Η τριπλή πλανητική κρίση –κλιματική αλλαγή, απώλεια βιοποικιλότητας και ρύπανση – δεν αποτελεί μόνο περιβαλλοντικό ζήτημα, αλλά μια εξαιρετικά σοβαρή κρίση της ανθρωπότητας, η οποία αποτελεί απειλή για την ίδια την επιβίωσή μας. Καθώς οι κλιματολογικές συνθήκες μεταβάλλονται με ταχείς ρυθμούς, κυρίως λόγω των ανθρώπινων δραστηριοτήτων, οι ζωές μας επηρεάζονται με τρόπους που μπορεί από τη μια να είναι και αφανείς, αλλά να είναι και καταστροφικοί. Παρατηρούνται συχνότερα και εντονότερα καιρικά φαινόμενα, όπως ακραίες θερμοκρασίες, καταιγίδες, πλημμύρες, ξηρασίες και πυρκαγιές, με αρνητικές επιπτώσεις σε βασικούς παράγοντες για την ανθρώπινη ζωή, όπως είναι ο καθαρός αέρας, το νερό, οι ωκεανοί και το έδαφος. Παράλληλα, οι επιπτώσεις αυτές επεκτείνονται στις κοινωνικές, υγειονομικές και οικονομικές συνθήκες, όπως είναι η επάρκεια τροφίμων και η στέγη.
Για να αντιμετωπιστεί η κλιματική κρίση είναι αναγκαία η επίτευξη της προσαρμογής, δηλαδή, η λήψη μέτρων για μετριασμό ή πρόληψη των δυσμενών επιπτώσεων, για ενίσχυση της ανθεκτικότητας των κοινοτήτων, των οικοσυστημάτων και των οικονομιών απέναντι σε αυτές τις προκλήσεις. Και, για να είναι αποτελεσματική η προσαρμογή απαιτείται δράση σε όλα τα επίπεδα: από τα άτομα, τις κυβερνήσεις και τη διεθνή κοινότητα. Είναι εξίσου σημαντικό να αναγνωρίσουμε ότι οι επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής επηρεάζουν διαφορετικούς ανθρώπους με διαφορετικούς τρόπους, και ότι η ικανότητά μας να μετριάσουμε και να προσαρμοστούμε σε αυτές τις συνέπειες εξαρτάται από πλήθος παραγόντων –γεωγραφικών, οικονομικών και κοινωνικών, όπως ο τόπος διαμονής, η κοινωνικoοικονομική θέση, το μορφωτικό επίπεδο, και σε πολλές περιπτώσεις το φύλο.
Τα τελευταία χρόνια αναπτύσσονται πολιτικές για την αντιμετώπιση της κλιματικής κρίσης, λιγότερη ωστόσο είναι η αναφορά στην έμφυλη διάστασή της. Από σχετικές έρευνες παγκοσμίως διαφαίνεται ότι οι γυναίκες και τα κορίτσια, ιδιαίτερα σε ευάλωτες περιοχές και αναπτυσσόμενες χώρες, πλήττονται δυσανάλογα από την κλιματική κρίση, η οποία εντείνει ακόμη περισσότερο τις υπάρχουσες έμφυλες ανισότητες κατά περιπτώσεις.
Οι άνδρες και οι γυναίκες επηρεάζονται διαφορετικά, κυρίως, λόγω των διαφοροποιημένων ή και στερεοτυπικών εξουσιών, ρόλων και ευθυνών τους, τόσο σε επίπεδο νοικοκυριού όσο και της κοινότητας. Οι γυναίκες συχνά αντιμετωπίζουν μεγαλύτερα εμπόδια στις προσαρμογές για το κλίμα, μεγαλύτερες οικονομικές επιπτώσεις λόγω της τάσης να επιφορτίζονται με μη-αμειβόμενη οικιακή εργασία και φροντίδα παιδιών και ηλικιωμένων, έχουν περιορισμένη πρόσβαση σε πόρους και χρηματοδοτήσεις, και διατρέχουν υψηλότερο κίνδυνο βίας εξαιτίας των πολλαπλών διαστάσεων της κλιματικής κρίσης.
Χρειάζεται να εξεταστούν οι κοινωνικές δομές που καθορίζουν, ακόμη και σήμερα, στις αναπτυσσόμενες/δυτικές/βιομηχανοποιημένες χώρες, ανάλογα με το φύλο, την πρόσβαση στην εκπαίδευση και την υγειονομική περίθαλψη, την επαγγελματική καθοδήγηση, την πρόσβαση στην εργασία και τις αμοιβές, τις συνθήκες διαβίωσης, τον ελεύθερο χρόνο και την οικογενειακή ζωή.
Το πρώτο βήμα για την επίτευξη δικαιοσύνης φύλου σε σχέση με την κλιματική κρίση είναι να υιοθετήσουμε μια οπτική φύλου που να μας επιτρέπει να εστιάσουμε σε τρία βασικά ερωτήματα: ποιος/ποια είναι σημαντικός/σημαντική, ποια/ποιος αποφασίζει, και ποιος/ποια επωφελείται.
Στο πρώτο ερώτημα για το ποιος/ποια είναι σημαντικός/σημαντική για την επίτευξη δικαιοσύνης φύλου σε σχέση με την κλιματική κρίση, η απάντηση είναι σαφής: όλοι οι άνθρωποι ανεξαιρέτως είναι σημαντικοί στη διαχείριση των επιπτώσεων της κλιματικής κρίσης. Τα μέτρα και οι δράσεις πρέπει να σχεδιάζονται έτσι, ώστε να ανταποκρίνονται στις διαφορετικές τους ανάγκες, λαμβάνοντας υπόψη παράγοντες, μεταξύ άλλων, όπως είναι το φύλο και η κοινωνικοοικονομική κατάσταση.
Στο δεύτερο ερώτημα σχετικά με ποια/ποιος λαμβάνει τις αποφάσεις για την επίτευξη δικαιοσύνης φύλου σε σχέση με την κλιματική κρίση, χρειάζεται να εξεταστεί ποια άτομα αποκλείονται συνήθως από τον σχεδιασμό προτάσεων και δράσεων για προσαρμοστικά μέτρα. Χωρίς ισότιμη και συμπεριληπτική συμμετοχή στη λήψη αποφάσεων, υπάρχει ο κίνδυνος οι σχεδιασμοί για την κλιματική προσαρμογή να ενισχύουν τις υφιστάμενες ανισότητες.
Όσον αφορά το τρίτο ερώτημα, σχετικά με το ποιος/ποια επωφελείται (για την επίτευξη δικαιοσύνης φύλου σε σχέση με την κλιματική κρίση), η μη- ισορροπημένη συμμετοχή και η αποτυχία αναγνώρισης της έμφυλης διάστασης της κλιματικής κρίσης (στο πλαίσιο της σημερινής συζήτησης, επειδή υπάρχουν και άλλες ομάδες πληθυσμού που επηρεάζονται με διαφορετικό τρόπο), αυξάνει τον κίνδυνο να δημιουργηθούν μεγαλύτερες ανισότητες σε ό,τι αφορά την ευαλωτότητα, την εξουσία και τον πλούτο.
Η μέχρι τώρα πολιτική της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ) για το κλίμα, σε μεγάλο βαθμό, «αγνοεί» τη διάσταση του φύλου. Η Ευρωπαϊκή Πράσινη Συμφωνία, όπως και το πλαίσιο Πολιτικής για το Κλίμα και την Ενέργεια, δεν αναφέρονται σε αυτή την παράμετρο, ενώ και η Στρατηγική για την Ισότητα των Φύλων 2020-2025 περιέχει μόνο μια σύντομη ενότητα για την κλιματική αλλαγή, χωρίς να παρέχει συγκεκριμένες κατευθύνσεις και λεπτομέρειες για την ενσωμάτωση της διάστασης του φύλου.
Παρά το γεγονός ότι υπάρχει πλαίσιο για την πολιτική ισότητας των φύλων, ότι η ενσωμάτωση της διάστασης του φύλου αποτελεί υποχρέωση σε όλες τις εξωτερικές δράσεις της ΕΕ και ότι η ΕΕ δεσμεύεται στους Στόχους Βιώσιμης Ανάπτυξης, συμπεριλαμβανομένου του Στόχου 5 για την Ισότητα των Φύλων και του Στόχου 13 για τη Δράση για το Κλίμα, η ενσωμάτωσή τους σε πολιτικές με δεσμευτικούς όρους παραμένει περιορισμένη. Η δέσμευση αυτή έχει ιδιαίτερη σημασία καθώς ενισχύει την πεποίθηση ότι η βιώσιμη και αειφόρος ανάπτυξη περιλαμβάνει ισότιμα τις κοινωνικές, περιβαλλοντικές και οικονομικές πτυχές και καθιστά περισσότερο από ποτέ αναγκαία την εξάλειψη της φτώχειας, την αντιμετώπιση των βασικών αίτιων των ανισοτήτων που οδηγούν σε συνεχιζόμενες παγκόσμιες κρίσεις, τη διασφάλιση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, και την προαγωγή της ανθρώπινης υγείας και ευημερίας σε όλα τα επίπεδα.
Υπάρχει άμεση ανάγκη για θωράκιση του γυναικείου πληθυσμού μέσω ευαίσθητων προς το φύλο πολιτικών και αλλαγών στις κοινωνικές δομές, για ενδυνάμωση των γυναικών και για αξιοποίησή τους στα κέντρα λήψης αποφάσεων που σχετίζονται με τη βιώσιμη ανάπτυξη και την κλιματική κρίση. Δεν μπορεί να υπάρξει πραγματική βιώσιμη ανθρώπινη ανάπτυξη χωρίς ισότητα των φύλων και χωρίς κλιματική δικαιοσύνη.
Αυτό, όμως, δεν σημαίνει να εξετάσουμε μεμονωμένα την παράμετρο-γυναίκες και πώς αυτές επηρεάζονται δυσμενώς. Σημαίνει να ρωτήσουμε ποιες γυναίκες/και ποιοι άνδρες; Ποια προληπτικά ή προσαρμοστικά μέτρα θα κάνουν τη διαφορά; Χρειάζεται να ερευνηθούν και να αντιμετωπιστούν οι έμφυλες ανισότητες σε σχέση με την κλιματική κρίση, οι οποίες συχνά αφήνουν τις γυναίκες πιο ευάλωτες στις επιπτώσεις της, χωρίς να υπονοείται ότι αυτή η ευαλωτότητα είναι έμφυτη ή είναι ίδια για όλες τις γυναίκες. Άλλες διαθεματικές προσεγγίσεις δείχνουν ότι και άλλα χαρακτηριστικά σε συνδυασμό με το φύλο επηρεάζουν την ευαλωτότητα, όπως είναι η κοινωνικοοικονομική κατάσταση, η εθνικότητα, η ηλικία και ο τόπος διαμονής. Παράλληλα, άλλες μελέτες διαπιστώνουν ότι μεμονωμένα η συμμετοχή γυναικών σε θέσεις πολιτικής δεν οδηγεί αυτόματα σε πολιτικές που συμπεριλαμβάνουν τη διάσταση του φύλου.
Συνεπώς, αυτό που χρειάζεται να γίνει είναι κάθε κοινωνία, σε εθνικό πλέον επίπεδο, λαμβάνοντας υπόψη τους αναφερόμενους παράγοντες να εξετάσει 1. Πώς η κλιματική κρίση επηρεάζει την έμφυλη ισότητα, και 2. Ενδεδειγμένες λύσεις και προτάσεις αντιμετώπισης της περιβαλλοντικής επιβάρυνσης, με έμφαση στον ρόλο των γυναικών αλλά και άλλων ομάδων πληθυσμού.
Σε ό,τι αφορά στον δικό μας γεωγραφικό χώρο, τελευταίες έρευνες έχουν δείξει ότι η περιοχή της Μεσογείου είναι ιδιαίτερα ευάλωτη στις συνέπειες της κλιματικής κρίσης λόγω των γεωγραφικών και περιβαλλοντικών της χαρακτηριστικών που «ευνοούν» την επιδείνωση και απώλεια της βιοποικιλότητας στα χερσαία και θαλάσσια οικοσυστήματα και την περιβαλλοντική ρύπανση. Η θερμοκρασία στην περιοχή μας αυξάνεται με ρυθμό 20% ταχύτερο από τον παγκόσμιο μέσο όρο, προκαλώντας έντονους και παρατεταμένους καύσωνες, καταστροφικές πυρκαγιές, διάβρωση του εδάφους και σοβαρή λειψυδρία. Ταυτόχρονα, οι προσφυγικές ροές και η μετανάστευση στην περιοχή εντείνονται, εν μέρει, λόγω των κλιματικών κρίσεων.
Οι γυναίκες στην περιοχή και πιθανώς και στη χώρα μας (απουσία στατιστικών στοιχείων) πλήττονται δυσανάλογα από τις συνέπειες της κλιματικής αλλαγής, κυρίως λόγω των παραδοσιακών ρόλων που έχουν στην κοινωνία. Ειδικά στις αγροτικές περιοχές και την ύπαιθρο, οι γυναίκες που απασχολούνται με τη γεωργία ή την κτηνοτροφία, συχνά χωρίς αμοιβή ή άλλη εξασφάλιση, επηρεάζονται άμεσα από την καταστροφή των καλλιεργειών ή θνησιμότητας/ασθένειας ζώων λόγω ξηρασίας ή πλημμυρών. Χωρίς δυνατότητες οικονομικής στήριξης ή αλλαγής εργασίας, οι γυναίκες της υπαίθρου αντιμετωπίζουν αυξημένο κίνδυνο φτώχειας και κοινωνικού αποκλεισμού.
Η κλιματική κρίση επιδεινώνει, επίσης, τις προκλήσεις για τις γυναίκες και στις αστικές περιοχές, όπου λόγω των αυξημένων ευθυνών που αναλαμβάνουν είναι περισσότερες ώρες έξω, είναι πιο εκτεθειμένες στις επιπτώσεις από το θερμό και ξηρό κλίμα, αντιμετωπίζουν περιορισμούς στη χρήση του νερό, βρίσκονται αντιμέτωπες με αυξημένες οικιακές ανάγκες σε ενέργεια και ψύξη, προκλήσεις στις οποίες, λόγω της κοινωνικοοικονομικής τους θέσης, πιθανόν να μην μπορούν να ανταποκριθούν επαρκώς.
Σε αυτό το σημείο θα κλείσω την αρχική μου τοποθέτηση ώστε να μας δοθεί χρόνος να συζητήσουμε πιο συγκεκριμένα τις πτυχές των επιπτώσεων της κλιματικής κρίσης στις γυναίκες, τις προκλήσεις που αντιμετωπίζουν και πιθανές λύσεις για την προώθηση της κλιματικής δικαιοσύνης.