Της Νταϊάνας Αζά
(Αναδημοσίευση από Φιλελεύθερο)
Ήταν πέντε και κάτι το απόγευμα, όταν χτύπησε το κινητό. Στην άλλη άκρη του ακουστικού, η παρουσιάστρια. Αιτία, μια ανάρτηση στον προσωπικό (και ιδιωτικό) μου λογαριασμό στο Facebook. Ένα κείμενο που δεν είχε σκοπό να προσβάλει την ίδια ή την αρχισυντάκτρια της βραδινής εκπομπής, αλλά με αφορμή αυτήν, να τονίσει τις ευθύνες που έχουμε ως γυναίκες στη σύγχρονη εποχή.
Η ανάρτηση ξεκινούσε με ένα κοινό, καθημερινό παράδειγμα, βγαλμένο από την κυπριακή κοινωνία. Μια κοινωνία που ακροβατεί ακόμα και σήμερα ανάμεσα σε δύο κόσμους, αδυνατώντας να αποτινάξει για τα καλά από πάνω της το πατριαρχικό της παρελθόν και να δει με ανοιχτά μυαλά το μέλλον της. Μια γυναίκα, λοιπόν, αποδείχθηκε ανήμπορη να διαχειριστεί ένα ασήμαντο ατύχημα στον δρόμο, παρατείνοντας αχρείαστα την ταλαιπωρία όλων, μέχρι να ζητήσει τη βοήθεια του συζύγου της ώστε να διεκπεραιώσει τα διαδικαστικά. Μεγαλωμένη σε μια μητριαρχικού τύπου οικογένεια, χωρίς ισχυρά πατριαρχικά πρότυπα στο ευρύτερο περιβάλλον, σαφώς και δεν θα έπρεπε να προσπαθώ να «νουθετήσω» μια γυναίκα με ένα εντελώς διαφορετικό από το δικό μου υπόβαθρο. Παρά μόνο να εντοπίζω και να επισημαίνω τα λάθη, εκεί όπου θεωρώ ότι είναι χρήσιμο να το πράξω. Στην προκειμένη, θέλησα να θίξω το θέμα της αυτονομίας μας. Που σε καμία περίπτωση δεν χωρεί εφησυχασμούς, αλλά αποτελεί μια καθημερινή και σε πολλές περιπτώσεις σκληρή μάχη, ενάντια σε βολέματα, επικρατούντα πρότυπα, ενάντια στον ρόλο του άντρα-αρχηγού.
Γιατί φεμινισμός δεν είναι η αντιμετώπιση των γυναικών ως ανήμπορα, ασθενή όντα, που χρήζουν ειδικής μεταχείρισης και προστασίας. Όταν μιλούμε για φεμινισμό το 2024, αναφερόμαστε στην ισότητα. Στην απόλυτη, όμως, ισότητα. Στα ίσα δικαιώματα και υποχρεώσεις. Στην ανεξαρτησία. Στην ελευθερία. Στην αυτοδιαχείριση των οικονομικών μας.
Όταν τασσόμαστε ενάντια στην πατριαρχία, διεκδικούμε την ελευθερία που επιτρέπει σε μια γυναίκα να βάζει η ίδια τους κανόνες της ζωής της. Να φοράει ό,τι θέλει, να συμπεριφέρεται όπως θέλει, να μην ανέχεται μισογυνιστικές συμπεριφορές (ή και χιούμορ) από τον καλεσμένο, τον συνάδελφο, τον σύντροφο ή το αφεντικό της και να διαχειρίζεται αυτόνομα, όχι απλά ένα ατύχημα στον δρόμο, αλλά το ίδιο της το σώμα. Να αποφασίζει η ίδια αν θα κρατήσει το παιδί που κυοφορεί, να ξυπνά στο κρεβάτι που επιθυμεί κάθε πρωί και να κλείνει πίσω της την πόρτα όταν δεν αντέχει άλλο. Είτε βρίσκεται σε σχέση κακοποιητική, είτε απλά γιατί έτσι γουστάρει. Χωρίς να είναι υπόλογη σε έναν άντρα ή στην κοινωνία, πόσω δε μάλλον σε έναν φαιδρό πρώην ποδοσφαιριστή που απειλεί πως «θα τη σκοτώσει αν το πράξει». Παρά μόνο στον εαυτό της.
Γι’ αυτές τις ελευθερίες βγαίνουμε στους δρόμους, γι’ αυτές τις ελευθερίες φωνάζουμε συνθήματα ενάντια στην πατριαρχία και γι’ αυτές τις ελευθερίες δεν θα σταματήσουμε να διεκδικούμε την ισότητα. Μέχρι και η τελευταία γυναίκα σ’ αυτό τον τόπο που νιώθει να πνίγεται στην ίδια της τη ζωή, να μπορέσει να πει «φεύγω, αυτό το παραμύθι δεν μου κάνει».