Αν δεν επιτραπεί σ’ ένα παιδί
να μπει στο χώρο του φανταστικού,
δε θα μπορέσει ποτέ ν’ αντιμετωπίσει
την πραγματικότητα.
Η ανάγκη ενός παιδιού για ιστορίες
είναι τόσο βασική,
όσο και η ανάγκη του για φαγητό και
εκδηλώνεται όπως ακριβώς και η πείνα.
”Πες μου μια ιστορία, μπαμπά,
σε παρακαλώ.”
Και τότε ο πατέρας κάθεται
και λέει μια ιστορία στον γιο του.
Ή αλλιώς
ξαπλώνει στο σκοτάδι πλάι του,
οι δυο τους στο κρεβάτι του παιδιού,
και αρχίζει να μιλά σα να μην έχει
απομείνει τίποτα στον κόσμο
πέρα από τη φωνή του,
λέγοντας μέσα στο σκοτάδι
μια ιστορία στον γιο του.
Συχνά είναι ένα παραμύθι
ή μια περιπετειώδης ιστορία.
Συχνά όμως
δεν είναι τίποτα περισσότερο
από ένα απλό άλμα στο φανταστικό.
Μια φορά ήταν ένα αγοράκι
που το έλεγαν Ντάνιελ, λέει ο Α.
στον γιο του που τον λένε Ντάνιελ,
και οι ιστορίες στις οποίες
το ίδιο το αγόρι είναι ο ήρωας,
είναι ίσως αυτές που το ευχαριστούν
περισσότερο.
Κατά τον ίδιο τρόπο,
ο Α. συνειδητοποιεί ότι
ενώ κάθεται στο δωμάτιό του
γράφοντας το Βιβλίο της Μνήμης,
μιλά για τον εαυτό του
ως κάποιον άλλον προκειμένου
να πει την ιστορία του εαυτού του.
Πρέπει
να καταστήσει τον εαυτό του απόντα
προκειμένου να βρει τον εαυτό του εκεί.
Κι έτσι λέει ο Α.,
έστω κι αν θέλει να πει εγώ.
Επειδή η ιστορία της μνήμης
είναι η ιστορία της όρασης.
Κι έστω κι αν τα πράγματα που πρέπει
να ιδωθούν δε βρίσκονται πια εκεί,
αυτή είναι η ιστορία της όρασης.
Κι έτσι η φωνή συνεχίζει. Και ακόμα
κι αν το παιδί κλείσει τα μάτια του
και αποκοιμηθεί,
η φωνή του πατέρα του
συνεχίζει να μιλά μες στο σκοτάδι.
Πωλ Όστερ / Απόσπασμα από το βιβλίο «Η Επινόηση της Μοναξιάς»
…………………………………………………………….