Η γνωστή και πολυσχιδής Ελληνίδα δημιουργός Λένα Κιτσοπούλου καταφθάνει στην Κύπρο προσκεκλημένη από τον Οργανισμό Λάρνακα 2030 για να παρουσιάσει το έργο της «Cry», μία διεθνή συμπαραγωγή με το θέατρο Saint Gervais της Γενεύης και πρόταση ενδεικτική του εκρηκτικού και ανευλαβούς θεάτρου που πρεσβεύει.
Η Ηθοποιός, σκηνοθέτης, συγγραφέας και μια από τις πιο επιδραστικές προσωπικότητες του σύγχρονου ελληνικού θεάτρου μίλησε στον “Φιλελεύθερο”.
Απόσπασμα από την συνέντευξη:
–Με ποιες σκέψεις παρουσιάζετε αυτή την παράσταση στην Κύπρο;
Δεν υπάρχει κάποιο ξεχωριστό νόημα που θα αγγίξει μόνο τους θεατές της Κύπρου. Aυτό ελπίζω τουλάχιστον, γιατί στόχος και προσπάθειά μου είναι τα έργα μου να αφορούν τους πάντες. Θα είναι χαρά μου να δω πώς λειτουργεί και με το κυπριακό κοινό. Το αντιμετωπίζω κι αυτό ως ένα ωραίο ταξίδι, όπως κάθε παραγωγή και κάθε παράσταση. Το συγκεκριμένο ταξίδι ουσιαστικά ξεκίνησε το 2018 από τη Γενεύη κι έκτοτε μεταλλάσσεται, εξελίσσεται. Βέβαια, με αφορμή το γεγονός ότι ερχόμαστε στην Κύπρο βάζουμε μέσα και μερικά στοιχεία που την αφορούν. Όταν έρθουμε εκεί για τις τελευταίες πρόβες, όλο και κάτι θα προστεθεί. Υποθέτω ότι ουσιαστικά το κοινό στην Κύπρο δεν το απασχολούν και τόσο διαφορετικά πράγματα σε σχέση με την Ελλάδα.
–Γιατί επιλέγηκε ο συγκεκριμένος τίτλος- «Cry»;
Είμαι γρήγορη στους τίτλους. Συνήθως εμπιστεύομαι αυτό που θα μου ‘ρθει πρώτο, το απλό. Εδώ ήθελα έναν τίτλο που να είναι λίγο πιο διεθνής. Εμένα μ’ αρέσει γιατί στα αγγλικά εμπεριέχει και το «κλάμα» και την «κραυγή». Έχει μια διττή σημασία. Παραπέμπει στον πόνο ή στην αντίδραση, στην απελπισία και σε μια συναισθηματική εκτόνωση.
–Υπάρχει ένα συγκεκριμένο θέμα που κατά βάθος σας απασχολεί αποκλειστικά και στο οποίο επιστρέφετε συνέχεια;
Ναι, νομίζω ότι ένα είναι. Αλλά είναι πολύ γενικό, τα περιέχει όλα. Είναι αυτό που λέμε «η ύπαρξη». Δηλαδή, το πώς ζούμε τη ζωή μας μέχρι να πεθάνουμε, γνωρίζοντας ότι θα πεθάνουμε. Την απολαμβάνουμε; Δεν την απολαμβάνουμε; Τη γιορτάζουμε; Τη θρηνούμε; Είναι υπαρξιακό το ζήτημα. Από εκεί και πέρα -επειδή συνηθίζω ν’ αλλάζω πράγματα μέχρι την τελευταία στιγμή- μπαίνουν μέσα ερεθίσματα από όσα ενίοτε μάς απασχολούν. Κατά προέκταση, με απασχολεί το πώς αδυνατούμε να είμαστε παρόντες στο «εδώ και τώρα» και συνεχώς αγωνιούμε, σκεφτόμαστε και λερώνουμε το μυαλό με σκέψεις για το τι θα γίνει ή τι έγινε ήδη.
Ολόκληρη η συνέντευξη εδώ