Search
Close this search box.

Η Άλωση του Βυζαντίου, το τέλος μιας Αυτοκρατορίας

Πέρασαν 570 τόσα χρόνια από τότε …. Η ΑΛΩΣΗ ΤOY BYZANTIOY – Το Τέλος μιας Αυτοκρατορίας

Γράφει από το Λονδίνο
Ο Καθηγητής Ζαννέτος Τοφαλλής

Ο λαός μας τραγούδησε γιας αιώνες το δημοτικό τραγούδι της Αγιάς Σοφιάς που σήμερα ο τούρκικός θρησκευτικός φανατισμος θέλει να την κάνει τζαμί.

“Σημαίνει ο Θεός, σημαίνει η γη,
σημαίνουν τα επουράνια
σημαίνει κι η Αγιά Σοφιά, τα
ο μέγα Μοναστήρι,
Με τετρακόσια σήμαντρα
κι εξηνταδυό καμπάνες.
Κάθε καμπάνα και παπάς,
κάθε παπάς και Διάκος.
Ψάλλει ζερβά ο Βασιλιάς,
δεξιά ο Πατριάρχης
κι απ’ την πολλή την ψαλμουδιά
εσειώνταν οι κολώνες
Να μπούνε στο Χερουβικό
και νάβγει ο Βασιλέας,
φωνή του ήρθε εξ ουρανού
κι απ’ Αρχαγγέλου στόμα:
Πάψετε το Χερουβικό
κι ας χαμηλώσουν τα’ άγια,
παπάδες πάρτε τα ιερά
κι εσείς κεριά σβηστείτε,
γιατί είναι θέλημα Θεού
η Πόλη να τουρκέψει.
Μον’ στείλτε λόγο στη Φραγκιά
να ‘ρθούν τρία καράβια
το ‘να να πάρει το Σταυρό
και τα’ άλλο το Βαγγέλιο,
το τρίτο το καλύτερο
την άγια τράπεζά μας,
μη μας την πάρουν τα σκυλιά
και μας την μαγαρίσουν.
Η Δέσποινα ταράχτηκε
και δάκρυσαν οι εικόνες.
Σώπασε κυρά Δέσποινα
και μην πολυδακρύζεις
πάλι με χρόνους με καιρούς,
πάλι δικά μας θάναι!…”

Ο μεγάλος Έλληνας ιστορικός Ηρόδοτος συμβούλευε τους αναγνώστες του με το «Όλβιος όστις της Ιστορίας έσχε μάθησιν», δηλαδή, “Ευτυχισμένος είναι αυτός που διδάχτηκε Ιστορία”.
Πολύ σοφό. Γιατί λαοί που γνωρίζουν το παρελθόν και κάνουν προσωπική κριτική, αυτοί μπορούν να επιζήσουν Και ένα παράδειγμα για μας τους Έλληνες η σημερινή μέρα. Πέρσαν τότε 570 χρόνια….

Η Άλωση της Κωνσταντινούπολης υπήρξε το αποτέλεσμα της πολιορκίας της βυζαντινής πρωτεύουσας, της οποίας Αυτοκράτορας ήταν ο  Κωνσταντίνος ΙΑ΄ Παλαιολόγος , από τον  οθωμανικό  στρατό, με επικεφαλής τον  Σ   Μωάμεθ Β΄. Η πολιορκία διήρκεσε από τις 6 Απριλίου έως την Τρίτη, 29 Μαΐου 1453 (Ιουλιανό ημερολόγιο). Η άλωση αυτή της  Κωνσταντινούπολης , σήμανε και το τέλος της υπερχιλιετούς  Βυζαντινής Αυτοκρατορίας.

Το Βυζάντιο ήταν ήδη εξασθενημένο και διαιρεμένο τους τελευταίους δύο αιώνες, σκιά της παλιάς Αυτοκρατορίας. Η Άλωση του 1204 από τους  Σταυροφόρους και αργότερα, μετά την επανάκτησή της το 1261, οι πολιτικές και θρησκευτικές έριδες, η αδυναμία βοήθειας από τη Δύση, η άσχημη οικονομική κατάσταση και η φυγή ανθρώπινου δυναμικού, οδήγησαν στη σταδιακή εξασθένηση και συρρίκνωση.

Η  κατάληψη της Καλλίπολης το 1354  από τους Οθωμανούς, η οποία έφερε ορδές φανατικών μουσουλμάνων πολεμιστών στην  Ευρώπη , σταδιακά κύκλωσε εδαφικά το Βυζάντιο, το οποίο έγινε το 1373 φόρου υποτελές στον Οθωμανό σουλτάνο. Έτσι, η Άλωση ήλθε ως φυσικό αποτέλεσμα και της αδιάκοπης επέκτασης της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας στην ευρύτερη περιοχή. Οι συγκρούσεις ήταν ιδιαίτερα άνισες υπέρ των Τούρκων, σε σημείο που να μνημονεύεται από τις πηγές το τετελεσμένο της έκβασης της πολιορκίας. Ιδιαίτερη μνεία γίνεται και στον ηρωισμό των πολιορκημένων και ιδιαίτερα του Αυτοκράτορα. Το γεγονός της πτώσης της «θεοφυλάκτου Πόλεως», άφησε βαθιά ίχνη στις πηγές της εποχής.

Απόρροια της Άλωσης ήταν η ανελέητη συνέχιση της εδαφικής προώθησης των Τούρκων στη Βόρεια Αφρική και στην Κεντρική Ευρώπη. Κατά τα τέλη του 17ου αιώνα η Οθωμανική Αυτοκρατορία έφτασε στο απόγειό της, απειλώντας τη  Βιέννη.

Πολλές φορές η Άλωση της Κωνσταντινούπολης χρησιμοποιείται από τους ιστορικούς ως γεγονός που σηματοδοτεί το τέλους του  Μεσαίωνα  και την έναρξη της  Αναγέννησης  και της  Εποχής των Ανακαλύψεων . Πολλοί μάλιστα εξ αυτών συμφωνούν στο ότι η μαζική μετακίνηση πολλών  Ελλήνων  από την Κωνσταντινούπολη στην Ιταλία λόγω της Άλωσης έπαιξε καθοριστικό ρόλο στη διαμόρφωση του περιεχομένου και της φιλοσοφίας που ακολούθησαν τα πρόσωπα της Αναγέννησης.

Οι διάφορες πηγές που περιγράφουν αναλυτικά τις τελευταίες στιγμές της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας προέρχονται από επιφανείς ιστορικούς της εποχής και είναι
καταγεγραμμένες σε διάφορες γλώσσες:  ελληνικά,  λατινικά,  ιταλικά,  σλάβικα,  τούρκικα. Οι τέσσερις κυριότερες ελληνικές πηγές ποικίλουν ιδιαίτερα ως προς την εκτίμηση των γεγονότων. Ο μοναδικός αυτόπτης μάρτυρας, επιφανής ιστορικός, αξιωματούχος και διπλωμάτης  Γεώργιος Σφραντζής , που έλαβε και ο ίδιος μέρος στην πολιορκία και ήταν στενός φίλος του Αυτοκράτορα, περιέγραφε τις τελευταίες ημέρες του Βυζαντίου με σκοπό την αποκατάσταση της τιμής του ηττημένου Κωνσταντίνου ΙΑ΄, της ταπεινωμένης του χώρας και της προσβεβλημένης  ορθόδοξης πίστης. Ο Μιχαήλ Κριτόβουλος, που είχε προσχωρήσει στο στρατόπεδο των Τούρκων, περιγράφει τα γεγονότα από το πρίσμα ενός υπηκόου της νέας Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, αν και ποτέ δεν επιτίθεται κατά των Ελλήνων συμπατριωτών του. Ο  Δούκας, υποστηρικτήςτης ένωσης των εκκλησιών, τονίζει την ανάγκη συνεργασίας του Βυζαντίου με τις
δυτικές δυνάμεις της εποχής. Μνημονεύει ιδιαίτερα τον  Γενουάτη Ιωάννη Ιουστινιάνη , ο οποίος θα συνεισφέρει στην άμυνα της πόλης για κάποιο χρονικό διάστημα. Τέλος, ο Λαόνικος Χαλκοκονδύλης  επιλέγει ως κύριο θέμα της ιστορίας του όχι το Βυζάντιο αλλά την Οθωμανική Αυτοκρατορία, τονίζοντας τη ραγδαία επέκτασή της. Το έργο του Χαλκοκονδύλη όμως είναι ιδιαίτερα γενικού χαρακτήρα και ο ίδιος δεν υπήρξε αυτόπτης μάρτυρας των γεγονότων.
Από τις Λατινικές πηγές ξεχωρίζει από τον  καρδινάλιο Ισίδωρο  η «Έκκληση προς όλους τους πιστούς του Χριστού» (Ad universos Christifideles de expugnatione Constantinopolis), ο οποίος μόλις που διέφυγε την αιχμαλωσία από τους Τούρκους.
Ο  Λεονάρδος ο Χίος , Λατίνος αρχιεπίσκοπος της Λέσβου, έστειλε μια έκθεση προς τον Πάπα, που παρουσιάζει τα γεγονότα της Άλωσης ως θεία τιμωρία των Βυζαντινών λόγω της απομάκρυνσής τους από την  Καθολική πίστη. Από τις σημαντικότερες πηγές είναι το «Ημερολόγιο της πολιορκίας της Κωνσταντινουπόλεως», του  Βενετού   Νικόλαο Μπάρμπαρο, που περιγράφει μέρα προς μέρα τις συγκρούσεις. Αξιόλογα έργα έχει να παρουσιάσει και η ρωσική γραμματεία. Τέλος, υπάρχουν και τουρκικές πηγές που παρουσιάζουν τα γεγονότα
από το πρίσμα του θριαμβεύοντος και νικηφόρου  Ισλάμ  και του εκπροσώπου του,
Μωάμεθ Β΄. Οι τουρκικές πηγές είναι εμπλουτισμένες και από θρύλους, σχετικούς με
την Κωνσταντινούπολη και τον  Βόσπορο.
Κατάσταση της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας (330 – 1453) Κατά τα 1.100 χρόνια ζωής της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, η Κωνσταντινούπολη είχε πολιορκηθεί αρκετές φορές, αλλά μόνο μία φορά είχε πέσει στα χέρια των εχθρών, το 1204 από τους  Σταυροφόρους  της  Δ΄ Σταυροφορίας . Μετά το 1204 στην πόλη εγκαθιδρύθηκε ένα αδύναμο  Λατινικό βασίλειο  και οι υπόλοιπες περιοχές της Αυτοκρατορίας είχαν διασπαστεί σε επί μέρους βασίλεια. Ένα από αυτά, η ελληνική  Αυτοκρατορία της Νίκαιας  κατάφερε να επικρατήσει στην περιοχή και να
ανακτήσει την Πόλη το 1261. Τους επόμενους δύο αιώνες, η εξασθενημένη Βυζαντινή Αυτοκρατορία δεχόταν συνεχείς επιθέσεις από  Λατίνους ,  Σέρβους , Βουλγάρους και ιδιαίτερα από τους Οθωμανούς Τούρκους.
Το 1453 στην Αυτοκρατορία ανήκαν εκτός από την ίδια την Κωνσταντινούπολη και τα περίχωρά της, το μεγαλύτερο τμήμα της  Πελοποννήσου, με επίκεντρο τον  Μυστρά. Η  Αυτοκρατορία της Τραπεζούντας , ένα ελληνικό κράτος που δημιουργήθηκε το 1204 στην άκρη της  Μικράς Ασίας  και κατάφερε να επιβιώσει όλο αυτό το διάστημα, αποτελούσε εντελώς ξεχωριστή από το Βυζάντιο πολιτική οντότητα.

Οι αντίπαλοι ηγέτες Μωάμεθ Β΄
Στο οθωμανικό στρατόπεδο, ο Μωάμεθ Β, το πραγματικό όνομα του οποίου είναι Μεχμέτ Β΄, είκοσι ενός μόλις ετών (το 1453), χαρακτήρας, όπως υποστηρίζει ο βυζαντινολόγος  Βασίλιεφ , ιδιαίτερα σκληροτράχηλος, φιλοπόλεμος, υπέκυπτε γενικά σε κατώτερα πάθη, ταυτόχρονα όμως έδειχνε ενδιαφέρον για την επιστήμη και τη μόρφωση, ενώ κατείχε και τα χαρίσματα του στρατηγού, του πολιτικού και του οργανωτή. Ο Γ. Σφραντζής αναφέρει ότι ασχολούνταν με ιδιαίτερο ζήλο με τις επιστήμες, παράλληλα έτρεφε ενδιαφέρον για την  αστρολογία, διάβαζε παραμύθια και μιλούσε εκτός από τουρκικά και άλλες πέντε γλώσσες. Οι μουσουλμανικές πηγές
εξυμνούν την ευσέβειά του και την προστασία που παρείχε στους ομοθρήσκους του
λογίους.
Η επιθυμία να κατακτήσει την Κωνσταντινούπολη είχε γίνει έμμονη ιδέα για τον νεαρό σουλτάνο: διασώζεται ότι έμενε άυπνος για συνεχείς νύχτες, χαράσσοντας στο χαρτί το σχέδιο της πόλης και σημειώνοντας τα σημεία που μπορούσαν να προσβληθούν ευκολότερα. Αφού αποφάσισε να δώσει το τελικό χτύπημα στην Πόλη, ο Μωάμεθ άρχισε να εργάζεται με εξαιρετική προσοχή. Πρώτα έκτισε, στα βόρεια της πόλης, στις ευρωπαϊκές ακτές του  Βοσπόρου , στο πιο στενό σημείο του, ένα ισχυρό φρούριο, το  Ρούμελι Χισάρ  (ή Μπογάζ Κεσέν, στα τουρκικά «Λαιμοκόφτης»). Τα  κανόνια  που τοποθετήθηκαν εκεί ήταν ό,τι πιο προηγμένο είχε
να επιδείξει η πολεμική τεχνολογία της εποχής. Αυτή η ενέργεια προκάλεσε ιδιαίτερη ανησυχία στους Βυζαντινούς, που πίστεψαν πια ότι πλησιάζει το τέλος τους. Το οχυρωματικό αυτό έργο απέκοπτε, σε συνδυασμό με το προϋπάρχον οχυρό στην απέναντι ασιατική ακτή ( Ανατολού-χισάρ ), τη θαλάσσια επικοινωνία της Κωνσταντινούπολης με τα λιμάνια του  Εύξεινου πόντου , στερώντας έτσι πολύτιμες ενισχύσεις και εφόδια για την πόλη [6] . Αμέσως μετά, ο Μωάμεθ Β΄ έστειλε τον Τουραχάν μπέη να εισβάλει στις βυζαντινές περιοχές της Πελοποννήσου, για να
εμποδίσει την αποστολή ενισχύσεων από τους αδελφούς του Κωνσταντίνου, οι οποίοι διοικούσαν το Δεσποτάτο του Μυστρά.

Κωνσταντίνος ΙΑ΄ Παλαιολόγος
Η περιοχή που αναγνώριζε την εξουσία του τελευταίου Βυζαντινού Αυτοκράτορα, περιοριζόταν στην Κωνσταντινούπολη, με τις πλησιέστερες προς αυτήν εκτάσεις της  Θράκης, καθώς και το μεγαλύτερο μέρος της  Πελοποννήσου  (Μορέως), η οποία βρίσκονταν μακριά από τη βασιλεύουσα και κάτω από την ουσιαστική κυριαρχία των αδελφών του Αυτοκράτορα.
Ο Κωνσταντίνος ΙΑ΄ κατέβαλε γενναιόδωρες προσπάθειες να περισώσει από την Αυτοκρατορία ό,τι ήταν δυνατό, ο ίδιος ως χαρακτήρας διακρινόταν για την ενεργητικότητα και την ανδρεία του. Ένας Ιταλός ανθρωπιστής, ο  Φραντσέσκο Φίλελφο , τον χαρακτηρίζει ως άνθρωπο «με ευσεβές και ανώτερο πνεύμα». Πολλοί ερευνητές υποστηρίζουν ότι ο βυζαντινός Αυτοκράτορας κατέβαλε κάθε δυνατή προσπάθεια σε αυτόν τον άνισο αγώνα, μετέφερε στην πόλη όλες τις ποσότητες σιτηρών που ήταν δυνατόν να συγκεντρωθούν και επισκεύασε τα τείχη της πόλης. Η
είσοδος του  Κεράτιου κόλπου  κλείσθηκε με βαριά αλυσίδα, όπως συνέβαινε κάθε
φορά σε επικείμενες καταστάσεις πολιορκίας για να αποτραπεί η διείσδυση του εχθρικού στόλου. Η φρουρά της πόλης όμως μόλις έφθανε τις λίγες χιλιάδες.
Ο Αυτοκράτορας στράφηκε για βοήθεια και προς τα κράτη της  Δύσης. Τελικά σοβαρές στρατιωτικές ενισχύσεις δεν κατέφθασαν ποτέ στην πόλη. Αντί για στρατιωτική βοήθεια στην Κωνσταντινούπολη έφθασε ένας καρδινάλιος, ελληνικής καταγωγής, ο Ισίδωρος, που είχε λάβει παλαιότερα μέρος στη  Σύνοδο της Φλωρεντίας. Ο Ισίδωρος τέλεσε και μια λειτουργία στην  Αγία Σοφία , το γεγονός αυτό όμως προκάλεσε μεγάλη αναταραχή μεταξύ των ανθενωτικών της πόλης και αποδοκιμασία του Παλαιολόγου. Ένας από τους ιστορικούς τής Αλώσεως, ο  Δούκας ,
ο οποίος ήταν σύγχρονος των γεγονότων, παρέθεσε τα εξής λόγια ενός ανθενωτικού
Βυζαντινού ευγενούς: Κρειττότερόν ἐστίν εἰδέναι ἐν μέσῃ τῇ πόλει φακιόλιον βασιλεῦον Τούρκων ἣ καλύπτραν Λατινικήν.

Ο Οθωμανικός στρατός
Σύμφωνα με νεότερους ιστορικούς τα τακτικά στρατεύματα πρέπει να έφταναν τους 35.000-45.000 στρατιώτες, οι οποίοι συγκεντρώθηκαν από τις ευρωπαϊκές και ασιατικές επαρχίες [9] . Σε αυτούς συμπεριλαμβάνονταν το επίλεκτο σώμα 11.000  γενιτσάρων και αρκετοί χριστιανοί υποτελείς των Οθωμανών. Το στράτευμα συνίστατο σε πεζικό,  ιππικό,  πυροβολικό. Επίσης υπήρχαν ελαφρά σώματα από τοξότες, σφενδονιστές και ακοντιστές. Όλοι οι πολεμιστές ήταν πολύ καλά εξοπλισμένοι με κάθε είδους όπλο, αμυντικό ή επιθετικό και έφεραν ασπίδες, επενδυμένες με σίδερο, κράνη, τόξα και βέλη, ξίφη και οτιδήποτε άλλο θεωρούνταν κατάλληλο για τειχομαχία. Ο στρατός ήταν άριστα εκπαιδευμένος και οργανωμένος και επικρατούσε μεγάλος ενθουσιασμός. Ο οθωμανικός στρατός φαινόταν πολύ μεγαλύτερος γιατί τον ακολουθούσε μεγάλος αριθμός από επικουρικό προσωπικό.
Επί πλέον είχαν συγκεντρωθεί ατελείωτα πλήθη Τούρκων ατάκτων, που τους προσέλκυσε η προοπτική της λεηλασίας. Επίσης πολυάριθμοι φανατικοί μουσουλμάνοι μοναχοί (δερβίσηδες) και ιερωμένοι κυκλοφορούσαν ανάμεσα στους στρατιώτες και με κηρύγματα τόνωναν την πολεμική ορμή τους.
Ο Μωάμεθ γνώριζε ότι χωρίς να μπορέσει πρώτα να ελέγξει τη θαλάσσια περιοχή της πόλης πολύ δύσκολα θα κατάφερνε την άλωση της μόνο από την ξηρά. Γι΄ αυτό αποφάσισε να δημιουργήσει ένα ισχυρό στόλο που αποτελούνταν από 6 τριήρεις (οι οποίες αντί για τρεις παράλληλες σειρές κωπήλατων που είχαν οι αρχαίες, αυτές είχαν μία με τρεις κωπηλάτες), 10 διήρεις, περίπου 15 γαλέρες, περίπου 70  φούστες, 20 παραντάρια και έναν άγνωστο αριθμό από καΐκια και κότερα. Το μέγεθός του πρέπει να έφτανε τις 150 μονάδες. Ο σουλτάνος προσωπικά επέλεξε με προσοχή τους αξιωματικούς που θα τον στελέχωναν, ενώ ως διοικητή του επέλεξε έναν Βούλγαρο εξωμότη, τον Σουλεϊμάν Μπαλτόγλου.
Όμως εκεί πού έδωσε τη μεγαλύτερη προσοχή ο σουλτάνος ήταν στην κατασκευή πυροβόλων που θα μπορούσαν να καταστρέψουν τα ισχυρά τείχη που προστάτευαν την Κωνσταντινούπολη. Ο Μωάμεθ Β΄ υπήρξε ο πρώτος στρατιωτικός ηγέτης που είχε στη διάθεσή του πραγματικά οργανωμένο πυροβολικό. Ο άνθρωπος που το αναβάθμισε και το έκανε το καλύτερο της εποχής του ήταν ένας επιδέξιος τεχνίτης, ο Ουρβανός, ο οποίος ήταν ουγγρικής ή σαξονικής καταγωγής . Το μεγαλύτερο πυροβόλο που έφτιαξε ο Ουρβανός είχε μήκος 8 μέτρα και εκτόξευε πέτρινα βλήματα βάρους περίπου 400 κιλών. Συνολικά το οθωμανικό πυροβολικό είχε 70 πυροβόλα από τα οποία τα 11 εκτόξευαν βλήματα 250 κιλών και πάνω από 50 χρησιμοποιούσαν βλήματα 100 κιλών. Με αυτά ο Μωάμεθ σχημάτισε 14 πυροβολαρχίες, 9 από τις οποίες περιλάμβαναν μικρότερου διαμετρήματος πυροβόλα και 5 που περιλάμβαναν
τα μεγαλύτερα πυροβόλα. Ο ιστορικός Κριτόβουλος χαρακτηριστικά αναφέρει ότι οι υπόνομοι και οι υπόγειοι διάδρομοι που άνοιγαν οι Τούρκοι κάτω από τα τείχη αποδείχθηκαν εντελώς περιττοί, καθώς τα κανόνια έδωσαν τη λύση στο θέμα. Ακόμη και μέχρι τα τέλη του 19ου αιώνα ήταν ορατά σε πολλά σημεία της πόλης τα τεράστια βλήματα που βρίσκονταν στην ίδια θέση που είχαν πέσει το 1453.

Οι υπερασπιστές της Κωνσταντινούπολης
Σχετικά με τον στρατό των αμυνόμενων, εγκυρότερη θεωρείται η αναφορά του Σφραντζή, ο οποίος ανέλαβε την καταμέτρηση των δυνάμεων κατ’ εντολή του αυτοκράτορα. Ο Σφραντζής αναφέρει 4.937 βυζαντινούς και περίπου 2000 ξένους.
Από τους ξένους ξεχωρίζαν οι 700 κατάφρακτοι στρατιώτες που έφθασαν στη βυζαντινή πρωτεύουσα τον Ιανουάριο του 1453 με δύο γενουάτικα πλοία.
Ο  Κωνσταντίνος ΙΑ΄ Παλαιολόγος  απένειμε στον αρχηγό τους  Ιωάννη Ιουστινιάνη Λόνγκο , έμπειρο πολεμιστή, τον τίτλο του  πρωτοστάτορος  (αρχιστρατήγου) και του ανέθεσε την άμυνα της πόλης. Σε κάθε περίπτωση ο συνολικός αριθμός δεν πρέπει να υπερέβαινε τους 8.500.
Οι βυζαντινοί διέθεταν και πυροβολικό, μικρότερο σε μέγεθος διαμετρημάτων σε σχέση με το οθωμανικό. Χρησιμοποιήθηκε κυρίως στις πρώτες μέρες τις πολιορκίας και μετά σίγησε λόγω της ελάχιστης ποσότητας πυρίτιδας και βλημάτων, αλλά και τις διαφωνίας στον τρόπο χρήσης αυτών των όπλων.
Στην αρχή τις πολιορκίας υπήρχαν στον  Κεράτιο κόλπο  26 πλοία πολεμικά. Από αυτά 10 ανήκαν στο Βυζάντιο, 5 ήταν βενετικά, 5 γενοβέζικα, 3 κρητικά, 1 από την  Ανκόνα , 1 από την  Καταλωνία  και 1 από την  Προβηγκία. Υπήρχαν επίσης μικρότερα σκάφη και εμπορικά πλοία των Γενοβέζων που ήταν ελλιμενισμένα στο Πέραν.
Στις 28 Μαΐου συντελέστηκε μεγάλη ακολουθία στην  Αγία Σοφία, η τελευταία χριστιανική ακολουθία που πραγματοποιήθηκε στην περίφημη εκκλησία της πόλης, την οποία παρακολούθησε πλήθος αξιωματούχων και πιστών. Ο Κωνσταντίνος ΙΑ΄ σε λόγο προς τον λαό του, όπως τον διασώζει ο Σφραντζής, τον προέτρεψε να αντισταθεί γενναία, λέγοντας ότι οι Τούρκοι «υποστηρίζονται από όπλα, ιππικό, πυροβολικό και την αριθμητική τους υπεροχή, εμείς όμως στηριζόμεθα πρώτα στον Θεό και Σωτήρα μας και κατόπιν στα χέρια μας και στη δύναμή μας που μας έχει χαρίσει ο ίδιος ο Θεός». Ο Κωνσταντίνος ολοκλήρωσε την ομιλία του ως εξής:
…Γνωρίσατε λοιπόν τούτο: Εάν ειλικρινά υπακούσετε ό,τι σας διέταξα, ελπίζω ότι, με τη βοήθεια του Θεού, θα αποφύγουμε τη δίκαιη τιμωρία Του, που κρέμεται επάνω μας.
Την Τρίτη το βράδυ, 29 Μαΐου, μεταξύ 01.00 και 02.00, εκδηλώθηκε γενική τουρκική επίθεση. Μόλις δόθηκε το σύνθημα η πόλη υπέστη συνδυασμένη επίθεση από τρεις πλευρές συγχρόνως. Οι Βυζαντινοί κατάφεραν να αποκόψουν τις υπόγειες σήραγγες απ’ όπου οι Τούρκοι προσπάθησαν να περάσουν κάτω από τα τείχη. Παρόλο που στις επιθέσεις ήταν περισσότεροι αριθμητικά, οι Βυζαντινοί τους απώθησαν αρκετές φορές προκαλώντας τους τρομερές απώλειες. Οι δύο πρώτες επιθέσεις αποκρούστηκαν. Όμως ο Μωάμεθ Β΄ οργάνωσε πολύ προσεκτικά την τρίτη και τελευταία επίθεση. Με ιδιαίτερη επιμονή οι Τούρκοι επιτέθηκαν κατά του μέρους των τειχών το οποίο ήταν κοντά στην πύλη του Αγίου Ρωμανού (Πέμπτον), όπου
πολεμούσε και ο ίδιος ο Αυτοκράτορας. Ένας από τους κύριους υπερασπιστές της πόλης, ο Γενουάτης Ιουστινιάνης, τραυματίστηκε σοβαρά και αναγκάστηκε να εγκαταλείψει τον αγώνα. Αυτή η απώλεια υπήρξε ανεπανόρθωτη για τους Βυζαντινούς. Ωστόσο, ακόμα και μετά από αυτή την επιτυχία, οι Οθωμανοί αδυνατούσαν να διεισδύσουν στην Πόλη. Στα τείχη, όμως, δημιουργούνταν συνεχώς ρήγματα και ο Αυτοκράτορας, πολεμώντας ως απλός στρατιώτης, έπεσε στη μάχη.
Δεν υπάρχουν ακριβείς πληροφορίες για τον θάνατο του και για τον λόγο αυτό ο θάνατός του έγινε γρήγορα θέμα ενός θρύλου που έχει συσκοτίσει την ιστορική πραγματικότητα. Σύμφωνα με τη  λαϊκή παράδοση , οι Τούρκοι δεν κατάφεραν να σπάσουν τη γραμμή άμυνας των τειχών, παρά μόνο όταν από εσωτερική προδοσία μπήκαν από την  Κερκόπορτα  και περικύκλωσαν τους αμυνόμενους.
Η πολιορκία κράτησε σχεδόν 2 μήνες και, τελικά, ο σημαντικά ισχυρότερος Μωάμεθ κατέλαβε την Κωνσταντινούπολη την Τρίτη  29 Μαΐου 1453  ( αποφράς ημέρα ). Μετά τον θάνατο του Κωνσταντίνου οι Τούρκοι όρμησαν μέσα στην πόλη, αρχίζοντας μαζικές λεηλασίες. Ένα μεγάλο πλήθος πολιτών κατέφυγε στην Αγία Σοφία, ελπίζοντας να βρει εκεί ασφάλεια. Αλλά οι Τούρκοι διέρρηξαν την κεντρική πύλη και όρμησαν μέσα στην εκκλησία όπου έσφαξαν το πλήθος. Την ημέρα της πτώσης της Κωνσταντινούπολης, ή πιθανόν την επόμενη, ο Σουλτάνος εισήλθε επίσημα στην πόλη και πήγε στην Αγία Σοφία, όπου και προσευχήθηκε. Κατόπιν ο Πορθητής
εγκαταστάθηκε στα αυτοκρατορικά ανάκτορα των  Βλαχερνών.
Όπως παραδίδει ο Σφραντζής, δόθηκε διαταγή για τριήμερη λεηλασία της πόλης.
Άλλες πηγές αναφέρουν πως ουσιαστικά η λεηλασία έπαυσε μετά την πρώτη ημέρα.
Ο ιστορικός  Δούκας  αναφέρει πως ο σουλτάνος επιφύλαξε για τον εαυτό του τα οικοδομήματα και τα τείχη της πόλης, αφήνοντας τα υπόλοιπα αγαθά, τους αιχμαλώτους και τα λάφυρα στη διάθεση των στρατευμάτων. Ο άμαχος πληθυσμός της Κωνσταντινούπολης θανατωνόταν χωρίς διάκριση. Οι εκκλησίες με επικεφαλής την Αγία Σοφία, καθώς και τα μοναστήρια με όλο τους τον πλούτο λεηλατήθηκαν και βεβηλώθηκαν, ενώ οι ιδιωτικές περιουσίες έγιναν αντικείμενο αρπαγής και λαφυραγωγίας. Κατά τη διάρκεια αυτών των ημερών χάθηκαν αναρίθμητοι πολιτιστικοί θησαυροί. Πολύτιμα βιβλία κάηκαν, κομματιάστηκαν ή πουλήθηκαν σε
εξευτελιστικές τιμές. Ο ιστορικός  Κριτόβουλος , που ανήκε στο οθωμανικό στρατόπεδο, αναφέρει ότι δεν υπήρξε στοιχειώδης οίκτος κατά τις λεηλασίες και η πόλη ερημώθηκε ολοσχερώς.
Η Ορθόδοξη  Βυζαντινή Αυτοκρατορία  έπαψε πια να υφίσταται και στη θέση της ιδρύθηκε και αναπτύχθηκε η  Οθωμανική Αυτοκρατορία , της οποίας η πρωτεύουσα μεταφέρθηκε από την  Αδριανούπολη  στην  Κωνσταντινούπολη  όπου και μετονομάστηκε από τους Τούρκους Κονσταντινιγιέ. Το όνομα Ιστάνμπουλ προέκυψε αργότερα, από τη συμβίωση των δύο γλωσσών παρέμεινε όμως λαϊκό (από τη φράση εις την πόλιν) και παρέμεινε έδρα της Αυτοκρατορίας ως την οριστική
κατάλυσή της, το 1922 . Αντίθετα το  Πατριαρχείο Κωνσταντινούπολης  έλαμψε με την
ανάδειξη σε πατριάρχη του ανθενωτικού  Γεννάδιου Σχολάριου  καθ΄ υπόδειξη του
Μωάμεθ λαμβάνοντας από τον ίδιο και διάφορα πρόσθετα προνόμια μέχρι ακόμα και
οθωμανική φρουρά.
Πρώτος που φέρεται να προσπάθησε να συνεγείρει τους Ηγεμόνες της Δύσης για ανακατάληψη της Κωνσταντινούπολης από τους Χριστιανούς ήταν ο τότε  Μέγας Μάγιστρος  του  Τάγματος του Αγίου Ιωάννη των Ιεροσολύμων , που έδρευε την εποχή εκείνη στη Ρόδο, ο Ζαν ντε Λαστίκ  ο οποίος με γράμματά του στον Πάπα και σε όλους τους Ηγεμόνες τους εξόρκιζε να πάρουν τα όπλα και «να εκδικηθούν για το χριστιανικό αίμα που χύθηκε στην Κωνσταντινούπολη εξ αιτίας των Τούρκων αλλά και για τη σωτηρία της Ρόδου του ισχυρότατου αυτού προμαχώνα της χριστιανικής πολιτείας». Παράλληλα όμως υπήρχαν και πολλοί Έλληνες που διέτρεχαν την
Ευρώπη κηρύττοντας «ιερό πόλεμο» κατά των Τούρκων, μεταξύ αυτών ήταν ο  Ισίδωρος ο Πελοποννήσιος, ο  Βησσαρίων ο Τραπεζούντιος, ο  Ανδρόνικος ο Θεσσαλονικεύς  κ.ά., ενώ ο Ρόδιος λαϊκός στιχουργός  Εμμανουήλ Γεωργιλάς  απέδιδε το πνεύμα της εποχής σε ποιήματά του προτρέποντας τη Δύση να συνασπιστεί κατά των Τούρκων για την απελευθέρωση της Κωνσταντινούπολης, επειδή:
«Η Πόλις ήτον το σπαθί, / η Πόλις το κοντάρι.
Η Πόλις ήτον το κλειδί / της Ρωμανίας όλης
Κ΄ εκλείδωνε κ΄ εσφάλιζεν / όλην την Ρωμανίαν
Κ΄ όλον το Αρχιπέλαγος / εσφικτοκλείδωνέν το».

Η πτώση της Κωνσταντινούπολης μπορεί να σηματοδότησε την έναρξη της  Τουρκοκρατίας  στην  Ελλάδα , πλην όμως το σημαντικότερο: οδήγησε στον κολοφώνα της αναγέννησης των αρχαίων ελληνικών σπουδών που μεταλαμπαδεύτηκε στην Ιταλία αρχικά καθώς και στην υπόλοιπη Ευρώπη στη συνέχεια. Πόλεις όπως η  Βενετία, η  Φλωρεντία, η  Ρώμη  κ.ά. άνοιξαν την αγκαλιά τους στους πρόσφυγες βυζαντινούς λόγιους που εγκαταστάθηκαν σε αυτές
μεταφέροντας το πολύτιμο φορτίο της αρχαίας Ελλάδας, συμβάλλοντας έτσι στην ανάδειξη των νέων τάσεων κυρίως του  ουμανισμού  που έφερνε ο νέος αιώνας (15ος αιώνας).

Θρύλοι και παραδόσεις
Ο τρόπος που θυσιάστηκε ο τελευταίος Αυτοκράτορας, καθώς και ότι δεν διασώθηκαν πληροφορίες για τις τελευταίες στιγμές του στο πεδίο της μάχης, αποτέλεσαν πηγή έμπνευσης για ποικίλους θρύλους με κυριότερο αυτόν του «μαρμαρωμένου βασιλιά» που περιμένει τη στιγμή να ανακτήσει την Πόλη και την Αυτοκρατορία του.
Μια λαϊκή χριστιανική παράδοση, αναφέρει ότι τη στιγμή που διέρρηξαν οι Τούρκοι την πύλη της Αγίας Σοφίας τελούνταν η θεία λειτουργία και ο ιερέας τη στιγμή που είδε τους μουσουλμάνους να ορμούν στο πλήθος των πιστών, εισήλθε και εξαφανίσθηκε μέσα στον τοίχο, πίσω από το  Άγιο Βήμα , που άνοιξε μπροστά του κατά τρόπο θαυμαστό. Λέγονταν ότι όταν η Κωνσταντινούπολη θα επανέλθει στα χέρια των Χριστιανών, ο ιερέας θα βγει από τον τοίχο για να συνεχίσει τη λειτουργία. Ένας άλλος θρύλος λέει ότι ο αυτοκράτορας Κωνσταντίνος στο ένα
του χέρι είχε έξι δάχτυλα και αν βρεθεί κάποιος Έλληνας που έχει έξι δάχτυλα τότε θα ανακτήσει (ο Κωνσταντίνος) την Πόλη και την αυτοκρατορία του.
Κατά τα τέλη του 19ου αιώνα, ο Αμερικάνος ιστορικός Ε. Α. Γκρόσβενορ αναφέρει ότι στη συνοικία  Αμπού Βέφα  στην Κωνσταντινούπολη, υπήρχε ένας χαμηλός ανώνυμος τάφος τον οποίο οι Έλληνες τιμούσαν ως τάφο του Κωνσταντίνου και τον χρησιμοποιούσαν κρυφά ως τόπο προσευχής. Όμως η Οθωμανική Κυβέρνηση επενέβη εκείνη την εποχή επιβάλλοντας ποινές και ερημώνοντας το μέρος.

Η Άλωση της Άλωσης από τη διεθνή και νεοελληνική ιστοριογραφία
Η Άλωση της Κωνσταντινούπολης του 1453 αποτέλεσε ένα από τα γεγονότα- ορόσημα της Παγκόσμιας Ιστορίας τα οποία σηματοδοτούσαν τη μετάβαση από τη μεσαιωνική εποχή έως τους νεώτερους χρόνους, σύμφωνα και με την τριμερή διάκριση του Κριστόφ Σελάριους με το έργο του Historia Medii Aevi.
Η πρόσληψη και ενσωμάτωση της Άλωσης από την ιστοριογραφία του 19ου αιώνα ακολουθεί την ενσωμάτωση του Βυζαντίου και της Βυζαντινής ιστορικής περιόδου. Οι προϋποθέσεις αφομοίωσής της ήταν μεταξύ άλλων, η θρησκευτική της σημασία, κάτι που έβρισκε υποδοχές στη λαϊκή κουλτούρα. Μπορούσε να γίνει ένα απτό σύμβολο στα πλαίσια συγκρότησης της εθνικής ιδεολογίας. Έτσι γινόταν αντιληπτή ως πτώση της βασιλείας των Ορθοδόξων. Εθνικοποιείται επειδή η Κωνσταντινούπολη αποτελούσε το πιο σημαντικό κέντρο της Ανατολής
και επομένως κεντρικό σημείο στα πλαίσια της υλοποίησης της  Μεγάλης Ιδέας.
Ο  Σπυρίδων Ζαμπέλιος  στην εκτεταμένη εισαγωγή του στο έργο του Άσματα Δημοτικά της Ελλάδος, δεν επικεντρώνεται στους εσωτερικούς παράγοντες παρακμής της αυτοκρατορίας, αλλά στην άπληστη καθολική Δύση, η οποία από το 1204 συνέβαλε στην παρακμή της αυτοκρατορίας. Τελικά η Θεία Πρόνοια επέλεξε τον Οθωμανό κατακτητή ώστε να σωθεί από τους Καθολικούς δυνάστες. Σε αυτό το σημείο συμφωνεί και ο  Κωνσταντίνος Παπαρρηγόπουλος, χωρίς όμως να υιοθετεί και τη φιλοσοφική θεώρηση του Ζαμπέλιου.
Διάφοροι άλλοι εκπρόσωποι της ρομαντικής ιστοριογραφικής τάσης, όπως ο Αλέξανδρος Πασπάτης,  Κωνσταντίνος Σάθας,  Σπυρίδων Λάμπρος,  Αδαμάντιος Αδαμαντίου ,  Βασίλειος Μυστακίδης,  Θεοδόσιος Βενιζέλος,  Αθανάσιος Βερναρδάκης ,  Κωνσταντίνος Άμαντος  εμπλουτίζουν το αντιδυτικό ερμηνευτικό τους σχήμα με αναφορές σε προδοτικές ενέργειες των Λατίνων (π.χ. η αλλαγή στρατοπέδου του Ουρβανού του τεχνίτη που κατασκεύασε το κανόνι, η βοήθεια των Γενουατών του Γαλατά στους Τούρκους, η λιποψυχία του Ιουστινιάνη). Οι ιστορικοί αυτοί επέλεγαν το λεγόμενο Majus χρονικό του  Γεώργιου Σφρατζή  -ένα συμπίλημα συνταγμένο στα 1573-1575 από τον Μακάριο Μελισσηνό- με έντονα θρησκευτικό χαρακτήρα και διαπνεόμενο από την αντίληψη πως ο Θεός κατευθύνει τις τύχες του κόσμου χρησιμοποιώντας τους ανθρώπους και ακόμα και τους Τούρκους για να εκπληρώσει τους σκοπούς του.
Αυτή είναι η μοίρα του Γένους μας. Ενωμένοι κάνουμε θαυματα. Διαιρεμένοι καταστρεφόμαστε!

ΖΑΝΝΕΤΟΣ ΤΟΦΑΛΛΗΣ
Λονδίνο,Μάιος 2023

Share:

Facebook
Twitter
Pinterest
LinkedIn
On Key

Related Posts

Οι βουλευτές Λάρνακας στέλνουν τις δικές τους Χριστουγεννιάτικες ευχές μέσα από το SkalaTimes, για τη Λάρνακα και όλο το κόσμο!

SkalaTimes Το SkalaTimes ζήτησε από τους Βουλευτές Λάρνακας Πρόδρομο Αλαμπρίτη (ΔΗΣΥ), Ανδρέα Πασιουρτίδη (ΑΚΕΛ), Σωτήρη Ιωάννου (ΕΛΑΜ), Χρίστο Ορφανίδη (ΔΗΚΟ) και Ανδρέα Αποστόλου (ΕΔΕΚ), να

Δήμαρχοι, Αντιδήμαρχοι, Κοινοτάρχες, Επαρχίας Λάρνακας στέλνουν τις δικές τους ευχές μέσω του SkalaTimes

Από τους Τρούλλους μέχρι τη Δρομολαξιά, από Δημάρχους, Αντιδημάρχους, μέχρι κοινοτάρχες, το SkalaTimes ζήτησε να μας στείλουν τις δικές τους Χριστουγεννιάτικες ευχές μέσω του SkalaTimes!

Ο Πάτερ Λάζαρος μιλά στο SkalaTimes με αφορμή τα Χριστούγεννα αλλά και τα εγκάινια του εκκλησιαστικού μουσείου στην Παρεκκλησιά

“Να πλησιάσουμε όσο μπορούμε τον Χριστό. Να γιορτάσουμε Χριστούγεννα με τον Χριστό, όχι Χριστούγεννα χωρίς Χριστό. Πέρα από τα μελομακάρονα, τα πάρτι και τα δείπνα,

error: Content is protected !!