SkalaTimes
Με αφορμή τη σημερινή ημέρα, της Ανάστασης και του μηνύματος της αιώνιας ζωής, θυμόμαστε τους μελοποιημένους στίχους του σπουδαίου Νίκου Γκάτσου “Αθανασία”:
Τι ζητάς αθανασία στο μπαλκόνι μου μπροστά,
δε μου δίνεις σημασία κι η καρδιά μου πώς βαστά.
Σ’ αγαπήσανε στον κόσμο βασιλιάδες, ποιητές,
κι ένα κλωναράκι δυόσμο δεν τους χάρισες ποτές.
Είσαι σκληρή σαν του θανάτου τη γροθιά,
μα ‘ρθαν καιροί που σε πιστέψαμε βαθιά.
Κάθε γενιά δική της θέλει να γενείς,
Ομορφονιά που δε σε κέρδισε κανείς.
Τι ζητάς αθανασία στο μπαλκόνι μου μπροστά,
ποια παράξενη θυσία η ζωή να σου χρωστά.
Ήρθαν διψασμένοι Κροίσοι, ταπεινοί προσκυνητές,
κι απ’ του κήπου σου τη βρύση δεν τους δρόσισες ποτές.
Είσαι σκληρή σαν του θανάτου τη γροθιά,
μα ‘ρθαν καιροί που σε πιστέψανε βαθιά.
Κάθε γενιά δική της θέλει να γενείς,
Ομορφονιά που δε σε κέρδισε κανείς.
Για το τραγούδι, μέσα από μια αναγνωστική θεωρία προσέγγισης, γράφει ο Αντώνης Κοντοζανής:
“Σε αυτό το τραγούδι, ο Νίκος Γκάτσος πραγματεύεται ζητήματα όπως το νόημα της ζωής, ο θάνατος αλλά και η μετά θάνατον ζωή. Η αθανασία φαίνεται να παρομοιάζεται με μια γυναικεία μορφή, απρόσιτη και απόμακρη, η οποία αγνοεί όποιον προσπαθεί να την πλησιάσει ή να της απευθυνθεί («Τι ζητάς αθανασία… κι η καρδιά μου πώς βαστά»). Η μεταφορική όμως έννοια της λέξης δεν περιορίζεται μόνο σε αυτή την ερμηνεία, καθώς μπορεί να λάβει και τη διάσταση του φυτού αθανασία, το οποίο φωλιάζει και μεγαλώνει κάτω από τα μπαλκόνια των σπιτιών. Σε κάθε περίπτωση, παρουσιάζεται ως ένα ιδανικό το οποίο αποτελεί «άπιαστο όνειρο» για την ανθρωπότητα. Ανά τους αιώνες, πολλοί ήταν εκείνοι που πίστεψαν πως μπορούσαν να αποκτήσουν αυτή την αξία, είτε ήταν πλούσιοι είτε φτωχοί, όμως τελικά αποδείχθηκε πως είναι τόσο σκληρή όσο και ο θάνατος για την ανθρώπινη ψυχή. («ήρθαν διψασμένοι Κροίσοι…δεν τους πότισες ποτές»)”.
“Προσεγγίζοντας το κείμενο με τις αρχές της αναγνωστικής θεωρίας, η οποία συνδυάζει τις σκέψεις και τις εμπειρίες του αναγνώστη με τις ιδέες που προβάλλει το ίδιο το κείμενο, φαίνεται πως δεν απευθύνεται σε συγκεκριμένο κοινό αλλά στο μέσο άνθρωπο, στου οποίου το μυαλό περιπλανώνται ιδέες και σκέψεις σχετικά με τη μετά θάνατον ζωή ανάμεσα σε άλλες φιλοσοφικές αναζητήσεις. Το δίπολο μεταξύ θνητότητας και αθανασίας έπαιζε πολύ σημαντικό ρόλο κυρίως κατά τα αρχαιότερα χρόνια, όταν οι βασιλιάδες και οι αυτοκράτορες παρομοίαζαν τους εαυτούς τους με τους αθάνατους θεούς, χωρίς όμως να έχουν κατορθώσει να φτάσουν στο ανώτατο αυτό επίπεδο («Σ’ αγαπήσανε στον κόσμο…δεν τους χάρισες ποτές»). Σήμερα μπορεί οι άνθρωποι να έχουμε υιοθετήσει μια πιο ρεαλιστική νοοτροπία για τον κόσμο, δεν παύει όμως να υπάρχει μια ασταμάτητη εσωτερική αναζήτηση στο μυαλό πολλών σχετικά με το νόημα της ζωής. Ο αναγνώστης λοιπόν αυτού του έργου καλείται έμμεσα από τον συγγραφέα να θέσει τα δικά του ερωτήματα για την ανθρώπινη ύπαρξη και το ρόλο που διαδραματίζει τελικά ο θάνατος για τον άνθρωπο, αν δηλαδή όντως μοιάζει με μια γροθιά που βάζει τέλος στο νόημα της ζωής («Είσαι σκληρή… που δε σε κέρδισε κανείς»)”,