Search
Close this search box.

Μαρτυρίες Μισού Αιώνα – Κυριάκος Καπετάνιος στο Skala Times: «Η γενιά μου, που έζησε αυτά τα γεγονότα, τα θυμάται πολύ έντονα. Δεν μπορείς να ξεχάσεις το σπίτι που γεννήθηκες, την εκκλησία που πήγαινες και το σχολείο που φοιτούσες»


Σήμερα συμπληρώνονται 50 χρόνια.
50 χρόνια από τη μέρα που έμελλε να γραφτεί με μαύρα γράμματα στην ιστορία της πατρίδας μας και στις ψυχές όλων όσων άφησαν ένα κομμάτι της καρδιάς τους στα κατεχόμενα μέρη του νησιού μας.
50 χρόνια από εκείνο το πρωινό της 20 ης Ιουλίου που έφερε τους συμπατριώτες μας αντιμέτωπους με την πιο σκοτεινή και βάναυση πλευρά της ανθρωπότητας.
Με τον πόνο, τον θρήνο, την απόγνωση.
Συναισθήματα που μόνο όσοι και όσες βίωσαν τα γεγονότα του 1974 μπορούν να αντιληφθούν και μνήμες που παραμένουν πιο έντονες από ποτέ, σήμερα που ηχούν για 50 η χρονιά οι σειρήνες.
Και εμείς, όσοι δεν ζήσαμε τις τραγικές μέρες της εισβολής αλλά ζούμε στον απόηχο των όσων έγιναν, έχουμε χρέος να ακούσουμε, να διαβάσουμε, να μάθουμε.
Την ιστορία έτσι όπως διαδραματίστηκε, τα γεγονότα έτσι όπως εκτυλίχτηκαν.
Χρέος απέναντι στον ίδιο μας τον εαυτό, την πατρίδα μας αλλά και τους γονείς, τις γιαγιάδες και τους παππούδες μας που βίωσαν τον ξεριζωμό και την προσφυγιά.
Με αφορμή την σημερινή επέτειο, ο παππούς μου Κυριάκος Καπετάνιος, ο οποίος υπηρέτησε ως έφεδρος αξιωματικός στην Εθνική Φρουρά το 1974, μιλά στο Skala Times για εκείνο το μαύρο καλοκαίρι, τα συναισθήματα που ξυπνά η σημερινή μέρα αλλά και για τις πληγές που, μισό αιώνα μετά, ματώνουν περισσότερο από ποτέ. Επίσης τονίζει τη σημασία της ενότητας σε μια μοιρασμένη πατρίδα.

Φωτογραφία του 1974

Του Γιώργου Μιχαηλίδη

Παππού, θα ήθελα αρχικά να μας πεις πως σε βρήκε ο Ιούλιος του 1974.
Το 1974 ήμουν 34 χρονών και ζούσα στην Αμμόχωστο μαζί με την γυναίκα μου και τις δύο μου κόρες (δύο και τεσσάρων χρονών). Τότε εργαζόμουν στο Γραφείο Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων, οπότε σε ένα ευρύτερο πλαίσιο ζούσαμε μια πολύ ευχάριστη και ευτυχισμένη ζωή στον οικογενειακό, επαγγελματικό αλλά και κοινωνικό τομέα.

Είχατε δει κάποια σημάδια που προμήνυαν την τραγωδία που επρόκειτο να εκτυλιχθεί στην Κύπρο;
Σαφέστατα. Αρχικά, υπήρχε έντονη σύγκρουση μεταξύ των δυνάμεων του κράτους και των παράνομων της Κύπρου. Λόγω αυτού, η κυβέρνηση ασκούσε πίεση στους παράνομους οι οποίοι εξασθένησαν σε μεγάλο βαθμό. Ταυτόχρονα, οι παράνομοι είχαν την υποστήριξη της ελληνικής Χούντας και έτσι η κυβέρνηση ζήτησε από την Χούντα να απομακρύνει τους Έλληνες αξιωματικούς.
Επιπλέον, η κυπριακή κυβέρνηση έπαυσε ορισμένους κρατικούς αξιωματούχους τόσο από την παιδεία όσο και από το στράτευμα.
Όλα αυτά είχαν οξύνει ακόμη περισσότερο την ήδη τεταμένη κατάσταση και σε συνδυασμό με όσα μετέδιδε ο Τύπος και διάφορα πρακτορεία ειδήσεων (όπως το BBC), μια εσωτερική ή και εξωτερική σύγκρουση ήταν αναμενόμενη. Η περιρρέουσα ατμόσφαιρα προμήνυε κάτι πολύ χειρότερο.

20 Ιουλίου 1974. Τι θυμάσαι από εκείνο το πρωινό;
Τότε ήμουν έφεδρος αξιωματικός στο στρατό. Έτσι, από το προηγούμενο βράδυ είχα προετοιμάσει τη στολή μου και παρακολουθούσα τις εξελίξεις από τα διεθνή πρακτορεία ειδήσεων.
Όταν άκουσα πως ένας αριθμός πλοίων ξεκίνησε από την Τουρκία να έρχεται στην Κύπρο, ήμουν σχεδόν βέβαιος για το τί επρόκειτο να γίνει. Το πρωί της 20 ης Ιουλίου, γύρω στις 05:00 άρχισε η εισβολή. Τότε, έσπευσα και παρουσιάστηκα στο στράτευμα και συγκεκριμένα στο 341 Τάγμα Πεζικού, εκεί όπου και ανήκα. Εκεί αντιλήφθηκα πως όλος ο κόσμος έτρεξε να βοηθήσει στην αντιμετώπιση της τουρκικής εισβολής.
Κάτι που θυμάμαι χαρακτηριστικά είναι πως δεν έτρεξαν μόνο όσοι είχαν υπηρετήσει στο στρατό αλλά και όσοι δεν είχαν υπηρετήσει καθόλου όπως ο Γιώργος Παπαντωνίου και ο Αντρέας Μ. Βασιλείου. Άτομα σαν και αυτούς δεν είχαν καμία νομική υποχρέωση να παρουσιαστούν στο στρατό αφού παρά το ότι δεν είχαν προϋπηρεσία, ήταν και μεγάλοι στην ηλικία. Όταν ξέρεις τι σημαίνει στρατός, τι σημαίνει πόλεμος και τι σημαίνει τουρκική εισβολή, η κατάταξη σου στον στρατό δεν χαρακτηρίζεται από έναν άκρατο ενθουσιασμό πηγαίνοντας να ελευθερώσεις τον τόπο σου. Ξέρεις ότι πας για να περισώσεις ότι μπορείς να περισώσεις, αφήνοντας πίσω σου γονείς, αδέλφια, γυναίκα και παιδιά, χωρίς να ξέρεις αν θα τους ξαναδείς.

Πως βίωσες τις μέρες που ακολούθησαν;
Τότε ήμουν υπάλληλος της κυβέρνησης οπότε μέσα στις επόμενες μέρες μου δόθηκε άδεια να επιστρέψω στην υπηρεσία μου για να κρατήσουμε την κυβέρνηση ζωντανή. Στόχος μας ήταν να λειτουργήσουμε την κρατική υπηρεσία, πράγμα το οποίο καταφέραμε μέχρι τη μέρα της δεύτερης εισβολής. Θυμάμαι ότι τη μέρα που πήγα πίσω στο Γραφείο Εργασίας το πρώτο πράγμα που αντίκρυσα στο γραφείο μου ήταν χιλιάδες κομμάτια από σπασμένα γυαλιά και θραύσματα. Αυτό συνέβη γιατί τις προηγούμενες μέρες οι Τούρκοι είχαν πολυβολήσει το Δημαρχείο Αμμοχώστου που ήταν απέναντι από το Γραφείο Εργασίας όπου εργαζόμουν.

Ήρθες αντιμέτωπος με αποκαρδιωτικές εικόνες καθώς και με όλες τις εκφάνσεις του ανθρώπινου πόνου. Υπήρξε κάποια στιγμή που να είναι καταγεγραμμένη στο μυαλό σου μέχρι και σήμερα;
Υπήρξαν δύο περιστατικά τα οποία θυμάμαι πολύ παραστατικά.
Όταν κατατάγηκα, η πρώτη τακτοποίηση μου ήταν στο Οικονομικό Γυμνάσιο Αμμοχώστου. Εκεί είδα έναν στρατιώτη, τον Χαράλαμπο Φακλαμά, που στεκόταν στο παράθυρο. Αμέσως, του είπα να φύγει αφού απέναντι (σε απόσταση εντός βολής) βρισκόταν το Τουρκικό Λύκειο εκεί από όπου πριν από λίγα λεπτά είχαν σκοτώσει έναν Έλληνα αξιωματικό που βρισκόταν στην ίδια θέση με τον Χαράλαμπο. Θυμάμαι τότε να μου λέει χαρακτηριστικά: “μα εν τόσο μακριά”. Ευτυχώς όμως με άκουσε και έφυγε γιατί δεν πέρασε πολλή ώρα και μια σφαίρα διέτριψε το γυάλινο παράθυρο, εκεί ακριβώς όπου καθόταν ο στρατιώτης. Εκείνη την στιγμή δεν θα την ξεχάσω ποτέ.
Η άλλη έντονη ανάμνηση που έχω είναι από τον πολυβολισμό των Τούρκων. Ύστερα από το Οικονομικό Γυμνάσιο Αμμοχώστου, είχαμε μετατεθεί στο δάσος της λίμνης του Αγίου Λουκά. Εκεί μου ανατέθηκε ένας λόχος με πολύ μειωμένο οπλισμό (35-40 όπλα) και πέραν των 100 οπλιτών. Σε κάποια στιγμή, 2-3 αεροπλάνα πετούσαν κυκλικά πάνω από την λίμνη. Από τις εμπειρίες μου, ήξερα πως θα ακολουθούσε πολυβολισμός οπότε είχα πει στα παιδιά να βρούμε τρόπους να προφυλαχτούμε, ενώ παράλληλα τους τόνισα πως σε καμία περίπτωση δεν θα ρίχναμε πυρά.
Προσωπικά, για προφύλαξη είχα πάρει μερικούς κορμούς δέντρων και σκέπασα το κεφάλι μου. Αφού πέρασαν μερικά λεπτά, επέστρεψαν τα αεροπλάνα και έτσι ένας χειριστής του αντιαεροπορικού ξεκίνησε να ρίχνει αλλά μετά από λίγο αυτό υπέστη εμπλοκή. Τότε, άρχισαν οι Τούρκοι να μας πολυβολούν, χωρίς να έχουμε καμία δύναμη να αντιμετωπίσουμε την κατάσταση. Έτσι, το μόνο που έκανα ήταν να βάλω τον σταυρό μου και να προσευχηθώ στον Θεό και στον Απόστολο Αντρέα να μας γλιτώσουν για να γλιτώσουν τα παιδιά μας. Μετά από λίγα λεπτά πολυβολισμού έφυγαν τα αεροπλάνα χωρίς ευτυχώς να έχω τραυματιστεί.

Σήμερα συμπληρώνονται 50 χρόνια από τον Ιούλιο του 1974. Τι συναισθήματα ή σκέψεις σου ξυπνά η φετινή επέτειος;
Πάντοτε στη σκέψη μου είναι ότι υπήρξε μια ατιμώρητη προδοσία της Κύπρου τόσο από τις κρατικές μας υπηρεσίες όσο και από τους Έλληνες που ποτέ δεν ασχολήθηκαν να λάβουν κάποια μέτρα για τους υπαίτιους. Τουλάχιστον, κάποια μέτρα κατά των εσωτερικών και εξωτερικών κίνδυνων έπρεπε να ληφθούν. Με την πάροδο των χρόνων αυτή η σκέψη παραμένει.

Χωρίς αμφιβολία, οι σκληρές εικόνες του πολέμου αφήνουν το δικό τους αποτύπωμα στο σώμα αλλά και στην ψυχή. Πόσο εύκολο ήταν για σένα να διαχειριστείς αυτά τα τραύματα και τις μνήμες σε μεταγενέστερο στάδιο;
Παρά το νεαρό της ηλικίας μου θεωρώ πως ήμουν ένας αρκετά ώριμος και έμπειρος άνθρωπος. Έτσι, με το πέρας του πολέμου το κυριότερο μέλημα μου ήταν να εμψυχώσω τους υπόλοιπους που ήταν δίπλα μου.
Υπήρχαν τρείς κατηγορίες ανθρώπων μετά τα γεγονότα του ‘74. Αυτοί που υπέφεραν στο στράτευμα και κινδύνευσαν (όπως εγώ), αυτοί που είχαν ή έχουν ακόμη αγνοούμενους συγγενείς αλλά και αυτοί που έχασαν δικούς τους ανθρώπους, ακόμα και τα παιδιά τους. Σίγουρα τίποτα δεν μπορεί να συγκριθεί με τον συνεχή πόνο της απώλειας των όσων έχασαν τους οικείους τους αλλά και όσων τους περιμένουν ακόμα να γυρίσουν χωρίς να τους έχει δοθεί η ευκαιρία να κηδεύσουν όσους έχουν χάσει.
Παρόλα αυτά, είναι πολύ δύσκολο να επανέλθεις σε μια «κανονικότητα» μετά από ένα τέτοιο γεγονός. Θέλει δύναμη χαρακτήρα και πίστη για να βελτιώσεις την ψυχολογική σου κατάσταση και να ενταχθείς ξανά στην κοινωνία, αντιμετωπίζοντας τα πράγματα με ρεαλισμό. Κάποιοι μπόρεσαν να το καταφέρουν και κάποιοι δυστυχώς όχι σε μεγάλο βαθμό.

Λέμε πολλές φορές πως ο χρόνος επουλώνει τις πληγές. Ισχύει αυτό, σήμερα που μετράμε μισό αιώνα από την μέρα της εισβολής;
Σίγουρα ο χρόνος θεραπεύει πολλά. Ο πόνος και η θλίψη για τον χαμό των περιουσιών που χτίστηκαν με πολύ κόπο και μόχθο είναι πολύ μεγάλος. Παρ’ όλα αυτά, με την πάροδο του χρόνου και την επαναδραστηριοποίηση των ανθρώπων της πρώτης γενεάς, κάποια πράγματα ξεθωριάζουν και ο άνθρωπος στέκεται στην αναδημιουργία. Όμως, για αυτούς που έχασαν παιδιά, γονείς ή άλλους δικούς τους ανθρώπους, ο χρόνος δεν παύει από το να ξύνει μια πληγή που αιμορραγεί εδώ και μισό αιώνα.

Μεγαλώσατε τις επόμενες γενιές με το σύνθημα «Δεν Ξεχνώ και Αγωνίζομαι» στα χείλη. Πιστεύεις πως ο κυπριακός λαός έχει ξεχάσει; Οι νέες γενιές ξέρουν τον πόνο που βίωσε η πατρίδα μας το 1974;
Η γενιά μου, που έζησε αυτά τα γεγονότα, τα θυμάται πολύ έντονα. Δεν μπορείς να ξεχάσεις το σπίτι που γεννήθηκες, την εκκλησία που πήγαινες και το σχολείο που φοιτούσες. Οι μεταγενέστερες γενιές δεν μπορούν να έχουν τόσο έντονα συναισθήματα. Όμως, για να διατηρηθούν αυτές οι μνήμες χρειάζεται η συμβολή των γονέων, του σχολείου αλλά και της κοινωνίας.

Τέλος, τι μήνυμα θα ήθελες να στείλεις στους αναγνώστες τους Skala Times;
Πρώτα απ’ όλα, σαν πολίτες αυτού του τόπου πρέπει να αγαπούμε την πατρίδα μας. Την Κύπρο μας.
Ύστερα, με τις πράξεις και τις ενέργειες μας πρέπει να συμβάλουμε στην ενότητα του κόσμου.
Μπορεί να υπάρχουν κοινωνικές, οικονομικές ή άλλες διαφορές, αλλά ο μέγιστος στόχος μας πρέπει να είναι ένας ενωμένος κόσμος -ψυχικά και άλλωσπως- και σε αυτό μπορούν να συμβάλουν πολλοί (τα πολιτικά κόμματα, ο τύπος, η οικογένεια). Διαφορετικά δεν μπορούμε να πάμε μπροστά σαν κοινωνία.
Συνεπώς, πρέπει όλοι να βοηθήσουμε στην βελτίωση και αναβάθμιση της νέας γενεάς, ενισχύοντας και εμπλουτίζοντας τον κοινωνικό μας πολιτισμό, στόχο στον οποίο χρειάζεται να συμβάλει έμπρακτα η κυβέρνηση.
Εκτός αυτού, πρέπει να μάθει ο κόσμος να αποδέχεται την αντίθετη γνώμη. Έχει μεγάλη σημασία να αναπτύσσουμε ένα διάλογο με τον άλλον έτσι ώστε να υιοθετήσουμε την διαλεκτική φιλοσοφία του Λαρνακέα στωικού φιλόσοφου, του Ζήνωνα του Κιτιέα.

Κατάταξη

Share:

Facebook
Twitter
Pinterest
LinkedIn
On Key

Related Posts

error: Content is protected !!