Σήμερα γιορτάζει ο Πολιούχος Άγιος της Λάρνακας ο Άγιος Λάζαρος και το διαδικτυακό περιοδικό της Λάρνακας SkalaTimes ετοίμασε ένα αφιέρωμα για τον Άγιο αυτό της πόλης μας.
Σήμερα Σαββατο 27 Απριλίου στις 6:30 μ.μ θα γίνει ο Εσπερινός και στη συνέχεια η καθιερωμένη Περιφορά των Αγίων Λειψάνων και της Αγίας Εικόνας του Πολιούχου μας Αγίου Λαζάρου.
Της περιφοράς θα προϊσταται ο Πανιερωτάτος Μητροπολίτης Κιτίου κ. Νεκτάριος.
Την πομπή θα παρακολουθήσουν οι Πολιτικές, Δημοτικές, Στρατιωτικές και Αστυνομικές Αρχές της Λάρνακας και πλήθος κόσμου.
Τιμητικά θα πλαισιωθεί από τμήματα της Εθνικής Φρουράς, του Τάγματος Οδοιπόρων Αγάπης, Προσκόπων και Οδηγών.
Κατά τη διαδρομή θα παιανίζει η Φιλαρμονική του Δήμου Λάρνακας υπό τη Διεύθυνση του κ. Ανδρέα Ανδρέου και η Παιδική Φιλαρμονική του Δήμου Λάρνακας υπό τη Διεύθυνση της κ. Ελένης Παπαδοπούλου.
Η πομπή θα περάσει από τους πιο κάτω δρόμους:
Αγίου Λαζάρου, Παύλου Βαλσαμάκη, Λεωφόρος Αθηνών (Φοινικούδες), Φιλίου Ζαννέτου, Ζήνωνος Κιτιέως, Ζήνωνος Πιερίδη, Γαλιλαίου, Ερμού, Νικολάου Ρώσου και Αγίου Λαζάρου.
Σε ανακοίνωση του ο Ιερός Ναός Αγίου Λαζάρου παρακαλεί τους συμπολίτες μας και ιδιαίτερα τους ενορίτες των πιο πάνω οδών να φωταγωγήσουν και να σημαιοστολίσουν τα σπίτια τους.
Ο Άγιος Λάζαρος είναι ένας από τους Αγιους της Ορθόδοξης και Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας, πρόσωπο της Καινής Διαθήκης και στενός φίλος του Ιησού Χριστού. Κατοικούσε στη Βηθανία (3 χλμ. περίπου ανατολικά της Ιερουσαλήμ) και οι αδελφές του Μάρθα και Μαρία φιλοξένησαν πολλές φορές τον Ιησού στο σπίτι τους.
Το όνομα Λάζαρος (αραμαϊκά: אלעזר – Elʿāzār) σημαίνει “ο Θεός είναι η βοήθειά μου” ή “ο Θεός, βοηθός μου“.Με το ίδιο όνομα αναφέρεται και ένας άντρας στο Κατά Λουκάν Ευαγγέλιον (Λάζαρος ο φτωχός) αλλά παρ’όλο τον συσχετισμό τους, ιστορικά, πρόκειται για δύο διαφορετικά πρόσωπα. Το όνομα του Λαζάρου πολλές φορές χρησιμοποιείται στην επιστήμη και σε δημοφιλείς κουλτούρες ως αναφορά προς την άμεση επιστροφή στην ζωή. Για παράδειγμα, ο αγγλικός επιστημονικός όρος Lazarus taxon αναφέρεται σε οργανισμούς που εμφανίστηκαν στην καταγραφή απολιθωμάτων μετά απο μία περίοδο εμφανής εξαφάνισης. Υπάρχουν επίσης πολλές λογοτεχνικές αναφορές του ονόματος.
Η αρρώστια του Λαζάρου και ο Χριστός
Μία μέρα, όπως αναφέρει ο ευαγγελιστής Ιωάννης,που ο Κύριος βρισκόταν στη Γαλιλαία, έμαθε πως ο φίλος Του ο Λάζαρος ήταν άρρωστος. Τον είχαν ειδοποιήσει οι αδελφές του λέγοντάς του: «Κύριε, να, αυτός που τόσο πολύ αγαπάς, είναι άρρωστος». Όταν το άκουσε ο Ιησούς είπε: «Αυτή η αρρώστια είναι για να φανεί η δόξα του Θεού». Ο Ιησούς όμως καθυστέρησε εσκεμμένα τη μετάβασή του στη Βηθανία (Ιω. 11,6) κι έμεινε εκεί στον τόπο που βρισκόταν ακόμη δύο μέρες. Ύστερα είπε στους μαθητές Του: «Πάμε πάλι στην Ιουδαία». Οι μαθητές, που ήξεραν τους κινδύνους που μπορούσε να έχει για τον Δάσκαλό τους ένα τέτοιο ταξίδι, προσπάθησαν να Τον αποτρέψουν να το κάνει. «Δάσκαλε, πριν λίγες μέρες οι Ιουδαίοι ζητούσαν να σε λιθοβολήσουν και πάλι θέλεις να πας εκεί;» (Ιω. 11,8). Ο Κύριος πρόσθεσε: «Ο φίλος μας ο Λάζαρος κοιμήθηκε και πρέπει να πάω να τον ξυπνήσω». Οι μαθητές που δεν κατάλαβαν τα λόγια του Ιησού νόμισαν πως ο Λάζαρος είχε κοιμηθεί με τον φυσικό ύπνο και του είπαν: «Κύριε, αν κοιμήθηκε, θα ξυπνήσει μοναχός του. Τι ανάγκη είναι να πάμε εμείς, για να τον ξυπνήσουμε;». Τότε ο Ιησούς τους μίλησε καθαρά και τους είπε: «ο Λάζαρος πέθανε. Και χαίρομαι για σας για να πιστέψετε. Πάμε, λοιπόν προς τον Λάζαρο». Θέλοντας και μη οι μαθητές Του υπάκουσαν. Ο Ιησούς στην οικία του Λαζάρου Επεξεργασία Όταν έφθασε στο σπίτι μαζί με τους μαθητές Του, ο Λάζαρος ήταν ήδη νεκρός για τέσσερις ημέρες (Ιω. 11,17). Η Μάρθα έτρεξε να τον συναντήσει και αφού Τον προσκύνησε με ευλάβεια, Του είπε με πόνο ψυχής: «Κύριε, αν ήσουνα εδώ ο αδελφός μου δεν θα είχε αποθάνει. Αλλά και τώρα ξέρω, πως ότι ζητήσεις από τον Θεό θα σου το δώσει ο Θεός» (Ιω. 11,21-22). Ο Κύριος της απάντησε «ο αδερφός σου θα αναστηθεί». Αυτή προσθέτει: «Ναι, Κύριε, το ξέρω. Ο αδερφός μου θ’ αναστηθεί τότε, που θα γίνει η γενική ανάσταση όλων των νεκρών, στη συντέλεια των αιώνων». Ο Κύριος της είπε: «Εγώ είμαι η ανάσταση και η ζωή. Όποιος πιστεύει σε μένα κι αν αποθάνει θα ζήσει και θα ζήσει αιώνια. Μάρθα, το πιστεύεις αυτό;» (Ιω. 11, 25-26). Στα λόγια αυτά του Χριστού η Μάρθα απάντησε: «Ναι, Κύριε. Από καιρό έχω πιστέψει, ότι Συ είσαι ο Χριστός που προανήγγειλαν οι Προφήτες» (Ιω. 11,27).Τότε η Μάρθα πήγε και φώναξε την αδερφή της τη Μαρία για να την ενημερώσει ότι ο Κύριος ήρθε. Η Μαρία σηκώθηκε κι έτρεξε, για να συναντήσει τον Κύριο. Τα πλήθη των Ιουδαίων, που βρισκόντουσαν μαζί της στο σπίτι, έσπευσαν κι αυτά να την ακολουθήσουν. Είχαν νομίσει πως η κόρη θα πήγαινε στον τάφο για να κλάψει και την ακολούθησαν. Έτσι σε λίγο κόσμος πολύς συγκεντρώθηκε στον τόπο που βρισκόταν ο Ιησούς. Μόλις η Μαρία αντίκρισε τον Κύριο που με λαχτάρα περίμεναν, σωριάστηκε στα πόδια του και με σπαραγμό ψυχής μόλις μπόρεσε να επαναλάβει της αδελφής της Μάρθας τα λόγια: «Κύριε, αν ήσουνα εδώ δεν θα απέθνησκε ο αδελφός μου».
Η Ανάσταση του Λαζάρου
Ο Κύριος μπροστά στο ψυχικό δράμα των δύο γυναικών ταράχτηκε και με δυσκολία συγκράτησε τη συγκίνησή Του. Τότε τις ρώτησε: «Που τον έχετε βάλει;» Του έδειξαν τον τάφο. Ο Ιησούς μπροστά στον τάφο του φίλου του Λαζάρου δάκρυσε. Ο τάφος εκείνος ήταν ένα σπήλαιο και είχε μια βαριά πέτρα πάνω του. «Σηκώστε την πέτρα» διέταξε ο Ιησούς. Στη διαταγή αυτή του Κυρίου με δειλία τολμά να επέμβει η αδελφή του Λαζάρου η Μάρθα και να του πει: «Κύριε, μυρίζει. Είναι τέσσερις μέρες τώρα που είναι νεκρός» (Ιω. 11,38-39). Στα λόγια της Μάρθας απάντησε ο Ιησούς και της είπε: «Μάρθα, δεν σου είπα, πως αν πιστεύεις, θα δείς τη δόξα του Θεού;». Ο Κύριος όρθιος μπροστά στον τάφο με τα μάτια υψωμένα προς τον ουρανό προσευχήθηκε και είπε πριν κάνει το θαύμα: «Πατέρα μου, σ’ ευχαριστώ, διότι με άκουσες. Εγώ εγνώριζα πολύ καλά ότι πάντοτε με ακούς. Το εγνώριζα, αλλά το είπα τούτο, για να ακούσει ο λαός που στέκεται εδώ γύρω και να πιστέψουν ότι συ με έχεις στείλει». Κι αφού τα είπε αυτά φώναξε προς τον νεκρό φίλο του: «Λάζαρε, βγες έξω». Και ο Λάζαρος που ήδη μύριζε, σαν να ξυπνούσε από βαθύ ύπνο, σηκώθηκε και ολοζώντανος, φασκιωμένος ολόκληρος με τα σάβανα και τα σουδάρια με τα οποία οι Ιουδαίοι συνήθιζαν να περιτυλίγουν τα σώματα των νεκρών τους, αναστημένος βγήκε έξω από τον τάφο (Ιω. 11,40-44). Το θαύμα διαδόθηκε και αρκετοί πίστεψαν. Το θαύμα συνήγειρε τα πλήθη του Εβραϊκού λαού να υποδεχθούν ύστερα από λίγες μέρες τον Χριστό στα Ιεροσόλυμα με τον εξαιρετικό εκείνο ενθουσιασμό, για τον οποίο αναφέρει το Ευαγγέλιο (Ιω. 11,45).
Μετά την Ανάσταση
Η ανάσταση του Λαζάρου και η συγκέντρωση του πλήθους θορύβησε τους αρχιερείς και τους Φαρισαίους, οι οποίοι αποφάσισαν να σκοτώσουν τον Ιησού (Ιω. 11,46-57), αλλά και το Λάζαρο (Ιω. 12,10). Δεν κατόρθωσαν όμως να το πράξουν για το Λάζαρο, τον Ιησού όμως λίγο αργότερα Τον σταύρωσαν. Έξι ημέρες πριν από το Πάσχα, ο Ιησούς κάθισε σε δείπνο το οποίο δόθηκε γι’ Αυτόν. Μαζί Του ήταν και ο Λάζαρος (Ιω. 12,1-2), ενώ πλήθος κόσμου είχαν πάει για να δουν όχι μόνο τον Ιησού, αλλά και τον αναστημένο Λάζαρο (Ιω. 12,9). Σύμφωνα με τον Άγιο Επιφάνιο επίσκοπο Κωνσταντίας της Κύπρου (367-403 μ.Χ.), ο Λάζαρος ήταν τότε 30 χρονών και έζησε άλλα 30 χρόνια μετά την ανάστασή του.
Θέλοντας να αποφύγει το μίσος των αρχιερέων κατέφυγε στο Κίτιο (σημερινή Λάρνακα) της Κύπρου γύρω στο 33 μ.Χ. Εδώ τον συνάντησαν οι απόστολοι Παύλος και Βαρνάβας, όταν μετέβαιναν από τη Σαλαμίνα στην Πάφο, και τον χειροτόνησαν ως πρώτο επίσκοπο Κιτίου, της Εκκλησίας, που ίδρυσε ο ίδιος. Την εκκλησία του Κιτίου εποίμανε με στοργή κι αγάπη δεκαοκτώ περίπου χρόνια μέχρι το τέλος της ζωής του (63 μ.χ.)
Από τη ιστοσελίδα του Ιερού Ναού Αγίου Λαζάρου Λάρνακας για την ιστορία του ναού:
Ο ναός του αγίου στη Λάρνακα ήταν από πολύ παλιά γνωστός στο χριστιανικό κόσμο και αποτελούσε, μέχρι και τα πρώτα χρόνια του 20ου αιώνα, απαραίτητο συμπλήρωμα στο προσκύνημα των Αγίων Τόπων. Εκτός αυτού πολλές θεραπείες και άλλα θαύματα επιτελούνταν εδώ με τη χάρη του, όπως μας πληροφορεί στις εντυπώσεις του παλιός ξένος περιηγητής, ο Pietro Della Valle, Ρωμαίος ευγενής, που επισκέφθηκε τη Λάρνακα και το ναό στα 1614 και 1626: όπως αναφέρει, στις επιφυλάξεις του για το αν πρόκειται πράγματι για τον Λάζαρο το φίλο του Χριστού, του δόθηκε η απάντηση ότι “η αλήθεια αυτή αποδεικνύεται από τα θαύματα που ο άγιος επιτελεί στο ναό καθημερινά, θεραπείες κ.ά.”. Θα πρέπει λοιπόν να αποτελούσε μεγάλο προσκύνημα, όχι μόνο για ντόπιους μα και για ξένους προσκυνητές.
Η σημασία του σαν ιερό προσκύνημα επαυξήθηκε σήμερα, μετά την ανεύρεση, στις 23 Νοεμβρίου 1972 (κατά τη διάρκεια εργασιών ανακαίνισης του ναού), μέρους των λειψάνων του αγίου βαθιά κάτω από την αγία Τράπεζα, μέσα σε μαρμάρινη λάρνακα.
Όπως είναι γνωστό το λείψανο του αγίου είχε πρωτοβρεθεί το 890 μ.Χ. στον τάφο του, μέσα στο μικρό ναό, που υπήρχε την εποχή εκείνη και μέσα σε μαρμάρινη λάρνακα στην οποία ήταν χαραγμένα (όχι όμως στα ελληνικά) τα εξης: “Λάζαρος ο τετραήμερος και φίλος του Χριστού”. Ο τότε αυτοκράτορας του Βυζαντίου Λέων ΣΤ΄ ο Σοφός, σύμφωνα με τη συνήθεια που επικρατούσε, μετέφερε το ιερό λείψανο στην Κωνσταντινούπολη και σ’ αντάλλαγμα έστειλε χρήματα και τεχνίτες για να κτίσουν το ναό που βλέπουμε σήμερα. Είναι όμως αδιανόητο να δεχτούμε ότι οι τότε Κιτιείς είχαν δώσει ολόκληρο το λείψανο χωρίς να κρατήσουν ένα μικρό μέρος για την πόλη τους . Γι΄ αυτό το γεγονός ότι σήμερα βρέθηκε στον τάφο μέρος μόνο λειψάνου και όχι ολόκληρο λείψανο, αποτελεί μια ισχυρή ένδειξη για την αυθεντικότητά του.
Τη μεταφορά αυτή του ιερού σκήνους από το Κίτιο στην Κωνσταντινούπολη αποθανάτισε ο τότε Επίσκοπος Καισαρείας Αρέθας σε δύο πανηγυρικές ομιλίες, που έγραψε γι’ αυτόν ακριβώς το σκοπό. Στην πρώτη εκθειάζει το γεγονός της αφίξεως του λειψάνου στην Κωνσταντινούπολη από την Κύπρο, ενώ στη δεύτερη περιγράφει λεπτομερώς την πομπή που σχηματίστηκε από τον αυτοκράτορα για τη μεταφορά του λειψάνου από την Χρυσούπολη στο ναό της Αγίας Σοφίας. Ο Λέων ΣΤ΄, εκτός από το ναό που έκτισε στο Κίτιο επ’ ονόματι του αγίου Λαζάρου, έκτισε και δεύτερο στην Κωνσταντινούπολη προς τιμή του αγίου. Κατά παράδοση ο εκάστοτε αυτοκράτορας παρευρίσκετο στη λειτουργία κατά το Σάββατο του Λαζάρου σ ΄αυτή την εκκλησία. Μετά την άλωση της Κωνσταντινούπολης από τους Φράγκους το 1204, οι Σταυροφόροι, εκτός από τους άλλους θησαυρούς που μετέφεραν στη Δύση, μετέφεραν και το λείψανο του αγίου στη Μασσαλία, απ’ όπου όμως αργότερα χάθηκε. Εκμεταλλευθέντες μάλιστα οι Φράγκοι το γεγονός αυτό καλλιέργησαν παλαιότερα, για λόγους θρησκευτικούς και εθνικιστικούς, τη φήμη ότι εκεί και όχι αλλού έζησε ο Λάζαρος σαν επίσκοπος.
Η περίφημη αυτή αρχαία εκκλησία του αγίου Λαζάρου, κτισμένη όπως αναφέρθηκε, πάνω στον τάφο του, είναι ότι πολυτιμότερο έχει να επιδείξει η Λάρνακα. Ποιος να μπει μέσα και να μη κατανυγεί! Ένα πρωτοχριστιανικό μεγαλείο τη χαρακτηρίζει, ένα “δωρικό” μεγαλείο, που σε εντυπωσιάζει και σε συναρπάζει. Μα και το περίφημο εικονοστάσι της που, με τα ξυλόγλυπτα αριστουργήματά του, μοιάζει με τεράστια χρυσοκέντητη δανδέλλα, ποιος να το αντικρίσει και να μη νοιώσει κατάνυξη και θαυμασμό! Αναρίθμητες μορφές στολίζουν τα εκτεταμένα πλάτη και ύψη του: μορφές πάγκαλες, πανάγιες, μορφές “μυστικές” γεμάτες “ειρήνη του Θεού που υπερέχει πάντα νούν”, μορφές αγίων που σε κάθε λειτουργία κι εσπερινό λες και κατεβάζουν τον ουρανό στη γη. Μοιάζει, αληθινά, το πανώριο εικονοστάσι με “νοητό στερέωμα” κι οι εικόνες του “αστέρες πολύφωτοι” – αληθινός πίνακας “πανηγύρεως πρωτοτόκων εν ουρανοίς απογεγραμμένων” – (Εβρ. Ιβ’23), πίνακας που θυμίζει τόσο ζωντανά τον κόσμο του “επέκεινα”!
Η εκκλησία του αγίου Λαζάρου είναι μια από τις τρεις εκκλησίες με τρεις τρούλους που υπάρχουν στην Κύπρο. Οι τρεις αυτές εκκλησίες (η ερειπωμένη εκκλησία που κτίστηκε στο διάδρομο που οδηγεί από τη βασιλική του αγίου Επιφανίου στο βαπτιστήριό της, η εκκλησία του Απ. Βαρνάβα και αυτή του αγίου Λαζάρου) διαφέρουν από τις άλλες πολύτρουλλες εκκλησίες της Κύπρου και αποτελούν ιδιαίτερο τύπο, στον οποίο συνδυάζονται τρεις συνεπτυγμένοι εγγεγραμμένοι σταυροειδείς με τρούλο.
Κτίστηκε στα τέλη του 9ου αιώνα, γύρω στο 890 μ.Χ., από τον αυτοκράτορα του Βυζαντίου Λέοντα Στ’ το Σοφό. Κτισμένη εξ ολοκλήρου από πέτρα, είναι τρίκλιτη, με τους τρεις τρούλους στο μεσαίο κλίτος. Οι τρεις τρούλοι είναι σήμερα κομμένοι. Κατερρίφθησαν τον καιρό της Τουρκοκρατίας όταν, κατά την παράδοση, Τούρκος αξιωματούχος διέταξε την κατεδάφιση τους επειδή, μπαίνοντας στο λιμάνι της Λάρνακας, προσευχήθηκε εκλαμβάνοντάς τους σαν θόλους τουρκικού τεμένους. Σύμφωνα με άλλη άποψη, καταστράφηκαν από σεισμό, άγνωστο πότε.Το 1734 όταν επισκέφθηκε την εκκλησία ο Ρώσσος μοναχός Βασίλι Μπάρσκυ, ήταν ήδη κατεσραμμένοι.
Στα τέλη της Φραγκοκρατίας κτίστηκε η στοά, που βλέπουμε στη νότια πλευρά του ναού. Το 1857 κτίστηκε το σημερινό καμπαναριό. Μέχρι τότε ο ναός εστερείτο λιθόκτιστου κωδωνοστασίου γι’ αυτό και οι καμπάνες ήταν τοποθετημένες πάνω σε ξύλινο βάθρο. Είναι γνωστό ότι οι Τούρκοι, από το 1571 που κατέλαβαν την Κύπρο, μέχρι τα μέσα σχεδόν του 19ου αιώνα, δεν επέτρεπαν την ύπαρξη καμπαναριών ούτε τη χρήση καμπάνων στις χριστιανικές εκκλησίες. Μόλις το 1856 το επέτρεψαν, ύστερα από απαίτηση της ορθόδοξης χριστιανικής Ρωσσίας, αλλά μόνο κατόπιν βεζυρικής άδειας. Στη Λευκωσία μόλις το 1858 επετράπη να στηθεί μια και μόνη καμπάνα στον ι. Ναό Φανερωμένης. Στη Λάρνακα, αντίθετα, ο ναός του αγίου Λαζάρου είχε καμπάνες πολύ πριν το 1856, γενόμενες σιωπηρά ανεκτές από τους Τούρκους κι αυτό γιατί οι Λαρνακείς είχαν πολύ μεγαλύτερη ελευθερία κινήσεων λόγω της υπάρξεως των Προξενείων και μεγάλης ευρωπαϊκής παροικίας στην πόλη τους. Κατά την περίοδο όμως της Φραγκοκρατίας, ο ναός θα πρέπει να είχε άλλο εξ ίσου επιβλητικό καμπαναριό, αν κρίνουμε από παλιά σχέδια της Λάρνακας που δημοσίευσαν στην Ευρώπη περιηγητές των περασμένων αιώνων και όπου ο άγιος Λάζαρος διακρίνεται με τους τρούλους του ακέραιους και με ψηλό καμπαναριό. Τούτο θα πρέπει να κατεδαφίστηκε αργότερα από τους Τούρκους. Επειδή οι Βυζαντινοί δεν έκτιζαν ψηλά καμπαναριά, υποθέτουμε ότι τούτο θα είχε κτισθεί κατά την εποχή της Φραγκοκρατίας, κατά το πρότυπο των ψηλών ιταλικών καμπαναριών. (Την ιταλική αυτή επίδραση τη βλέπουμε ακόμα και σήμερα στα καμπαναριά όλων των παλαιών εκκλησιών της Λάρνακας).
Τα παράθυρα του ναού ήταν, παλαιότερα, στενόμακρα και άφηναν λίγο μόνο εξωτερικό φως να εισχωρεί στο εσωτερικό αυτό εξ άλλου επέβαλλε και η βυζαντινή εκκλησιαστική αρχιτεκτονική, που επεδίωκε το κατανυκτικό ημίφως στο εσωτερικό των ναών. Γενικά η αρχιτεκτονική του ναού, σπάνιου αρχαίου ρυθμού, φαίνεται ότι εντυπωσίαζε τους ξένους, αν κρίνουμε από τις εντυπώσεις ενός άλλου περιηγητού, του Alexander Drummond, Άγγλου Πρόξενου στο Χαλέπι της Συρίας, που επισκέφθηκε την Κύπρο το 1745 και ο οποίος γράφει τα εξής: “Στην πόλη των Αλυκών (όπως ήταν τότε γνωστή στους ευρωπαίους η Λάρνακα), υπάρχει εκκλησία αφιερωμένη στον άγιο Λάζαρο. H αρχιτεκτονική είναι τέτοια που ποτέ δεν έχω ξαναδεί “. Αλλά και ο προαναφερθείς Pietro Della Valle (1614-1626), περιγράφει το ναό σαν “αρχαίο, με ωραιότατη αρχιτεκτονική διαρρύθμιση”.
Το ξυλόγλυπτο εικονοστάσι, εξαιρετικής τέχνης, θεωρείται ένα από τα ωραιότερα στην Κύπρο και είναι (όπως και το εξ ίσου θαυμάσιο εικονοστάσι του ναού του Τρυπιώτη στη Λευκωσία), έργο του δόκιμου λεπτουργού Χατζησάββα Ταλιαδώρου, που καταγόταν από την ενορία Τρυπιώτη. Η κατασκευή του άρχισε το 1773 και τελείωσε το 1782. Λίγο αργότερα, το 1793-1797 επιχρυσώθηκε και συμπληρώθηκε η αγιογράφησή του από το ζωγράφο Μιχαήλ Προσκυνητή ή Χατζημιχαήλ και τους συνεργάτες του. Το εικονοστάσι κοσμούν συνολικά 120 εικόνες θαυμάσιας τέχνης: 13 μεγάλες στην κάτω σειρά και 60 μικρότερες πάνω (σε δύο σειρές από 30 εικόνες η καθεμμία), 25 στη βημόθυρα των τριών πυλών του ιερού και 4 στο σύμπλεγμα του Εσταυρωμένου στην κορυφή με συμβολική παράστασή του “πελεκάνου” στη βάση του σταυρού. Οι υπόλοιπες είναι 16 μικρές κυκλικές εικόνες στο ήμισυ του ύψους του εικονοστασίου και 2 στην κορυφή. Αριστούργημα ξυλογλυπτικής τέχνης αποτελεί επίσης η αγία Τράπεζα, έργο κι αυτό του 1773, καθώς και ο δεσποτικός θρόνος, πάνω στον οποίο υπάρχει εικόνα του αγίου Λαζάρου ως Επισκόπου με ημερομηνία 1734. Μέσα στο ναό φυλάσσονται και οι εξής πολύτιμες και αρχαίες εικόνες, που ίσως να ανήκαν σε παλαιότερο εικονοστάσι: μια του αγίου Λαζάρου ως Επισκόπου, φέροντος “πολυσταύριον φελόνιον”, (μέσα 16ου αιώνα), και μια της Αναστάσεως του Λαζάρου, εξ ίσου παλαιά, βυζαντινής λαϊκής τεχνοτροπίας. Αξιοσημείωτες είναι τέλος και τέσσερις άλλες μεγάλες εικόνες που, τοποθετημένες σε ξυλόγλυπτα τέμπλα, κοσμούν τους τέσσερις πεσσούς του κεντρικού θόλου: της Παναγίας με ρωσσικό διάκοσμο, της αναστάσεως του Λαζάρου, του αγίου Νικολάου και του αγίου Γεωργίου με σκηνές από το βίο του περιμετρικά της κεντρικής παραστάσεως, έργο του 1717 του Ιακώβου Μόσκου του Κρητός.Φαίνεται ότι, παλαιότερα, ολόκληρος ο ναός ήταν αγιογραφημένος, γιατί μέχρι τον περασμένο αιώνα σώζονταν μερικές τοιχογραφίες στους πεσσούς του κεντρικού θόλου. Οι τοιχογραφίες του ναού καταστράφηκαν απο άγνωστη αιτία κατά την πολύκαιρη διάρκεια ύπαρξης του ναού ή κατ’ άλλη εκδοχή πρέπει να καταστράφηκαν, πιθανότατα, από την πολλή υγρασία που επικρατεί στην περιοχή της Λάρνακας και ειδικότερα της ενορίας Σκάλας, όπου το υψόμετρο ελάχιστα διαφέρει εκείνου της θάλασσας. (Μέχρι τα μέσα του περασμένου αιώνα μάλιστα οι περιοχές νοτιοδυτικά του ναού μέχρι την Αλυκή αποτελούσαν λιμνώδεις εκτάσεις, γνωστές σαν “λίμνες τ’ άι Λαζάρου”).
Στα πολύ παλιά χρόνια, όταν η περιοχή Σκάλας ήταν ακόμα σχεδόν ακατοίκητη και η πόλη περιοριζόταν μόνο στην παλιά Λάρνακα, ο άγιος Λάζαρος, μονήρης όπως ήταν, λειτουργούσε σαν μοναστήρι. Τον καιρό της Φραγκοκρατίας μετατράπηκε σε μοναστήρι Βενεδικτίνων (καθολικών) μοναχών.
Όταν οι Τούρκοι κατέλαβαν την Κύπρο το 1570, κατακράτησαν το ναό (όπως έκαμαν για όλες τις εκκλησίες, που κατείχαν οι Λατίνοι) μέχρι το 1589, οπότε τον εξαγόρασε η ορθόδοξη εκκλησία για 3,000 “άσπρα” αργυρά νομίσματα. Συγχρόνως δόθηκε και στους Λατίνους το δικαίωμα να λειτουργούν δύο φορές το χρόνο στη βόρεια κόγχη του ιερού: την ημέρα του αγίου Λαζάρου και την ημέρα της Μαρίας της Μαγδαληνής, μετατραπέντος του αριστερού κλίτους του ναού (από τη βόρεια κόγχη του ιερού μέχρι τη βόρεια είσοδο του ναού) σε παρεκκλήσιο των Λατίνων. Το δικαίωμα τους αυτό καταργήθηκε το 1794 κατόπιν ενεργειών του αρχιεπισκόπου Χρυσάνθου (1767-1810) και του Κιτίου Μελετίου Α’ (1776-1797), επειδή οι Λατίνοι, εκμεταλλευόμενοι αυτό ήγειραν αξιώσεις συνιδιοκτησίας επί του ναού. Πάνω στη βόρεια είσοδο του ναού υπάρχει ακόμη ο λατινικός πεντάσταυρος και στη βόρεια κόγχη του ιερού διατηρείται ακόμη το λατινικό “αλτάριον”, που μαρτυρούν το πέρασμα αυτό των Λατίνων από το ναό.
Όταν, από τις αρχές του 18ου αιώνα, η περιοχή Σκάλας άρχισε να αναπτύσσεται και να ολοκληρώνεται σαν δεύτερη πόλη κοντά στη παλιά Λάρνακα, ο άγιος Λάζαρος έγινε ο ενοριακός ναός ολόκληρης της νέας πόλης Σκάλας. Μέχρι όμως τα μέσα του 19ου αιώνα εξακολουθεί να ονομάζεται “μοναστήρι” (όπως βλέπουμε στα σχετικά έγγραφα της εποχής), ενώ είχε προ πολλού παύσει να είναι τέτοιο. Οι οντάδες του γύρω-γύρω, το μοναστηριακό τυπικό που διατήρησε, οι πολλές ακολουθίες και το πολυπληθές ιερατικό προσωπικό, που είχε, εξακολουθούσαν να του προσδίδουν όψη μοναστηριού.
Αυτά τα γύρω του ναού δωμάτια, περίπου είκοσι παλαιότερα, χρησίμευαν στους προηγούμενους αιώνες και σαν ξενώνας στον οποίο διέμεναν περαστικοί ξένοι, προσκυνητές, χατζήδες, εμπορευόμενοι κ.α. Στο βορειοδυτικό τμήμα του περιβόλου υπάρχει μικρό κοιμητήριο Διαμαρτυρομένων με ωραίους μαρμαρόγλυπτους τάφους, στο οποίο είναι θαμμένοι Ευρωπαίοι έμποροι, ναυτικοί, Άγγλοι πρόξενοι και Αμερικάνοι ιεραπόστολοι που πέθαναν στη Λάρνακα.
Σαν το μοναδικό θρησκευτικό κέντρο της Σκάλας (της μιας δηλαδή από τις δύο δίδυμες τότε πόλεις ), είχε 4-5 ιερείς (εκτός από τον ή τους διακόνους). Οι ιεροτελεστίες στο ναό αυτό γίνονταν πάντα με κάποια επισημότητα και μεγαλοπρέπεια. Από υπάρχουσες ενδείξεις συμπεραίνουμε ότι στα μέσα του περασμένου αιώνα γίνονταν δύο λειτουργίες κάθε Κυριακή και σε μερικές μεγάλες γιορτές.
Ο ναός του αγίου Λαζάρου δέθηκε κατά τρόπο μοναδικό με τη ζωή των πολιτών της Σκάλας – Λάρνακας. Ας μας επιτραπεί εδώ μια ιστορική παρένθεση: Οι παλαιότερα ξεχωριστές αυτές πόλεις ιδρύθηκαν το Μεσαίωνα στη θέση και πάνω στα ερείπια του αρχαίου Κιτίου. Στην αρχή, επί Φραγκοκρατίας – Ενετοκρατίας, μόνο η Λάρνακα υπήρχε σαν πόλη, σε απόσταση ενός μιλίου από την ακτή, γνωστή στους Ευρωπαίους με το όνομα Salines (Αλυκές), ενώ η Σκάλα, γνωστή στους Ευρωπαίους με το όνομα Marina περιοριζόταν σε λιμενικές αποθήκες και ένα μικρό συνοικισμό κοντά στη θάλασσα και γύρω από το ναό του αγίου Λαζάρου και το μικρό μεσαιωνικό καστρο, για τις ανάγκες του λιμανιού και την εκμετάλλευση της Αλυκής, (το αλάτι της οποίας, παραγόμενο τότε σε πολύ πιο μεγάλες ποσότητες από τις σημερινές, ήταν περιζήτητο στην Ευρώπη λόγω της εξαιρετικής του ποιότητας). Όταν τον 15ον αιώνα το λιμάνι της μεσαιωνικής Αμμοχώστου παρήκμασε, άρχισε να αναπτύσσεται το της Λάρνακας, σε σημείο που για πέντε αιώνες (15ος μέχρι τέλους 19ου) να είναι ένα από τα εμπορικότερα λιμάνια της Ανατολικής Μεσογείου, ένα από τα σπουδαιότερα κέντρα του τότε διαμετακομιστικού εμπορίου μεταξύ Ευρώπης και Μέσης Ανατολής. Γι’ αυτό διάφορα τότε κράτη της Ευρώπης (Γαλλία, Αγγλία Αυστρία, Νεάπολις, Βενετία, Ραγούζα, Σικελία, Ισπανία, Ρωσσία, Ελλάς, Ολλανδία κ.α) εγκαθίδρυσαν στη Λάρνακα παροικίες τους και Προξενεία. Με τη σπουδαιότητα αυτή που άρχισε ν’ αποκτά το λιμάνι της και τη ζωηρή κίνηση πλοίων που παρετηρείτο, ο μέχρι τότε ασήμαντος παραθαλάσσιος συνοικισμός άρχισε ν’ αναπτύσσεται, ιδίως από τα τέλη του 17ου – αρχές του 18ου αιώνα και να σχηματίζει σιγά-σιγά μια νέα πόλη, τη Σκάλα. Στο δεύτερο ήμισυ του 18ου αιώνα ήταν ήδη μια ολοκληρωμένη πολιτεία δίπλα στη Λάρνακα, με έντονα εξευρωπαϊσμένη ζωή λόγω της παρουσίας εκατοντάδων Ευρωπαίων (εμπόρων, Προξένων κ.α.) που είχαν εγκατασταθεί μόνιμα στις δύο δίδυμες πόλεις. Έτσι, στα χρόνια της Τουρκοκρατίας, η πόλη Σκάλα-Λάρνακα αποτελούσε τη βιτρίνα της Κύπρου και το σημείο επαφής της με το εξωτερικό, μια ακτίνα φωτός και πολιτισμού στους σκοτεινούς εκείνους χρόνους της σκλαβιάς. Αν η Λευκωσία ήταν η διοικητική πρωτεύουσα της Κύπρου, η Λάρνακα ήταν η διπλωματική και εμπορική της πρωτεύουσα, που μέχρι τις αρχές του 20ου αιώνα εξακολουθούσε να κρατά τα πρωτεία της κοινωνικής, μορφωτικής, πολιτιστικής, εμπορικής κλπ, ζωής του νησιού. Μετά όμως τη μεταφορά των Προξενείων στη Λευκωσία και την ανάπτυξη των λιμένων Αμμοχώστου και Λεμεσού, η Λάρνακα πέρασε σε δεύτερη μοίρα κι έχασε την παλιά της αίγλη και σπουδαιότητα.
Ο ναός του αγίου Λαζάρου δέθηκε τόσο στενά με τη ζωή της πόλης, ώστε η ιστορία του ν’ αποτελεί ιστορία και της ίδιας της πόλης. Από τον 18ο μέχρι τα μέσα σχεδόν του 20ου αιώνα – ήταν το θρησκευτικό, εθνικό, φιλανθρωπικό και εκπαιδευτικό κέντρο της πόλης, ο άξονας γύρω από τον οποίο περιστρεφόταν η θρησκευτικοκοινωνική ζωή της. Γράφει χαρακτηριστικά ο ιστοριοδίφης Ν.Γ. Κυριαζής στο βιβλίο του “Η πόλης της Λάρνακας υπό το φως ιστορικών εγγράφων”: “Εκ των ελαχίστων εν Κύπρω ναών, όσοι επέσυραν την προσοχήν και απησχόλησαν την ιστορία, ο ναός του αγίου Λαζάρου αναμφιβόλως υπάρχει ο καταλαβών εξέχουσαν θέσιν εις την ενοριακήν ναογραφίαν της Κύπρου” και “Ολίγοι ναοί έχουσι να επιδείξωσι την του αγίου Λαζάρου πολυσχιδή και κοινωφελή δράσιν. Ίδρυσε και συνετήρησε Σχολεία, εμερίμνησε δια Νοσοκομεία και Νεκροταφείον, εβοήθησε πτωχούς, εγένετο φρουρός και θεματοφύλαξ των συμφερόντων των πολιτών, προστάτης και παραστάτης παντός έχοντος ανάγκην, εκπρόσωπος ισχυρός και συνετός της πόλεως και των συμφερόντων της…”
Τα του ναού διευθύνονταν από Επιτροπή η οποία μέχρι το 1854 οριζόταν αριστίνδην, ενώ από το 1854 και μετά εκλέγεται από τους ενοριάτες. Σχετικές πληροφορίες για πρόσωπα και δραστηριότητες της Επιτροπής έχουμε από το 1734 ενώ για τους προηγούμενους χρόνους στερούμεθα στοιχείων. Η Επιτροπή του ναού εθεωρείτο στα χρόνια εκείνα της Τουρκοκρατίας και Επιτροπή ολόκληρης της κοινότητας Σκάλας και σ’ αυτήν προσέφευγαν οι πολίτες για πάσης φύσεως υποθέσεις των. Σεβαστή από όλους, πρόβαλλε σαν εκπρόσωπος της θελήσεως της κοινότητας και καθίστατο υπολογίσιμη δύναμη στις σκέψεις και τις αποφάσεις των τότε Τουρκικών αρχών.
Στον τομέα της Παιδείας η συμβολή του ναού του αγίου Λαζάρου υπήρξε πραγματικά μοναδική. Στη Σκάλα-Λάρνακα λειτουργούσαν από τις αρχές του 19ου αιώνα σχολεία, τα οποία όμως ήσαν ιδιωτικά και στα οποία μόνο λίγοι εύποροι μπορούσαν να φοιτήσουν. Γι΄ αυτό ο ναός μερίμνησε για την ίδρυση δημοσίων Σχολείων, τα οποία συντηρούσε, μαζί με τη μονή αγίου Γεωργίου του Κοντού, μέχρι τις πρώτες δεκαετίες του αιώνα μας.
Συγκεκριμένα και χάρη της ιστορίας αξίζει να σημειωθεί ότι εδώ στη Λάρνακα είχε ιδρυθεί το 1733 η πρώτη στην Κύπρο μετά την Τουρκική κατάκτηση Σχολή με πρώτο δάσκαλο τον διάκονο Φιλόθεο. Στις αρχές του 19ου αιώνα ακολουθεί η ίδρυση και άλλων ιδιωτικών σχολείων. Το 1822 ιδρύθηκε η Ελληνική Σχολή ή Σχολαρχείο, στο οποίο δίδαξαν ονομαστοί καθηγητές, όπως οι Δημ. Θεμιστοκλέους (1822-48), Αθ. Σακελλάριος (1849-53), Χρύσανθος Ιωαννίδης (1860-80), Νικόλαος Λανίτης (1880-96), Σίμος Μενάρδος (1896-7) κ.α. Το 1830 ιδρύθηκε το Αλληλοδιδακτικό Λάρνακας. Ο ναός του Αγίου Λαζάρου μερίμνησε ώστε η ιδιωτική εκπαίδευση να καταστεί δημόσια, ιδρύοντας δημόσια σχολεία τα οποία και συντηρούσε, μαζί με την ι. Μονή Αγίου Γεωργίου Κοντού, μέχρι τις πρώτες δεκαετίες του αιώνα μας. Συγκεκριμένα , το 1857 ίδρυσε στον περίβολο, πίσω από την εκκλησία, το “Δημόσιον Αλληλοδιδακτικόν Σχολείον” (το κτίριο του οποίου διατηρείται μέχρι σήμερα με τη σχετική επιγραφή στην πρόσοψη), το οποίον υπήρξε η επί κοινοτικής βάσεως συνέχεια του παλιού Αλληλοδιδακτικού Σκάλας. (Το κτίριο αυτό εχρησιμοποιείτο μέχρι το 1910, οπότε η Σχολή στεγάστηκε αλλού σαν Αρρεναγωγείο Σκάλας). Το 1859 ιδρύθηκε το Παρθεναγωγείο Σκάλας και λίγο μετά το Παρθεναγωγείο Λάρνακας, ενώ η Ελληνική Σχολή ή Σχολαρχείο μετατρεπόταν κι αυτό σε δημόσιο. Έτσι, στα μέσα του περασμένου αιώνα, η εκπαίδευση από ιδιωτική μετετράπη σε δημόσια, χάριν στις ενέργειες της Εκκλησιαστικής Επιτροπής του Αγίου Λαζάρου. Χάριν πάλιν της ιστορίας σημειώνουμε ότι το 1898 η Ελληνική Σχολή μετετράπη σε Ημιγυμνάσιο και, τελικά, το 1911, στο γνωστό Παγκύπριο Εμπορικό Λύκειο Λάρνακας (και νύν Παγκύπριο Λύκειο Λάρνακας) που ακτινοβολούσε σ΄ όλη την Κύπρο για δεκαετίες.
Παρόμοια ήταν η μέριμνα του ναού στα χρόνια της Τουρκοκρατίας και τις πρώτες δεκαετίες της Αγγλοκρατίας στον τομέα της φιλανθρωπίας και κοινωνικής πρόνοιας, ελλείψει φιλανθρωπικών σωματείων και κρατικής μέριμνας.
Τέλος πρέπει να σημειωθεί ότι, όταν Πρόεδρος της Επιτροπής ήταν ο ιστοριοδίφης Ν. Γ. Κυριαζής (1922-24 και 1927-28), ιδρύθηκε και “Μουσείον Αγίου Λαζάρου “, το οποίο στεγαζόταν στον περίβολο του ναού, στο κτίριο του Αλληλοδιδακτικού Σχολείου και περιλάμβανε δεκάδες βυζαντινών εικόνων που πρέπει να ανήκαν σε παλαιότερο εικονοστάσι, καθώς και άλλα εκκλησιαστικά αντικείμενα. Τα κειμήλια αυτά μεταφέρθηκαν αργότερα, δυστυχώς, στο μεσαιωνικό κάστρο της τουρκικής συνοικίας Σκάλας, στο οποίο στεγάσθηκε το τότε το Επαρχιακό Μουσείο Λάρνακας, με συνέπεια να πέσουν στα χέρια των Τούρκων, κατά την Τουρκοκυπριακή ανταρσία του 1963, και να χαθούν. Το μουσείο έχει επανασυσταθεί και λειτουργεί στη νοτιοανατολική στοά του περίβολου του ναού από το 1990.
Σήμερα με την ανάληψη από το κράτος όλων των τομέων κοινωνικής δραστηριότητας, ο ρόλος του ναού περιορίστηκε στη θρησκευτική ζωή της πόλης. Οι μεγάλες καμπάνες που στολίζουν το τιτάνιο καμπαναριό, στέλλουν, σχεδόν καθημερινά, τη γλυκιά μελωδία τους στα πέρατα της πόλης. Ο γνωστός ήχος τους αποτελεί χαρακτηριστικό και οικείο ήχο για τους Λαρνακείς, που έσμιξε με την καθημερινή τους ζωή, ένα ήχο που για ολόκληρες γενιές τώρα μας καλεί στις λειτουργίες και τους εσπερινούς, σε κατανυκτικές ακολουθίες, σε γάμους και σε κηδείες, σε επίσημες δοξολογίες αλλά και στις ταπεινές παρακλήσεις.
Τελειώνοντας την ιστορική τούτη αναδρομή, ας ευχηθούμε ο άγιος Λάζαρος, ο και πολιούχος της Λάρνακας, να φυλάττει την πόλη του από κάθε κακό και να πρεσβεύει για τους πιστούς. Αλλά κι εμείς πρέπει να συνειδητοποιήσουμε τι θησαυρό διαθέτει η πόλη μας και να προσπαθήσουμε να ξαναγίνει η χιλιόχρονη εκκλησία με τον αγιασμένο τάφο τόπος πανορθοδόξου προσκυνήματος. Ιδίως στο τριήμερο, που αρχίζει την παραμονή της γιορτής του αγίου με το μεγάλο εσπερινό και συνεχίζεται την επαύριο, “Σάββατο του Λαζάρου”, με πανηγυρική λειτουργία το πρωί και μεγάλη λιτανεία στους δρόμους της πόλης το απόγευμα και τελειώνει την Κυριακή των Βαίων με πανηγυρική πάλι λειτουργία. Τέτοιες μέρες οι πιστοί της Λάρνακας νοιώθουν πιο κοντά στους Αγίους Τόπους, ζουν πιο έντονα τις παραμονές του θείου Πάθους και τα ένδοξα προεόρτια της Αναστάσεως, σε μια δεύτερη μα πραγματική “Βηθανία”, κοντά στο μνήμα του αγαπημένου φίλου του Χριστού.