
«Τι κρίμα ένας τόσο χαρισματικός τόπος με τόσο άξιους ανθρώπους και τόσο ασήμαντους κυβερνήτες. Κατάρα, θα μου πείτε…»
Ο Σταύρος Ξαρχάκος γεννήθηκε σαν σήμερα 14 Μαρτίου το 1939 στην Αθήνα. Θεωρείται ένας από τους σημαντικότερους σύγχρονους Έλληνες συνθέτες του έντεχνου και λαϊκού τραγουδιού.
Ο Σταύρος Ξαρχάκος είχε στείλει το 1986 επιστολή από τη Νέα Υόρκη στον Νίκο Γκάτσο.
Δημοσιεύουμε αποσπάσματα από την επιστολή:
Ξαναδιαβάζω την «Αμοργό» και δεν ξέρω για ποιο λόγο αισθάνομαι την ανάγκη, τη βαθιά ανάγκη, να σας μιλήσω για την αγωνία που είχα την εποχή που έλαβα το ποίημα μαζί με μια επιστολή σας. Ήταν το 1971 στο Παρίσι.
Η ίδια αγωνία αν όχι βαθύτερη, με κατέχει και σήμερα.
Ήταν Πάσχα, μόλις είχα γυρίσει από την πρωινή καθημερινή μου βόλτα στον κήπο του Λουξεμβούργου. Μου είχε γίνει εμμονή να παρατηρώ τις αλλαγές του χρόνου από τα λουλούδια και τα κλαδιά των δέντρων. Έμενα πολύ κοντά στο πάρκο, στην Cour de Rohan, κάποια άλλη φορά αξίζει να σας μιλήσω γι’ αυτήν την ιστορική αυλή. Μόλις είχα γυρίσει φουντωμένος όπως και τα δέντρα στον κήπο του Λουξεμβούργου, όταν αντιλήφθηκα κάπου μια γνώριμη μυρωδιά σαν αυτή των Εξαρχείων, κάπου στον τοίχο του σπιτιού μια αχτίδα ήλιου έμπαινε ίδια όπως και στο σπίτι της Καλλιδρομίου, λίγο πιο πέρα φωνές παιδιών από το γειτονικό σχολείο την ώρα του διαλείμματος. Σύμπτωση! Από τότε που γεννήθηκα, όπου και να κατοικούσα, πάντα υπήρχε δίπλα ένα σχολείο. Ο ήχος γνώριμος και αναρωτιέμαι τι θα γινόμουν χωρίς αυτόν.
Φαίνεται ότι η μουσική μόνο το ερέθισμα χρειάζεται γιατί ειλικρινά δε θυμάμαι πως βρέθηκα στο πιάνο, άνοιξα το κασετόφωνο σαν να ήξερα ότι αυτή η στιγμή δεν επρόκειτο να επαναληφθεί και έπεσα στα πλήκτρα με εκείνη τη λαχτάρα που αισθάνομαι όταν πέφτω στη θάλασσα κάτι καυτερές αυγουστιάτικες μέρες, γυμνός, σαν να θέλω να χαθώ με το νερό, να νιώσω τη θάλασσα να ορμάει και να χάνεται μέσα μου.
Και να χάνομαι μέσα της.
Ιδού λοιπόν το αποτέλεσμα. Και μετά σιωπή. Κάποιο τηλεφώνημα. Και πάλι σιωπή.
Γιατί όμως η ίδια αγωνία και σήμερα, και μάλιστα πιο έντονη; Γιατί άραγε τότε αυτή η θύμηση; Γιατί αυτή η σιωπή; Γιατί αυτές οι κραυγές; Τότε όπως και τώρα;
Ευτυχώς, στο τέλος υπάρχει πάντα το Αιγαίο. Αυτό το Αιγαίο της Παναγίας, το βαθύ και το γαλάζιο με τα πανηγύρια και την ασετυλίνη, οι ψαράδες να ματσακωνίζουν τα καΐκια. Μυρίζω μίνιο και πίσσα.
Τι τα θέλω τώρα αυτά εγώ; Εγώ που είμαι τόσο μακριά από τη λογοτεχνία αλλά τόσο μέσα στη θάλασσα.
Μήπως τελικά αυτό θα με σώσει; Τι άλλο; Όλα τόσο πρόσκαιρα.
Προσωπικά βίτσια και επαγγελματικές διαστροφές.
Τι κρίμα ένας τόσο χαρισματικός τόπος με τόσο άξιους ανθρώπους και τόσο ασήμαντους κυβερνήτες. Κατάρα, θα μου πείτε. Ναι, που να πάρει ο διάβολος, κατάρα.
Τι μας απομένει λοιπόν;
Το Πέλαγος.
Το Αιγαίο.
Ένα χειμωνιάτικο απόγευμα με ήλιο στο νησί.
Το σήμερον κρεμάται.
Όζον, μόλυβδος, φρέον, γενικό σύνδρομο και κάπου μακριά η πατρίδα.
Αυτά από μένα, τώρα θα συνεχίσω ξαναδιαβάζοντας: με την πατρίδα τους δεμένοι στα πανιά.
Να ‘στε πάντα καλά.
Καληνύχτα
Σταύρος Ξαρχάκος