Αχ αγάπη, πως καταφέρνεις ν’αποχωρίζεσαι απ’ το στοιχείο του έρωτα! Πως τ’αφήνεις να φτάνει σε μιαν ύστατη έκρηξη και να εξαντλείται, τη στιγμή που εσύ ατάραχη συντηρείσαι και ανεβαίνεις όπως το λάδι πάνω απ’ το νερό, για να κρατήσεις αναμμένη την φλόγα μιας ατελεύτητης ημέρας.
Με την κάθε μέρα που ζούμε γινόμαστε άθελά μας εκατομμυριούχοι θραυσμάτων από εικόνες που γεννάει το μέσα μας ασήμαντον.
Όποιος δεν έτυχε να δει ποτέ του με πόση γρηγοράδα και χάρη ανεβοκατεβαίνει μέρα νύχτα και συναποκομίζει από το έδαφος άπειρα μικροπραγματάκια, σποράκια, πετρίτσες, φυλλαράκια, πευκοβελόνες, άχυρα και πούπουλα, μια μητέρα νεοσσών ώστε να μπορέσει να στεγάσει τα παιδιά της….
όποιος δεν ξύπνησε τ’ άλλο πρωί να βρει μια φωλιά στο γείσο της ταράτσας του και να σαστίσει απ’αυτό το στιγμιαίο μήνυμα ζωής και μαγικής μαστοριάς, δεν θα μπορέσει να καταλάβει πως με το ίδιο τιποτένιο υλικό, αποκόμματα εικονογραφημένων περιοδικών, κάποτε και βιβλίων, μπορεί να φτάσει κανείς, με μιαν ανάλογη μαγική μαστοριά, στην τεχνική της συνεικόνας… και κατ’αναλογίαν να δώσει το όραμα ενός κόσμου όπου το γραφικό σήμα παίρνει τη θέση απλού ψηφίου και να μεταδώσει άλλου είδους ποιητικά μηνύματα, όσο κι αν η γραφή πάντοτε βγαίνει πρώτη στην τελική αναμέτρηση.
Υπήρξαν μερικές περίοδοι που τις χαρήκαμε όπως ο τρελός την ελευθερία του . Το γραφείο μου – κείνο της αφανούς γεωμετρίας- κόντευε σχεδόν να μεταβληθεί σε προξενείο εμμόνων ιδεών και υπερβατικών σχημάτων. Κόρες του Αγίου Βορρά με υελώδη ωμοφόρια και άλλες με άλω χρυσή και προκαθορισμένη μέσα στο θερινό κατά τ’ άλλα εορτολόγιο θέση… βάρκες πρηνείς μέσα στα πρίνα ή μόλις ξεμυτίζοντας απ’την κρυψώνα τους… κομμάτια θάλασσας όπως κανείς ποτέ δε τα “δε, ιππάρια κυματοειδή, αύλακες αφρού περιουσίου. Μιλώ για κάτι που είναι και όχι. Κείνο το καίριο κι ένα, που το βρίσκεις σε μια πρώτη σελίδα κοριτσιού κι ώσπου να το εξηγήσεις, χάνεται.
Έχουμε τόσο πολύ τριφτεί πάνω στην κοινωνία και το κοινωνικό ψεύδος που και η ασήμαντη αλήθεια, ευθέως διατυπωμένη, μοιάζει παραδοξολογία.
Στην διάρκεια ενός σιγαρέττου που είναι η ζωή μας και όπου χαιρόμαστε και αυτοκαταστρεφόμαστε όπως άλλωστε και στους έρωτες, τις απόπειρες δημιουργίες, και οπουδήποτε αλλού, το μόνο φωτάκι που δεν σβήνει ακόμη κι αν ο χρόνος μας το πατά χάμω είναι το κάλλος.
Η απειροελάχιστη στιγμή όπου γευτήκαμε το κάλλος και την ενσωματώσαμε μια για πάντα μες στην ιδιωτική μας αιωνιότητα.
Ανέκαθεν στον κόσμο αυτόν βασιλεύει μια κάποια όπως θα λέγαμε άνισος ισομετρία. Το ίδιο δυναμικό και για το καλό και για το κακό απαιτείται να καταβληθεί, αφού το φαρμάκι επενεργεί αρνητικά, όπως ακριβώς το αγαθόν θετικά, πάνω στους άλλους, που ξέρουν να κρατούν σωστά το κάτοπτρο της καθαρής αντίληψης στη σχέση τους με τους τρίτους. Είναι όμως διαφορετικό το μήκος των πεπρωμένων. Θεέ μου, πόσα πολλά πράγματα, και ν΄ αντιστοιχούν μόνο σ’ ένα σκέτο σπίρτο, που το τραβάς επάνω τους· και να!
Μόνο μια λάμψη ο άνθρωπος· κι αν είδες, είδες!
Οδυσσέας Ελύτης
1995