Του Σοφοκλή Προδρόμου
Στον Όλυμπο κατέβηκε με βαριά καρδιά,
Η νοσταλγία τον εξόρισε στην Κύπρο ξανά.
Βρήκε τη θηλάστριά του ξαπλωμένη
Πάνω σε μια πέτρα, με αγωνία περιμένει.
Με βλέμμα φοβισμένο και πρόσωπο λευκό,
Το σώμα της παγωμένο, όμως είχε πυρετό.
Το κέρας της στάζει, η Μεσόγειος έγινε γκρι,
Τα ψάρια πλέον πιο μεγάλα από τα κήτη.
«Αμάλθεια, τον Ασκληπιό θα σου φέρω εδώ».
«Το κέρας μου σήκωσε, δεν θέλω κάτι εγώ».
Εκεί βρήκε ένα φίδι με ουρά πολύ χονδρή,
Προσπάθησε αλλά να το σκοτώσει δεν μπορεί
Δοκίμασε άλλη μία, αλλά δεν του φάνηκε απλό.
Ο Δίας έφυγε, κι αυτή παραδέχτηκε τον χαμό.