Η Καθαρά Δευτέρα είναι κινητή γιορτή, η οποία εξαρτάται από την ημερομηνία του Πάσχα. Συγκεκριμένα πέφτει κάθε χρόνο στο ξεκίνημα της 7ης εβδομάδας, δηλαδή 48 μέρες πριν το Ελληνορθόδοξο Πάσχα και προφανώς πάντοτε ημέρα Δευτέρα.
Την ημέρα αυτή ξεκινάει η Σαρακοστή για την Ορθόδοξη Εκκλησία, ενώ ταυτόχρονα σημαίνει το τέλος των Αποκριών. Η Καθαρά Δευτέρα ονομάστηκε έτσι γιατί οι Χριστιανοί «καθαρίζονται» πνευματικά και σωματικά. Είναι μέρα νηστείας αλλά και μέρα αργίας για τους Χριστιανούς. Η νηστεία διαρκεί 40 μέρες, όσες ήταν και οι μέρες νηστείας του Χριστού στην έρημο. Εορτάζεται 48 ημέρες πριν την Κυριακή της Ανάστασης του Χριστού, το χριστιανικό Πάσχα.
Έθιμα
Πέταγμα Χαρταετών
Λαγάνα και άλλα φαγητά της ημέρα
Η ημέρα της Καθαράς Δευτέρας, γιορτάζεται έντονα με διάφορα έθιμα και αποτελεί κατ’έθιμο αργία. Συνηθίζεται πανελλαδικά (και Κύπρο) να τρώγεται λαγάνα, δηλαδή άζυμο ψωμί που παρασκευάζεται μόνο εκείνη τη μέρα, ταραμάς, χαλβάς, θαλασσινά, λαχανικά, ελιές και φασολάδα χωρίς λάδι.
Κύρια έθιμα είναι το πέταγμα του χαρταετού, αλλά και το λεγόμενο Γαϊτανάκι, έθιμο που έφεραν από τη Μικρά Ασία οι πρόσφυγες στην Ελλάδα.
Στα Μεστά και στους Ολύμπους και στο Λιθί της Χίου, αναβιώνει το Έθιμο του Αγά με τις ρίζες του στην Τουρκοκρατία, όπου σε ένα θεατρικό ο Αγάς ως δικαστής, καταδικάζει με χιούμορ τους θεατές. Άλλο έθιμο με ρίζες στην Τουρκοκρατία είναι εκείνο της μεταμφίεσης κάποιου κατοίκου της Αλεξανδρούπολης σε Μπέη και της περιφοράς του στην πόλη μοιράζοντας ευχές. Οι κάτοικοι του Πόρου καθαρίζουν τα μαγειρικά σκευάσματά τους από τα λίπη των κρεάτων που καταναλώθηκαν τις Απόκριες σε ένα έθιμο που αποκαλείται ξάρτυσμα.
Σε ορισμένα χωριά της Κέρκυρας λαμβάνει μέρος ο Χορός των Παπάδων όπου οι ιερείς στήνουν χορό που ακολουθείται από τους γέροντες.
Στην Κάρπαθο οδηγούνται στο Λαϊκό Δικαστήριο Ανήθικων Πράξεων από τους Τζαφιέδες, δηλαδή τους χωροφύλακες, οι κάτοικοι που αντάλλαξαν απρεπείς χειρονομίες, ώστε να αποδοθεί δικαιοσύνη από τους σεβάσμιους της πόλης.
Το αλευρομουτζούρωμα στο Γαλαξίδι, όπου οι καρναβαλιστές πασαλείφονται με αλεύρι και χορεύουν κυκλικά. Στη Μεθώνη Μεσσηνίας γίνεται του Κουτρούλη ο γάμος, αναπαράσταση ενός πραγματικού γάμου του 14ου αιώνα,ενώ στη Νέδουσα οι αγρότες προσκαλούν την ευημερία με το αγροτικό καρναβάλι τους.
Στη Βόνιτσα ένας αχυρένιος ψαράς δεμένος σε γάιδαρο γυρνώντας μέσα από το χωριό καταλήγει σε μια φλεγόμενη βάρκα στο έθιμο του Αχυρένιου-Γληγοράκη,ενώ στη Θήβα λαμβάνει μέρος ο Βλάχικος γάμος όπου ξυρίζεται ο γαμπρός για να παντρευτεί κάποιον άντρα συγχωριανό του μεταμφιεσμένο σε νύφη.
Τέλος, οι Μουτζούρηδες στο Πολύσιτο Βιστωνίδας, μουτζουρώνουν με κάπνα τους επισκέπτες του χωριού.
Η μούττη της Σαρακοστής στην Κύπρο
Καθαρά Δευτέρα στην Κύπρο και τα παιχνίδια που παίζονται!
Η Καθαρά Δευτέρα για τους Κύπριους, σημαίνει εξόρμηση στα χωράφια, παιγνίδια, χαρταετοί, λαγάνες, ταχίνι, ταραμάς, λαχανικά, ελιές και άλλα φαγητά στα κάρβουνα χωρίς λάδι.
Μερικά από τα παιχνίδια που είναι έθιμο στο νησί μας να παίζονται την Καθαρά Δευτέρα είναι:
Οι αυγοδρομίες: Οι αυγοδρομίες παίζονται συνήθως από δύο ή περισσότερους παίκτες. Σύμφωνα με τους κανόνες του παιγνιδιού, οι παίκτες τρέχουν γύρω από ένα τραπέζι κρατώντας με τα δόντια τους ένα κουτάλι στο οποίο τοποθετούν ένα αυγό. Το παιγνίδι μπορεί επίσης να παιχθεί και σαν αγώνας δρόμου ανάμεσα στους παίκτες. Κερδίζει εκείνος που θα τερματίσει χωρίς να του πέσει το αυγό.
Ηδακκανούρα: Είναι γνωστή και ως «αυκωτήρα» επειδή στο παιγνίδι χρησιμοποιείται ένα ψημένο αυγό, συνήθως δεν είναι καθαρισμένο. Το παιγνίδι αυτό παιζόταν σε πολλές περιοχές της Κύπρου ιδιαίτερα στην Πάφο, στην Αραδίππου και στο Ριζοκάρπασο. Κερδισμένος έβγαινε εκείνος που κατάφερνε να πιάσει το αυγό με το στόμα του, χωρίς να το αγγίξει.
Το ζιννάπιν: Παίζεται με το διχαλωτό κοκαλάκι του κοτόπουλου. Πριν ξεκινήσει το παιγνίδι οι δύο παίκτες στοιχηματίζουν διάφορα. Μετά κρατώντας ο καθένας από ένα άκρο του «ζινναπιού», το τραβούν και το κόβουν. Εκείνος που θα πάρει το μεγαλύτερο κομμάτι κερδίζει. Αν ο ένας δώσει στον άλλο κάποιο αντικείμενο και ο δεύτερος ξεχάσει να πει «αθθυμούμαι» τότε ο πρώτος του λέει «γειά σου» και τον κερδίζει. Το παιγνίδι αυτό μπορεί να κρατήσει ώρες, μέρες ή και χρόνια.
Καμήλα: Αυτοί που παίζουν το παιχνίδι αυτό, σχηματίζουν μια μακριά σειρά ο ένας πίσω από τον άλλο. Δύο άλλοι παίχτες στέκονται απέναντι με τα χέρια ενωμένα και σηκωμένα ψηλά, ώστε να σχηματίζουν καμάρα. Αυτοί οι δυο παίρνουν από ένα χαρακτηριστικό χρώμα ή όνομα δέντρου. Όταν οι άλλοι περνούν κάτω από την καμάρα, οι δυο παίκτες κρατούν τον τελευταίο και τον ρωτούν τι χρώμα ή τι δέντρο προτιμά. Ανάλογα με την απάντηση στέκεται πίσω από τη ράχη του αντίστοιχου παίκτη. Το παιγνίδι συνεχίζεται μέχρι να ερωτηθεί και ο τελευταίος διαγωνιζόμενος. Με αυτό τον τρόπο σχηματίζονται δυο ομάδες οπότε το παιγνίδι μετατρέπεται σε διελκυστίνδα με τις δύο ομάδες να τραβιούνται με δύναμη, μέχρι να παρασυρθεί η μια ομάδα από την άλλη. Η νικήτρια ομάδα είναι εκείνη που θα μπορέσει να παρασύρει την άλλη προς το μέρος της.
Συκιά: Αυτοί που παίζουν το παιγνίδι αυτό καρφώνουν στη γη ένα ξύλο ή ένα σίδερο που υποτίθεται είναι μια συκιά με τους καρπούς της. Σε αυτό το ξύλο δένεται ένα μακρύ σχοινί που το κρατά ένας από τους διαγωνιζόμενους που ονομάζεται «συκάρης». Ο «συκάρης» αντιπροσωπεύει το φύλακα της συκιάς, που διαλαλεί τα σύκα της φωνάζοντας «σύκα, εδώ τα καλά σύκα». Γύρω από τον «συκάρη» λοιπόν, στέκονται οι υπόλοιποι διαγωνιζόμενοι που προσπαθούν να τον χτυπήσουν χωρίς αυτός να τους αγγίξει. Τα χτυπήματα που δίνουν στον «συκάρη», αντιπροσωπεύουν τα σύκα που του κλέβουν. Αν στη διάρκεια του παιγνιδιού καταφέρουν να του πάρουν και το σχοινί, τότε ο «συκάρης» τρώει ξύλο μέχρι να κατορθώσει να ξαναπάρει πίσω το σχοινί του. Σε μια τέτοια περίπτωση, οι άλλοι τραβούν πίσω, γιατί όταν ο «συκάρης» είναι ο κάτοχος του σχοινιού και αγγίξει με το χέρι του κάποιον, τον υποχρεώνει να αναλάβει αυτός την φρούρηση της.
Η καττόμουγια: Αυτοί που λαμβάνουν μέρος στο παιγνίδι αυτό, δένουν με ένα μαντίλι / ρούχο τα μάτια του παίκτη που ο κλήρος τον βγάζει πρώτο, για να παίξει τον ρόλο της «καττόμουγιας». Τον γυρίσουν μπροστά, πίσω, δεξιά και αριστερά, ώστε να χάσει τον προσανατολισμό του και τον αφήνουν στην μέση του χώρου όπου διεξάγετε το παιγνίδι και αρχίζουν να τον κτυπούν με τα χέρια ή το μαντίλι / ρούχο που κρατούν. Η «καττόμουγια» προσπαθεί στα τυφλά (αφού τα μάτια είναι δεμένα), να αρπάξει έναν από αυτούς που την κτυπούν. Στην περίπτωση που καταφέρει να αρπάξει κάποιον, της λύνουν τα μάτια και δίνουν την θέση της στον ηττημένο για να αρχίσει το παιγνίδι πάλι από την αρχή.