
Δικαιοσύνη, λένε οι κηπουροί, είναι ο ήλιος,
Η δικαιοσύνη είναι αυτή
Που όλοι οι κηπουροί υπακούν
Αύριο, σήμερα και χθες.
Δικαιοσύνη είναι η σοφία των παλαιών,
Οι παππούδες που τιμωρούνε κουρασμένα.
Τα εγγόνια που ορθώνουν τη φωνή τους,
Δικαιοσύνη είναι οι αισθήσεις των νέων.
(…)
Δικαιοσύνη, λέει ο δικαστής καθώς κοιτάζει κάτω από τη μύτη του,
Μιλώντας καθαρά και αυστηρά,
Δικαιοσύνη είναι όπως σας έχω ξαναπεί,
Δικαιοσύνη είναι όπως ξέρεις υποθέτω,
Δικαιοσύνη είναι, αλλά επιτρέψτε μου να το εξηγήσω άλλη μια φορά,
Δικαιοσύνη είναι η δικαιοσύνη.
Ωστόσο, οι νομοταγείς μελετητές το λένε:
Η δικαιοσύνη δεν είναι ούτε λάθος ούτε σωστή,
Η δικαιοσύνη είναι μόνο εγκλήματα
Τιμωρημένα από τόπους και από χρόνους,
Δικαιοσύνη είναι τα ρούχα που φοράνε οι άνθρωποι
Οποτεδήποτε, οπουδήποτε,
Η δικαιοσύνη είναι το Καλημέρα και το Καληνύχτα.
Άλλοι λένε, η δικαιοσύνη είναι η μοίρα μας.
Άλλοι λένε, η δικαιοσύνη είναι το κράτος μας.
Άλλοι λένε, άλλοι λένε
Πως δικαιοσύνη δεν υπάρχει πια,
Πως έφυγε κάπου μακριά.
Και πάντα το βροντερό θυμωμένο πλήθος,
Πολύ θυμωμένο και πολύ βροντερό,
Λέει: Δικαιοσύνη είμαστε εμείς.
(…) Ουίσταν Ώντεν, Η δικαιοσύνη ως αγάπη (απόσπασμα)
Η υπόθεση των Τεμπών εμπεριέχει και μαζί συνοψίζει την ουσία της κυβερνητικής πολιτικής. Τον αυταρχισμό, την περιφρόνηση και εργαλειοποίηση των θεσμών, τις διαρκείς συγκαλύψεις και την επικοινωνιακή διαχείριση των πραγματικών προβλημάτων, την ταύτιση κράτους και παρακράτους, την άνευ όρων συνέργεια της κυβέρνησης με συγκεκριμένα οικονομικά συμφέροντα, τη συνειδητή και απόλυτη διάλυση κάθε εκδοχής του δημοσίου. Περισσότερο από όλα, όμως, αντικατοπτρίζει την ηθική μεταφρασμένη ως καθημερινή πολιτική πρακτική, τους όρους με τους οποίους οι κυρίαρχοι φορείς της εξουσίας την αντιλαμβάνονται και την ασκούν.
Με άκρατη αλαζονεία, χωρίς ίχνος αντίληψης για την πραγματικότητα, με αυτάρεσκη υπεροψία, λιγότερο ως κυρίαρχη τάξη και περισσότερο ως κάστα εκλεκτών. Η στάση αυτή −γιατί όλα είναι εκδοχές και παραλλαγές της ίδιας στάσης− ήταν λίγο πολύ ορατή σε κάθε πολιτική απόφαση, σε κάθε πολιτική εφαρμογή. Από τη διαχείριση της πανδημίας μέχρι τις υποκλοπές, από την κατάργηση του ΕΣΥ μέχρι τον καθημερινό αυταρχισμό.
Αυτό που κάνει την υπόθεση των Τεμπών να διαφέρει είναι πως όλα τα στοιχεία της αλαζονικής στάσης έρχονται ως άμεση απάντηση στον γυμνό πόνο. Σε έναν πόνο γονέων που χάσανε τα παιδιά τους, συγγενών που χάσανε τους συγγενείς τους, φίλων που χάσανε τους φίλους τους. Είναι ο θρίαμβος της υπεροπτικής αδιαφορίας απέναντι στο πιο άγριο και απάνθρωπο συναίσθημα, ο σαδισμός των ανέγγιχτων απέναντι σε μια δικαιοσύνη που δεν τους αφορά. Και όλα αυτά σε κοινή θέα. Γιατί αυτή τη φορά είναι πολλά τα μάτια που τους κοιτάζουν να πράττουν σαν μαφιόζοι μιας εγχώριας θεσμικής ομερτά.
Ο κόσμος που μαζεύτηκε στις πλατείες όλης της Ελλάδας και όλου του κόσμου δεν είναι απλώς άνθρωποι που συνηγορούν ενάντια στην συγκάλυψη, δεν είναι απλώς άνθρωποι που γνωρίζουν πολύ καλά πως οι ίδιοι θα μπορούσαν να βρίσκονται στα βαγόνια των τρένων. Είναι αυτοί που βλέπουν τη στάση αυτή της κυβέρνηση απέναντι στους συγγενείς των θυμάτων της δολοφονίας. Είναι αυτοί που απαιτούν οι άνθρωποι αυτοί να παραμείνουν ορατοί. Και είναι χιλιάδες. Χωρίς πολιτική ταυτότητα. Χωρίς σκοπιμότητα. Με μόνη προϋπόθεση τα ελάχιστα κοινωνικά και δημοκρατικά αντανακλαστικά.
Η αλαζονεία της Μητσοτάκης & Co. μετά από έναν χρόνιο παροξυσμό μεγαλείου ξεπέρασε το ηθικό όριο που οποιαδήποτε κοινωνία μπορεί αντέξει. Γιατί αν το μέγεθος του εγκλήματος των Τεμπών ξεπερνά αυτό που μπορεί να γίνει ανεκτό σε μια κοινωνία δικαίου, ο πολλαπλασιασμός του μέσα από την εξίσου εγκληματική διαχείριση του το κάνει να μην μπορεί να γίνει ανεκτό σε καμία στοιχειωδώς δημοκρατική κοινωνία. Ακόμα και στη δική μας.