Search
Close this search box.

Επιμνημόσυνος λόγος της Υπουργού Γεωργίας, Αγροτικής Ανάπτυξης και Περιβάλλοντος δρος Μαρίας Παναγιώτου στο μνημόσυνο του Βάσου Λυσσαρίδη

Οι ηγέτες είναι άνθρωποι που γεννιούνται με λεύτερο πνεύμα, πορεύονται περήφανα και πεθαίνουν ένδοξα. Όχι για να χαραχθεί με ανάγλυφα γράμματα το όνομά τους στον βράχο της Ιστορίας, αλλά για να βρουν τη γαλήνη που θα χαλυβδώσει τα ιδανικά, τις αξίες τους και το καθήκον τους προς την πατρίδα.

Είναι μεγάλη η τιμή και βαρύ το φορτίο της ευθύνης που σήμερα αναλαμβάνω να εκφωνήσω τον επιμνημόσυνο λόγο μιας μορφής, που  σήκωσε στους ώμους της τους μεγαλύτερους αγώνες της σύγχρονης Ιστορίας του τόπου μας.

Κανένα συναξάρι δεν μπορεί να υφάνει το ατέρμονο πλέγμα της πορείας ενός από τους μεγαλύτερους ηγέτες του κυπριακού ελληνισμού.

Ο Βάσος Λυσσαρίδης απέδειξε με το βιός του πως το μέλλον γράφεται με το συνονθύλευμα καρδιάς και λεβεντιάς, με ήθος και αξίες, με έμπνευση την πίστη και την ελπίδα. Αγωνιστής από κούνια, οραματιστής και μαχητικός στο όποιο αντάμωμά του με την Ιστορία, πατούσε γερά, με περίσσια ψυχικά αποθέματα, μη αποδεχόμενος την αδικία που προσπαθούσαν να δημιουργήσουν τα όποια τετελεσμένα.

Με την ποιητική του ευαισθησία και έναν ρομαντισμό, που τον έκανε να ξεχωρίζει από τους πολιτικούς με «ξύλινη γλώσσα», κέρδισε δικαίως τον σεβασμό, την καθολική αναγνώριση και εκτίμηση του συνόλου του πολιτικού κόσμου, τόσο στην Κύπρο όσο και διεθνώς.

«Καλύτερα νεκρός παρά απών», γράφει στην ποίησή του.
«Θα δανεισθώ τα δεκανίκια της αποφασιστικότητας
κι ας είναι τα δεκανίκια προς τον θάνατο».

Ο Βάσος Λυσσαρίδης ήταν γιατρός, πολιτικός, ιδρυτής και αρχηγός του Σοσιαλιστικού Κόμματος ΕΔΕΚ, βουλευτής και πρόεδρος της Βουλής των Αντιπροσώπων, ποιητής, ζωγράφος. Μα πάνω απ’ όλα υπήρξε, έδρασε και λειτούργησε ως Άνθρωπος, ων πλασμένο για να αποφασίζει και να δρα με γνώμονα τη δικαίωση και την ανιδιοτελή αγάπη προς τον συνάνθρωπο.

Γεννήθηκε τον Μάη του 1920 στο χωριό Λεύκαρα. Φοίτησε στο Παγκύπριο Γυμνάσιο και έπειτα μετέβη στην Αθήνα για σπουδές στην Ιατρική Σχολή κατά τα χρόνια της μεταξικής δικτατορίας.

Όπως ο ίδιος είχε αναφέρει, οι πρώτοι σπόροι της πολιτικής του συνείδησης ριζώθηκαν ακούγοντας τα κηρύγματα μιας εκ των επίσης πολύ σημαντικών προσωπικοτήτων της κυπριακής Ιστορίας, του Μητροπολίτη Νικόδημου Μυλωνά και των όσων οδήγησαν στα Οκτωβριανά του 1931. Έκτοτε υπήρξε με συνέπεια «παρών». Σε όλους τους αγώνες.

Στα γυμνασιακά του χρόνια γνώρισε τον πρώτο του έρωτα με τον οποίο φλέρταρε ασύστολα: την ελληνική σημαία στο Ελληνικό Προξενείο στη Λευκωσία. Τον δεύτερό του έρωτά τον γνώρισε στο πρόσωπο της Βαρβάρας Λυσσαρίδη, της Αμερικανίδας δημοσιογράφου, με την οποία μοιράστηκε τη ζωή του μέχρι τέλους. Ποτέ όμως δεν ξέχασε τον πρώτο και αγιάτρευτό του έρωτα.

Όπως σημειώνει ο Πέτρος Παπαπολυβίου στο άρθρο του «Τα νεανικά χρόνια του Βάσου Λυσσαρίδη» «[…] Ήταν ανάμεσα στους πρωταγωνιστές της μεταπολεμικής ανακίνησης του Κυπριακού στην Ελλάδα, δραστήριο μέλος της εθνικοτοπικής ΕΑΜ Κύπρου, της Πανσπουδαστικής Επιτροπής Κυπριακού Αγώνα και της Συντονιστικής Επιτροπής Κυπριακών Σωματείων. Ανέλαβαν την οργάνωση της υποδοχής της «Κυπριακής Πρεσβείας» στον Πειραιά […]. Αναμείχθηκε επίσης στην έκδοση ενός σημαντικού βιβλίου – ύμνου στην Ένωση της Κύπρου με την Ελλάδα, […] με τίτλο «Κύπρος. Το χρονικό της» […]».

Οι νεανικές του αναζητήσεις, οι προβληματισμοί, η αγωνία του για τον τόπο του, η προάσπιση της δημοκρατίας, της ελευθερίας και του σοσιαλισμού τον έστρεψαν στη μάχιμη πολιτική και σε έναν αγώνα, εντός και εκτός Κύπρου για τα δικαιώματα των λαών στην ελευθερία, τη Δημοκρατία, τον Σοσιαλισμό. Υπήρξε πρόεδρος του Μετώπου Ειρήνης, μέλος του συμβουλίου του Παγκυπρίου Λαϊκού Κινήματος Ειρήνης και αμέτρητων άλλων οργανώσεων που είχαν κοινό παρονομαστή τη λευτεριά και τη δικαιοσύνη ανά το παγκόσμιο.

Η πάλη κατά του αποικιακού ζυγού στην Κύπρο τον βρήκε στην πρώτη γραμμή του εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα της ΕOΚΑ.1955-1959. Εκεί, δεν ήταν απλώς ο Γιατρός των αγωνιστών. Ήταν ο άνθρωπος που συμμετείχε ενεργά με προμετωπίδα τη σοσιαλιστική του ιδεολογία.

Υπήρξε μέλος της ελληνοκυπριακής αποστολής που ο Αρχιεπίσκοπος Μακάριος κάλεσε το 1959 στο Λονδίνο. Ήταν μεταξύ των λίγων που τάχθηκαν εναντίον της αποδοχής των συμφωνιών, «τονίζοντας ότι νομιμοποιούν τη στρατιωτικοπολιτική παρουσία της Τουρκίας και οδηγούν σε αδιέξοδα τα οποία θα τύχουν εκμετάλλευσης από τη Μεγάλη Βρετανία και την Τουρκία».

Με την ίδρυση της Κυπριακής Δημοκρατίας, στις πρώτες βουλευτικές εκλογές του 1960, εξελέγη στο βουλευτικό αξίωμα και έκτοτε επανεκλεγόταν συνεχώς για τα επόμενα 46 χρόνια.

Υπήρξε στενός συνεργάτης, σύμβουλος και προσωπικός γιατρός του Αρχιεπισκόπου Μακαρίου μέχρι τον θάνατό του στις 3 Αυγούστου του 1977.

Το 1963 πάλι στην πρώτη γραμμή, για την αντιμετώπιση της λεγόμενης «τουρκοανταρσίας», που αποσκοπούσε στην κατάλυση της Κυπριακής Δημοκρατίας, και στην έναρξη των διακοινοτικών συγκρούσεων. Ηγήθηκε  μαζί με τον Δώρο Ηλία της ομάδας των θρυλικών Κοκκινοσκούφηδων, η δράση των οποίων υπήρξε καθοριστική αφού οδήγησε σε ματαίωση των τουρκικών σχεδιασμών που ήθελαν επέκταση του τουρκοκυπριακού θύλακα της Λευκωσίας μέχρι και την Κερύνεια.

Όταν, σαν σήμερα, 21 Απριλίου του 1967, τα τανκς κατέβηκαν στους δρόμους της Αθήνας για την επιβολή στρατιωτικής δικτατορίας, ο Βάσος Λυσσαρίδης συνεργάστηκε με τις αντιστασιακές οργανώσεις του ελληνικού λαού ενάντια στη χούντα και κυρίως με το Πανελλήνιο Απελευθερωτικό κίνημα με ηγέτη τον Ανδρέα Παπανδρέου, πρωταγωνιστώντας και στην αποκατάσταση της δημοκρατίας στην Ελλάδα. Ακόμα και με το σημερινό του μνημόσυνο που ημερολογιακά συμπίπτει με την θλιβερή επέτειο της Απριλιανής δικτατορίας, φρόντισε να θυμίσει το χρέος αλλά και τον αγώνα του απέναντι στον φασισμό.

Το 1969 ίδρυσε την Ενιαία Δημοκρατική Ένωση Κέντρου, την ΕΔΕΚ, εγκαινιάζοντας στα κυπριακά πολιτικά δρώμενα τον τίτλο του Σοσιαλισμού. Υπήρξε Πρόεδρος της ΕΔΕΚ μέχρι και τον Ιούλιο του 2001. Στο ιδρυτικό Παγκύπριο Συνέδριο της ΕΔΕΚ στις 3 Μαΐου 1970, στο κινηματοθέατρο Παλλάς, ανέφερε:

«Αι σημεριναί συνθήκαι του τόπου επιβάλλουν συσπείρωσιν, οργάνωσιν και μαχητικήν κινητοποίησιν των δημοκρατικών δυνάμεων του τόπου. Η ΕΔΕΚ, ως ο κύριος παράγων λαϊκής ενότητας επί του εθνικού θέματος και ανένδοτου αγώνος διά κοινωνικήν αναδιάρθρωσιν και δικαιοσύνην, καλείται να διαδραματίσει πρωταγωνιστικόν ρόλον εις την πολιτικήν ζωήν του τόπου μας». Και συνεχίζει: «Εξεκινήσαμεν διά την δημιουργίαν ενός καλύτερου κόσμου…Αυτήν την στιγμήν υπογράφομεν ανεξίτηλον συμβόλαιον μετά του λαού δι’ αγώνα μέχρις επικρατήσεως του δικαίου, της ελευθερίας, της δημοκρατίας, της πλήρους λαϊκής κυριαρχίας».  

15 Ιουλίου 1974 πρωτοστάτησε στην αντίσταση ενάντια στην ΕΟΚΑ Β και κατά του πραξικοπήματος, καθώς και του μεταπραξικοπήματος σε καιρούς σκληρούς και δύσκαμπτους, ως η μόνη οργανωμένη πολιτική δύναμη που όρθωσε ανάστημα, μη υπολογίζοντας το κόστος.

Οι πράξεις αντίστασης του Βάσου Λυσσαρίδη κατά της χούντας δεν μπορούσαν να μείνουν αναπάντητες. 30 Αυγούστου 1974 -ημερομηνία ορόσημο- η απόπειρα δολοφονίας κατά της ζωής του, την ώρα που οι κατακτητές νέμονταν τα λάφυρά τους.

Στάθηκε αταλάντευτος αψηφώντας τις σφαίρες των φασιστών που ήθελαν να σκοτώσουν αυτά που δεν σκοτώνονταν. Το αίμα του Δώρου Λοΐζου, του στενού του συνεργάτη, στελέχους της ΕΔΕΚ, ποιητή και αγωνιστή, έμεινε ανεξίτηλο στο λευκό πουκάμισο. Οι ιδέες δεν πέθαναν ποτέ.

Η διαχρονική θέση του Λυσσαρίδη στο κυπριακό πρόβλημα, μπορεί να συμπυκνωθεί σε μια μόνο λέξη: αντίσταση. Σε κάθε ευκαιρία υποστήριζε και διακήρυσσε τη γραμμή μιας δυναμικής αγωνιστικής πολιτικής. Αγέρωχη θέση του να κρατηθεί ζωντανή η Κυπριακή Δημοκρατία, με ενότητα λαού, ως ασπίδα του κυπριακού ελληνισμού.

Χρήσιμες για την Κύπρο, τόσο στα Ηνωμένα Έθνη όσο και αλλού, αποδείχθηκαν οι προσωπικές διεθνείς διασυνδέσεις του, ιδίως με τους Άραβες και τους Αφρικανοασιάτες.

Είχε μια ζωή ταυτισμένη με την αναζήτηση της ελευθερίας, όχι μόνο της Μεγαλονήσου, αλλά και των όπου γης καταπιεζομένων και αγωνιζομένων λαών. Μετείχε σε πολλά συνέδρια Αφρικανοασιατικών κρατών, διετέλεσε πρόεδρος του Αφρικανοασιατικού Κινήματος Αλληλεγγύης προς την Κύπρο, καθώς και πρόεδρος του Κυπροαραβικού Συνδέσμου. Διετέλεσε αντιπρόεδρος του προεδρείου της Οργάνωσης Αφροασιατικής Αλληλεγγύης (AAPSO) και γενικός γραμματέας της διεθνούς επιτροπής κατά των φυλετικών διακρίσεων και του ρατσισμού. Θεωρούσε «αδερφό» του κάθε άνθρωπο που είχε ανάγκη βοήθειας. Γι’ αυτό πάλεψε κατά του αποικιακού ζυγού μαζί με τους λαούς της Αφρικής και της Ασίας, αγωνίστηκε για την κατάργηση του ρατσιστικού Απαρτχάιντ, για την απελευθέρωση του Νέλσον Μαντέλα, συνέδεσε το όνομά του με τους αγώνες των Παλαιστινίων και με τις αλλεπάλληλες προσπάθειες για την αποκατάσταση των δικαιωμάτων των Κούρδων.

Κύριες και κύριοι,

Ο «Γιατρός» κατέκτησε με το σπαθί του μια σπουδαία θέση στην κυπριακή, ελληνική και παγκόσμια Ιστορία, μένοντας μάχιμος μέχρι το τέλος.

Ήταν ένας όμορφος άνθρωπος, που αν και τον «παντρεύτηκαν» λίγοι, ουδείς και ουδεμία κατάφερε να μείνει ασαγήνευτος και ασαγήνευτη από το μεγαλείο του και να μην τον ερωτευτεί. Ένα μεγαλείο που κυριαρχείτο από το πάθος της πολιτικής, ως αντανάκλαση της αγάπης του για τη γη που τον γέννησε και από το πάθος της δημιουργίας, με το πινέλο και την πένα, συνθέτοντας τον κόσμο των ιδανικών και της αλήθειας.

Κι ενώ οι ανθρώπινες αξίες σήμερα συνεχίζουν να ποδοπατούνται κάτω από τις ερπύστριες της κατοχής,  το μόνο που μπορούμε να  διαβεβαιώσουμε τον αείμνηστο Βάσο Λυσσαρίδη είναι πως ο αγώνας για τον οποίο αφιέρωσε τη ζωή του θα συνεχισθεί. Όσο το συρματόπλεγμα θα διχοτομεί τα εδάφη και την αξιοπρέπειά μας, όσο η κατοχική σημαία «γδέρνει» τον Πενταδάκτυλο μας, όσο η Λάπηθος, η Κερύνεια, ο Καραβάς, ο Άγιος Ιλαρίωνας, η Καντάρα, το Καρπάσι, η Μόρφου, τα Κεφαλόβρυσα, ο Απόστολος Ανδρέας προσμένουν τον ευφρόσυνο ήχο της λευτεριάς, εμείς θα αντιστεκόμαστε πεισματικά. Μέχρι να περπατήσουμε λεύτεροι στον λεύτερο Πενταδάκτυλο. Έτσι ακριβώς όπως το ήθελε.

Μένουμε προσηλωμένοι στο τάμα της επιστροφής. Γι’ αυτό και σήμερα δεν κάνουμε ένα ακόμα μνημόσυνο. Οι ιδέες του Βάσου Λυσσαρίδη, είναι βαθιά ριζωμένες στους συνοδοιπόρους και συναγωνιστές του που πορεύονται στα ιδανικά που ο ίδιος τους δίδαξε, που πορεύθηκαν μαζί του, δίπλα του, από το πρώτο φως το 1920 μέχρι το βροντερό «ΟΧΙ» του 2004.

Συνεχίζουμε να δίνουμε τη μάχη για το σήμερα και για το αύριο, για τα παιδιά μας και για τις επόμενες γενιές, μέσα από τις άοκνες προσπάθειες του Προέδρου της Δημοκρατίας, κ. Νίκου Χριστοδουλίδη, που αγωνίζεται με το ίδιο σθένος της λευτεριάς και της κοινωνικής δικαιοσύνης.

Το 1969 στην ίδρυση της ΕΔΕΚ, θυμίζω, έλεγε: «Εξεκινήσαμεν διά την δημιουργίαν ενός καλύτερου κόσμου…Αυτήν την στιγμήν υπογράφομεν ανεξίτηλον συμβόλαιον μετά του λαού δι’ αγώνα μέχρις επικρατήσεως του δικαίου, της ελευθερίας, της δημοκρατίας, της πλήρους λαϊκής κυριαρχίας».  

Μπορεί ο αγώνας να είναι ανεκπλήρωτος και να μην έχει δικαιωθεί. Όμως ο Βάσος Λυσσαρίδης ξέρει πως το «συμβόλαιον μετά του λαού» παραμένει ανεξίτηλον αφού οι αγώνες του συνεχίζονται από το πνευματικό του παιδί που είναι σήμερα στο πηδάλιο της ΕΔΕΚ,. Από το πνευματικό του παιδί που συνεχίζει άοκνα τους αγώνες του. Από το παιδί εκείνο που θήτευσε κοντά του και που συνεχίσει τον αγώνα του χωρίς να υπολογίζει το κόστος. Από τον Μαρίνο Σιζόπουλο που με τα ίδια ιδανικά, με την ίδια πίστη και αφοσίωση συνεχίζει να πορεύεται στα ίδια χνάρια. Επειδή ξέρει πως «καρτερούν οι σύντροφοι στο συρματόπλεγμα και οι νεκροί στον Πενταδάκτυλο». Γι’ αυτό, ως γνήσιος ΕΔΕΚίτης, συνεχίζει να μην γονατά και να μην λυγίζει.

«Η μνήμη δεν δολοφονείται», γράφει ο αείμνηστος Βάσος Λυσσαρίδης.
«…Αυτή η ιστορία έχει μόνο ένα τέλος
Την αληθινή δικαίωση.
Κι γι΄αυτή θ΄αγωνισθούμε ως το τέλος.
Και να θυμάσθε:
Αν εθελούσια δεν γονατίσεις, ούτε νεκρό δεν μπορούν να σε γονατίσουν».

Τα λόγια του παρακαταθήκη. Ο αγώνας για ένα καλύτερο μέλλον γι’ αυτόν τον τόπο  αποτελεί το ελάχιστο χρέος μας απέναντι στον μεγάλο ηγέτη και καθογηγητή μας Βάσο Λυσσαρίδη.

Αιωνία θα είναι η μνήμη του.

Share:

Facebook
Twitter
Pinterest
LinkedIn
On Key

Related Posts

error: Content is protected !!