθεις την ανάγκη να μιλήσεις, ξερίζωσε τη γλώσσα σου και κάν’ την να σωπάσει. Κόψ’την σύρριζα. Πέταχ ‘την στα σκυλιά. Το μόνο άχρηστο όργανο απ’ τη στιγμή που δεν το μεταχειρίζεσαι σωστά. Δεν θα ‘χεις έτσι εφιάλτες, τύψεις κι αμφιβολίες. Δεν θα ντρέπεσαι τα παιδιά σου και θα γλιτώσεις απ’ το βραχνά να μιλάς χωρίς να μιλάς να λες «έχετε δίκιο, είμαι με ‘σας».
Αχ, πόσο θα ‘θελα να μιλήσω ο κερατάς και δεν θα μιλάς, θα γίνεις φαφλατάς, θα σαλιαρίζεις αντί να μιλάς. Κόψε τη γλώσσα σου, κόψ’ την αμέσως. Δεν έχεις περιθώρια. Γίνε μουγκός. Αφού δε θα μιλήσεις, καλύτερα να το τολμήσεις κόψε τη γλώσσα σου.
Για να ‘σαι τουλάχιστον σωστός στα σχέδια και τα όνειρά μου ανάμεσα σε λυγμούς και παροξυσμούς κρατώ τη γλώσσα μου γιατί νομίζω πως θα ‘ρθει η στιγμή που δε θ’ αντέξω και θα ξεσπάσω και δε θα φοβηθώ και θα ελπίζω και κάθε στιγμή το λαρύγγι μου θα γεμίζω μ’ έναν φθόγγο μ’ έναν ψίθυρο μ’ ένα τραύλισμα με μια κραυγή
Τραγούδι με τις μοναδικές φωνές της Γεωργίας Καϊμακλιώτη και του Γιώργου Μιχαηλίδη. Δωρεάν κρασί και Ζιβανία.Κάθοδος Ξυλοπόδαρων με μαγευτικό show φωτιάς.Μαζορέτες της Αιμιλίας Σαλούτα.Τυμπανιστές Λάρνακας.Σχολή
Είναι ένα φωτεινό, όμορφο πλάσμα, που ασχολείται με τη μόδα από τότε που ήταν παιδί!Σπούδασε Fashion Design, αλλά η ζωή την οδήγησε στο χώρο του Μακιγιάζ
Οι εμφανίσεις της έχουν γίνει ο βασικός λόγος που πολλοί λάτρεις της νυχτερινής ζωής αποφασίζουν ξανά και ξανά να επισκέπτονται τα νυχτερινά κέντρα που εμφανιζεται.