Εκδήλωση απονομής του Ετήσιου Βραβείου Δημοκρατίας, με την ευκαιρία της Διεθνούς Ημέρας Δημοκρατίας (15ηΣεπτεμβρίου) που καθιέρωσε ο ΟΗΕ, διοργάνωσε η ΚΚΠΜ-Πολιτεία και το Ίδρυμα Universitas.
Το Βραβείο Δημοκρατίας για το 2024 απονεμήθηκε στην κα Σκεύη Κουκουμά, πρώην βουλεύτρια, για τη συμβολή της στην ενίσχυση της δημοκρατίας και στην υπεράσπιση των δικαιωμάτων των γυναικών-θυμάτων βιασμού κατά την τουρκική εισβολή του 1974.
Η εκδήλωση πραγματοποιήθηκε την Πέμπτη 12 Σεπτεμβρίου 2024, η ώρα 19.30, στη Δημοσιογραφική Εστία στην Αγλαντζιά.
Η ανάρτηση της κ. Κουκουμά:
Ευχαριστώ όλες και όλους που παρευρέθηκαν ψες στην απονομή του Βραβείου Δημοκρατίας 2024 από την “Πολιτεία” και το Ίδρυμα Universitas.
Όπως είπα και ψες, παρέλαβα με τιμή αυτό το βραβείο εξ ονόματος όλων των γυναικών θυμάτων του 1974 που δεν θα τις βρούμε σε καμιά εκδήλωση γιατί συνεχίζουν να νιώθουν οι ίδιες την ντροπή για όσα βίωσαν. Γιατί ακόμα να τις πείσουμε ότι όλη η ντροπή ανήκει στους δράστες, στους βιαστές, στον κατοχικό στρατό και την ίδια την Τουρκία. Το παραλαμβάνω αναλαμβάνοντας ξανά την υποχρέωση να συνεχίσω την προσπάθεια εντοπισμού κι ενθάρρυνσης και άλλων θυμάτων να μιλήσουν.
Κι επειδή ανήκω σε αυτές και αυτούς που επέλεξαν συνειδητά τον συλλογικό δρόμο δράσης και αγώνα για τα πιστεύω τους, νιώθω ότι η τιμή αυτού του βραβείου είναι και τιμή προς τις εκατοντάδες άλλες γυναίκες της Κύπρου που εργαστήκαμε, αγωνιστήκαμε και παλέψαμε μαζί για τα δικαιώματα των γυναικών στον τόπο μας. Αυτό δεν το λέω από ψευδοταπεινότητα αλλά από τη βαθιά πεποίθησή μου ότι την πραγματική διαφορά δεν την κάνουν οι σπουδαίες μονάδες, αλλά οι σπουδαίες ομάδες. Πιστεύω στη δύναμη που έχουν οι πολλοί και οι πολλές όταν συντονίζονται και συγχρονίζονται τα οράματα και οι αγώνες τους. Πιστεύω στη δύναμη που έχει το οργανωμένο «εμείς» να πετυχαίνει μικρές και μεγάλες αλλαγές στην κοινωνία, μικρά και μεγάλα βήματα, μικρές και μεγάλες επαναστάσεις. Και είναι έτσι που αντιλαμβάνομαι και ολόκληρο τον αγώνα για την ισοτιμία των φύλων και τα δικαιώματα των γυναικών, που είναι και αυτό ένα κορυφαίο ζήτημα δημοκρατίας για τον τόπο μας και τον κόσμο ολόκληρο.
Αντιφώνηση Σκεύης Κουκουμά στην απονομή του Ετήσιου Βραβείου Δημοκρατίας για το 2024 από την ΚΚΠΜ-Πολιτεία και το Ίδρυμα Universitas
Κυρίες και κύριοι,
Φίλες και φίλοι,
Θέλω πρώτα από όλα να ευχαριστήσω από καρδιάς το Κέντρο Κοινωνικών και Πολιτικών Μελετών ΠΟΛΙΤΕΙΑ «Πολιτεία» και το Ίδρυμα Universitas για αυτή τη μεγάλη τιμή που μου κάνει. Μια τιμή που αποκτά μεγαλύτερη σημασία αφού με το Βραβείο αυτό τιμήθηκαν προσωπικότητες και φορείς του τόπου με πορεία προσφοράς και υπηρεσίας για την κυπριακή κοινωνία.
Αισθάνομαι επίσης ιδιαίτερη τιμή γιατί το βραβείο αυτό είναι αφιερωμένο στη Δημοκρατία και όπως -είμαι βέβαιη όλοι και όλες γνωρίζουμε- η Δημοκρατία δεν είναι μόνο το να έχουμε εκλογές κι εκλογικές διαδικασίες. Είναι και πολλά άλλα. Δημοκρατία είναι τα ανθρώπινα δικαιώματα, είναι η κοινωνική δικαιοσύνη, είναι η ισοτιμία των φύλων, είναι οι ατομικές και συλλογικές ελευθερίες. Και αισθάνομαι χαρά γιατί σήμερα βλέπω ανάμεσα μας πολλούς και πολλές που έδωσαν και δίνουν αγώνες για όλα αυτά, ο καθένας και η καθεμιά από το δικό του μετερίζι και τη δική του αφετηρία.
Κυρίες και κύριοι,
Φίλες και φίλοι,
Σήμερα, με τιμάτε για τη συμβολή μου για να βγει στο φως, αν όχι η πιο δραματική και πιο οδυνηρή, σίγουρα η πιο άγνωστη -και για τους περισσότερους η πιο άβολη- πτυχή της τραγωδίας του 1974. Κι αυτή είναι η ιστορία των εκατοντάδων Ελληνοκυπρίων γυναικών που υπέστησαν βιασμούς, σεξουαλική βία και ανείπωτες φρικαλεότητες από τον τουρκικό Αττίλα κατά την εισβολή του 1974. Και παρότι λοιπόν παραλαμβάνω σήμερα ένα βραβείο για αυτή τη συμβολή, εγώ νιώθω την ανάγκη να πω -και με αυτή την ευκαιρία- ένα συγγνώμη σε αυτές τις γυναίκες. Ένα συγγνώμη -το οποίο δεν είπε ποτέ η κυπριακή Πολιτεία. Ένα συγγνώμη γιατί αργήσαμε, όλοι και όλες, να ακούσουμε τις σιωπές αυτών των γυναικών. Να ακούσουμε τις μαρτυρίες και το μαρτύριό τους. Να σταθούμε δίπλα τους. Να τους πούμε ότι δεν έχουν τίποτα να ντρέπονται οι ίδιες, ότι όλη η ντροπή ανήκει στους δράστες, στους βιαστές, στον τουρκικό στρατό και στην Τουρκία.
Πρέπει να σας ομολογήσω ότι όταν άρχιζα το 2015 -ως βουλευτής του ΑΚΕΛ και Γενική Γραμματέας της ΠΟΓΟ- να καταπιάνομαι με το θέμα, δεν είχα ιδέα για το πόσα έκρυβε αυτό το κουβάρι που άρχισε να ξετυλίγεται και ότι τελικά θα ήταν το πιο πικρά συγκλονιστικό και δραματικό πράγμα με το οποίο ήρθα αντιμέτωπη σε όλη μου τη ζωή.
Όταν λοιπόν έθεσα το ζήτημα στην Επιτροπή Προσφύγων και Παθόντων της Βουλής και ακολούθως έκανα μια σχετική δήλωση στα Μέσα Ενημέρωσης, άρχισα να δέχομαι το ένα μετά το άλλο ανώνυμα τηλεφωνήματα από γυναίκες που ήθελαν να μιλήσουν. Γυναίκες στις οποίες ορκίστηκα εχεμύθεια και εμπιστευτικότητα. Δεν ήθελαν να εκτεθούν, μόνο να μιλήσουν για όσα βίωσαν αλλά για όσα βιώνουν ακόμα εξαιτίας των βιασμών και της βίας που υπέστησαν. Μέχρι σήμερα συνάντησα περίπου 80 γυναίκες σε συνθήκες απόλυτης διακριτικότητας και μυστικότητας, οι οποίες το μόνο που ήθελαν ήταν να βγάλουν από μέσα τους, με ποταμούς από δάκρυα, το μαρτύριό τους που είναι ένα μαρτύριο 50 χρόνων. Παράλληλα, άρχισα έρευνες για το θέμα τόσο στον Κυπριακό Ερυθρό Σταυρό, όσο και στην έδρα του Διεθνούς Ερυθρού Σταυρού στη Γενεύη.
Δεν είναι δυνατόν να περιγραφούν σε όλες τους τις διαστάσεις οι βαρβαρότητες των βιαστών, οι ομαδικοί βιασμοί, οι βιασμοί μπροστά από τις οικογένειες και τα παιδιά τους, τα βασανιστήρια, ο εξευτελισμός, οι στραγγαλισμοί από τους Τούρκους εισβολείς. Αυτά και άλλα που δεν μπορεί να φανταστεί ο ανθρώπινος νους ενώ ανάμεσα στα θύματα περιλαμβάνονταν γυναίκες εγκυμονούσες, γυναίκες με νοητική υστέρηση κι ανήλικα κορίτσια. Η συνέχεια δόθηκε με τις εκτρώσεις που διενεργούνταν μαζικά εκείνες τις μέρες στο νοσοκομείο της βρετανικής βάσης Ακρωτηρίου σε γυναίκες θύματα βιασμών, με τη βοήθεια του Ερυθρού Σταυρού και μετά από την συναίνεση και της κυπριακής Εκκλησίας.
Το άλλο κομμάτι του μαρτυρίου όμως ήταν η αντιμετώπιση από τις οικογένειές τους και από το κυπριακό κράτος. Το κυπριακό κράτος, μετά από μια καταγγελία του θέματος στην Επιτροπή Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων του Συμβουλίου της Ευρώπης το 1976, διέγραψε τους βιασμούς και τις βιασθείσες από την συλλογική και κρατική μνήμη. Δεν αναφέρονταν καν στους παθόντες της τραγωδίας του 1974, ούτε έτυχαν ποτέ κάποιας βοήθειας ψυχολογικής, ιατρικής, οικονομικής για να ξεπεράσουν, όσο είναι δυνατόν, το μαρτύριο και τις συνέπειές του. Οι δε προσωπικές και οικογενειακές ιστορίες της καθεμιάς από τις βιασθείσες γυναίκες δεν χωρούν σε καμιά αφήγηση, ούτε σε κινηματογραφικές ταινίες. Γυναίκες που τις πάντρεψαν με το ζόρι για να ξεπλυθεί η ντροπή. Γυναίκες που στάλθηκαν από τις οικογένειες τους στο εξωτερικό για να ξεχαστεί η ντροπή. Γυναίκες που υποβλήθηκαν σε εξαναγκαστική κολπορραφή για να είναι παρθένες. Γυναίκες που τις εγκατέλειψαν οι σύζυγοί και οι αρραβωνιαστικοί. Γυναίκες που τις έβριζαν καθημερινά οι σύζυγοι τους γιατί ήταν ατιμασμένες. Γυναίκες που εξομολογήθηκαν το μαρτύριο τους μόνο σε ιερέα. Γυναίκες που δεν τις εγκατέλειψαν αλλά τους συμπαραστάθηκαν οι σύζυγοι τους παρά τις πιέσεις των πεθερικών. Γυναίκες που έχασαν τα λογικά τους, που δεν μπόρεσαν ποτέ να κάνουν οικογένεια, να εργαστούν, να σταθούν στα πόδια τους. Γυναίκες που στάθηκαν όρθιες και σήκωσαν αδιανόητα ψυχολογικά βάρη. Γυναίκες που θα αναγνωρίσετε το δράμα τους στην όψη τους, μα και γυναίκες που δεν θα περνούσε από το μυαλό σας ότι κουβάλησαν και κουβαλούν τέτοιο σταυρό.
Σημειώνω επίσης με παρρησία και ευθύνη ότι στη δική μου αντίληψη, σε όλο αυτό το δράμα της σεξουαλικής βίας ως έγκλημα πολέμου στην Κύπρο περιλαμβάνονται και οι βιασμοί Τουρκοκυπρίων γυναικών από Ελληνοκύπριους μέλη της ΕΟΚΑ Β΄ για τους οποίους επίσης υπάρχουν μαρτυρίες κι αναφορές. Όποιος αρνείται να μιλήσει για αυτά όπως και γενικότερα για τις σφαγές Τ/κ αμάχων από Ελληνοκύπριους φασίστες, τότε δεν έχει καταλάβει τι σημαίνει πόλεμος, τι σημαίνει βαρβαρότητα και φασισμός. Το γεγονός ότι δεν μπορούν να εξισωθούν τα εγκλήματα ενός κρατικού στρατού όπως ήταν ο τουρκικός κατοχικός Αττίλας με τα εγκλήματα παραστρατιωτικών εξτρεμιστικών οργανώσεων, δεν καθιστά λιγότερο οδυνηρό το τραύμα που υπέστησαν οι Τουρκοκύπριες γυναίκες θύματα. Τούτος ο τόπος πρέπει να μάθει να λέει και να αναζητά την αλήθεια, όλη την αλήθεια και μόνο την αλήθεια. Και αυτό αποτελεί όρο και προϋπόθεση αν θα μπορέσουμε επιτέλους να ζήσουμε σε μια πατρίδα ελεύθερη, ενωμένη, ανεξάρτητη και ειρηνική.
Επιστρέφοντας στο ζήτημα των Ελληνοκυπρίων γυναικών θυμάτων βίας, αξίζει να υπογραμμίσω ότι με την ανάδειξη του θέματος πετύχαμε να αναγνωριστούν οι γυναίκες αυτές ως παθούσες σύμφωνα με τον Περί Παθόντων Νόμο και να λαμβάνουν όσες βρίσκονται στη ζωή ακόμα, οικονομική στήριξη. Αυτό έγινε κατορθωτό μέσα από την συνεργασία που αναπτύξαμε με την αείμνηστη Ζέτα Αιμιλιανίδου, με απόλυτη εμπιστοσύνη, εχεμύθεια κι αποφασιστικότητα. Τέλος, νιώθω την ανάγκη να επισημάνω και απόψε ότι, παρά τα όσα έχουν δει το φως της δημοσιότητας, παρά τα όσα έχω καταγράψει χωρίς να δουν το φως της δημοσιότητας, η αίσθηση και η αντίληψη που σχημάτισα είναι ότι ο αριθμός των θυμάτων βιασμών του 1974 είναι πολλαπλάσιος και μετριέται σε αρκετές εκατοντάδες. Με άλλα λόγια, η Κύπρος έζησε και ζει με μια παράλληλη τραγωδία μέσα στην τραγωδία του 1974, η οποία δεν γράφτηκε, δεν ειπώθηκε, δεν ψιθυρίστηκε καν, αλλά ζούσε και ζει μέσα στις ψυχές και τα μυαλά εκατοντάδων γυναικών της Κύπρου, οι περισσότερες από τις οποίες ζουν ανάμεσα μας και οι οποίες όχι μόνο σηκώνουν αυτό τον σταυρό αλλά δεν μπορούν να μιλήσουν για αυτόν.
Κυρίες και κύριοι,
Φίλες και φίλοι,
Χαίρομαι που αυτό το ζήτημα αναδείχθηκε από την «Πολιτεία» και το Ίδρυμα Universitas μέσα από το Ετήσιο Βραβείο Δημοκρατίας, γιατί είναι ζήτημα Δημοκρατίας να μην αποσιωπάται η γυναικεία ματιά, η γυναικεία οπτική, τα γυναικεία βιώματα στο ιστορικό αφήγημα. Είναι ζήτημα Δημοκρατίας να γράφεται και να λέγεται ολόκληρη η τραγωδία του 1974, χωρίς να μένει έξω το μαρτύριο που υπέστησαν εκατοντάδες γυναίκες λόγω του φύλου και της εθνικότητάς τους. Είναι ζήτημα Δημοκρατίας να έχουν οι γυναίκες τη θέση που τους αξίζει στην ιστοριογραφία και στην Ιστορία.
Τέλος, αγαπητές φίλες και φίλοι, θα ήθελα να κλείσω με τρεις επισημάνσεις:
Πρώτον, Παραλαμβάνω με τιμή αυτό το βραβείο εξ ονόματος όλων των γυναικών θυμάτων που δεν θα τις βρούμε σε καμιά εκδήλωση γιατί συνεχίζουν να νιώθουν οι ίδιες την ντροπή για όσα βίωσαν. Το παραλαμβάνω αναλαμβάνοντας ξανά την υποχρέωση να συνεχίσω την προσπάθεια εντοπισμού κι ενθάρρυνσης και άλλων θυμάτων να μιλήσουν.
Δεύτερο, ανήκω σε αυτές και αυτούς που επέλεξαν κι επιλέγουν συνειδητά τον συλλογικό δρόμο δράσης και αγώνα για τα πιστεύω τους. Για αυτό, η τιμή αυτού του βραβείου είναι και τιμή προς τις εκατοντάδες άλλες γυναίκες της Κύπρου που εργαστήκαμε, αγωνιστήκαμε και παλέψαμε μαζί για τα δικαιώματα των γυναικών στον τόπο μας. Αυτό δεν το λέω από ψευδοταπεινότητα αλλά από τη βαθιά πεποίθησή μου ότι την πραγματική διαφορά δεν την κάνουν οι σπουδαίες μονάδες, αλλά οι σπουδαίες ομάδες. Πιστεύω στη δύναμη που έχουν οι πολλοί και οι πολλές όταν συντονίζονται και συγχρονίζονται τα οράματα και οι αγώνες τους. Πιστεύω στη δύναμη που έχει το οργανωμένο «εμείς» να πετυχαίνει μικρές και μεγάλες αλλαγές στην κοινωνία, μικρά και μεγάλα βήματα, μικρές και μεγάλες επαναστάσεις. Και είναι έτσι που αντιλαμβάνομαι και ολόκληρο τον αγώνα για την ισοτιμία των φύλων και τα δικαιώματα των γυναικών, που είναι και αυτό ένα κορυφαίο ζήτημα δημοκρατίας για τον τόπο μας και τον κόσμο ολόκληρο.
Και τέλος, πρέπει να πω ότι ανήκω -και θέλω να ανήκω- στις γυναίκες οι οποίες όταν βρέθηκαν σε αξιώματα και κέντρα λήψης αποφάσεων δεν πετάνε τη σκάλα πίσω τους, αλλά δίνουν το χέρι σε κάθε άλλη γυναίκα -και πρωτίστως στις νέες γυναίκες- για να πάρουν τη θέση που δικαιούνται στην πολιτική και στη δημόσια ζωή. Η Κύπρος είναι γεμάτη με ικανές, άξιες, έντιμες και έτοιμες γυναίκες να διαπρέψουν στην πολιτική, στη διακυβέρνηση, στην οικονομία, στον συνδικαλισμό, στην επιστήμη, στα γράμματα και τις τέχνες. Γυναίκες που θα διαπρέψουν όχι λόγω του φύλου τους, αλλά ανεξάρτητα από το φύλο τους. Με τις ιδέες, την ταυτότητα, την προσωπικότητα, την πορεία τους. Και δράττομαι της αποψινής ευκαιρίας να υπενθυμίσω ότι ακόμα έχουμε δρόμο να διανύσουμε.
Όχι μόνο για την ισότητα στα κέντρα λήψης αποφάσεων, στην κορυφή όπως θα λέγαμε της κοινωνίας, αλλά και στη βάση. Για τις γυναίκες της καθημερινότητας δηλαδή, που έχουν μια βάρδια στην δουλειά το πρωί και μια δεύτερη βάρδια στο σπίτι, στο νοικοκυριό, στα παιδιά, στην οικογένεια. Για τις γυναίκες του κόσμου της δουλειάς και του μεροκάματου, για τις γυναίκες των προσφυγικών συνοικισμών και των χωριών. Για τις νέες γυναίκες που είναι σήμερα πιο μορφωμένες από τις γενιές των μητέρων και των γιαγιάδων μας αλλά συνεχίζουν να είναι αντιμέτωπες με παλιές και νέες μορφές διακρίσεων, ανισοτιμίας και βίας.
Με αυτές τις σκέψεις ευχαριστώ όλους και όλες εσάς που βρίσκεστε απόψε εδώ και με τιμάτε με την παρουσία σας. Ευχαριστώ την οικογένειά μου, τους φίλους και τις φίλες, συνεργάτες, συναγωνίστριες, συντρόφους και συντρόφισσες που είναι απόψε εδώ. Ευχαριστώ ξανά την «Πολιτεία» και το Ίδρυμα Universitas και τους συγχαίρω για δράση τους.
(Πέμπτη, 12 Σεπτεμβρίου 2024, Δημοσιογραφική Εστία, Λευκωσία)