30 Χρόνια από τότε που μας έφυγε
Μελίνα Μερκούρη –
Γεννήθηκα Ελληνίδα και θα πεθάνω Ελληνίδα
Γράφει Ο Καθηγητής Ζαννέτος Τοφαλλής
Τριάντα χρόνια μετά τον θάνατό της (6/3/1994) θυμόμαστε τη Μελίνα Μερκούρη, την “ιέρεια-προστάτιδα” του ελληνικού πολιτισμο. Το θέατρο, ο κινηματογράφος, τα τραγούδια, η πολιτική, το όραμα, οι αγώνες, η παγκόσμια ακτινοβολία και αναγνώριση.
Η ασυμβίβαστη αφήγηση του πάθους, η κοινωνική, πολιτική και πολιτιστική δράση, πάντα με συνέπεια, δέσμευση και σαφήνεια, το οδοιπορικό των συμβολισμών πάνω σε έναν καμβά αυθόρμητο, ενθουσιώδη, θυελλώδη, με “Ιθάκη” την ελευθερία, το όνειρο, τον έρωτα, την ελπίδα, την Ελλάδα, την οικουμένη. Η αισθητική και “εικαστική” ειλικρίνεια, η ασίγαστη φλόγα στο βλέμμα και τα λόγια, η “ηχώ” της μορφής και της ψυχής, εκείνη η εκφραστική τρυφερότητα, γεμάτη εσωτερική φόρτιση, αδιάψευστος μάρτυρας μιας μοναδικά ευαίσθητης μυσταγωγίας, αβάσταχτα λυρικής, που αιχμαλώτισε με την ακτινοβολία της ολόκληρη την υφήλιο.
Αυτή ήταν στα δικά μου μάτια η Μελίνα Μερκούρη, η “ζωντανή Καρυάτιδα” της Ελλάδας, που στήριξε πάνω της το δικό της “Ερέχθειο”, μέσα από διαρκείς δονήσεις, ρήξεις και οράματα, υπηρετώντας την τέχνη, τη δημοκρατία, την ειρήνη, τον άνθρωπο. Σήμερα, τριάντα χρόνια μετά τον θάνατό της (6/3/1994), κάνω μια μικρή αναδρομή στη ζωή και το έργο της “τελευταίας Ελληνίδας θεάς”, μέσα από τριάντα μικρές παραγράφους και άλλα τόσα ιστορικά φωτογραφικά κλικ, που απαθανάτισαν το μεγαλείο, τη δημιουργική εσωτερικότητα και την ατίθαση – γεμάτη ένταση – περιπλάνηση αυτής της τόσο ξεχωριστής και αληθινής προσωπικότητας
Η Αμαλία Μαρία Μερκούρη γεννήθηκε στις 18 Οκτωβρίου του 1920 στην Αθήνα, στην οδό Τσακάλωφ 26, στο Κολωνάκι, όμως όλοι από μωρό τη φώναζαν Μελίνα, όνομα το οποίο της έμεινε τελικά σε όλη τη ζωή της. Μεγάλωσε σε ένα σπίτι γεμάτο πολιτικούς. Ήταν η αγαπημένη εγγονή του παππού της, Σπυρίδωνα Μερκούρη, δημάρχου Αθηναίων επί μια εικοσαετία (1899-1914 & 1929-1934), ενώ ο πατέρας της, Σταμάτης, υπήρξε βουλευτής και υπουργός. Η μητέρα της, Ειρήνη Λάππα, ήταν αδελφή ναυάρχου και ανήκε σε μια από τις διασημότερες αθηναϊκές οικογένειες. Η Μελίνα απέκτησε και έναν μικρότερο αδερφό, τον Σπύρο.
Μόλις στα πέντε της χρόνια φανέρωσε το υποκριτικό της ταλέντο, όταν δάκρυσε μπροστά στους γονείς της για να τους πείσει να της αγοράσουν κάτι που ήθελε, όμως την πρώτη της αυτοσχέδια “παράσταση” την έδωσε στα δέκα της, σε ένα καφενείο στις Σπέτσες, όπου εκτός από το ενθουσιώδες χειροκρότημα του κοινού, εισέπραξε και ένα χαστούκι από τη μητέρα της, η οποία έσπευσε να διακόψει το “ντεμπούτο”, μόλις πληροφορήθηκε τα καθέκαστα! Στο σχολείο ήταν από τις χειρότερες μαθήτριες, η φαντασία της κάλπαζε σε οτιδήποτε άλλο εκτός των μαθημάτων.
Ήταν 19 ετών όταν ο παππούς της πέθανε (1939), αφήνοντας βαθύ τραύμα μέσα της. Παράλληλα, η οικογένειά της δεν της επέτρεπε να ασχοληθεί με το μεγάλο της όνειρο, την ηθοποιία, αφού οι δικοί της θεωρούσαν πως το “σανίδι” δεν ταίριαζε στην “τάξη” τους. Όμως η Μελίνα δεν καταλάβαινε από τέτοια. Τον Σεπτέμβριο του 1938 έδωσε εξετάσεις στη Δραματική Σχολή του Εθνικού Θεάτρου, απαγγέλοντας ένα ποίημα του Κώστα Καρυωτάκη, με τον Αιμίλιο Βεάκη να βρίσκεται απέναντί της. Έγινε πανηγυρικά δεκτή και ξεκίνησε τις σπουδές της με δάσκαλο τον Δημήτρη Ροντήρη, αποφοιτώντας από τη σχολή το 1944.
Εκείνη τη χρονιά, το 1939, γνώρισε και ερωτεύτηκε τον κατά περίπου δεκαπέντε χρόνια μεγαλύτερό της, Πάνο Χαροκόπο, απόφοιτο του Κέμπριτζ, πάμπλουτο κτηματία και εξαιρετικά καλλιεργημένο και προοδευτικό άνθρωπο, ο οποίος της ζήτησε να παντρευτούν. Η Μελίνα έθεσε ως μοναδικό όρο να της επιτρέψει να ασχοληθεί με το θέατρο και εκείνος δέχτηκε με χαρά, προτείνοντάς της μάλιστα, αν ήθελε, να ζήσουν στο εξωτερικό (είτε στο Λονδίνο, είτε στο Παρίσι), για να κάνει διεθνή καριέρα. Ο γάμος έγινε κρυφά τον χειμώνα του 1939 σε ένα χωριό της Μεσσηνίας και οι οικογένειες του γαμπρού και της νύφης ενημερώθηκαν με τηλεγράφημα μετά την τέλεση του μυστηρίου!
Οι νεόνυμφοι εγκαταστάθηκαν σε ένα πολυτελέστατο διαμέρισμα 400 τ.μ. στην οδό Ακαδημίας 4, ενώ τα πρώτα χρόνια επισκέπτονταν συχνά τον οικογενειακό πύργο της οικογένειας Χαροκόπου στην κωμόπολη Γιάννουλη της Λάρισας. Η Μελίνα συνέχισε τις σπουδές στο Εθνικό, με συμμαθητές τον Ανδρέα Φιλιππίδη, τον Αλέξη Δαμιανό και τη Δέσπω Διαμαντίδου. Όταν ξέσπασε ο ελληνο-ιταλικός πόλεμος, ο Χαροκόπος πήγε στην Κέρκυρα για να υπηρετήσει στο Ναυτικό και η οικία του ζεύγους στην Αθήνα έγινε σημείο συνάντησης ανθρώπων του θεάτρου, μέχρι που ήρθαν οι Γερμανοί και η κατοχή.
Η περίοδος της κατοχής είναι μια “σκιά” στη ζωή της Μελίνας, κάτι που και η ίδια αργότερα παραδέχτηκε τόσο στην αυτοβιογραφία της, “Γεννήθηκα Ελληνίδα”, όσο και στην τηλεόραση, ως υπουργός Πολιτισμού. Η μη συμμετοχή της στην Εθνική Αντίσταση, ήταν κάτι που την πλήγωνε. Σε συνέντευξή της στον δημοσιογράφο Γιώργο Δουατζή, είχε δηλώσει χαρακτηριστικά: “Εγώ δεν είμαι περήφανη για το τί έκανα μέσα στην κατοχή. Αυτό είναι μια άλλη κουβέντα που κάποτε θα εξηγηθεί. Σου λέω ότι ήμουνα τολμηρή, ιδιωτικά τολμηρή. Δεν ήμουνα για την Ελλάδα, δεν έκανα αντίσταση και ίσως είναι η μόνη τύψη που έχω στη ζωή μου”.
Την ίδια χρονιά, το 1960, πρωταγωνίστησε στο “Γλυκό πουλί της νιότης” του Τένεσι Ουίλιαμς, στο Θέατρο Τέχνης (σκηνοθεσία Κάρολου Κουν), μαζί με τον πρωτοεμφανιζόμενο τότε Γιάννη Φέρτη. Για μια ακόμη φορά, οι κριτικές για τη Μελίνα ήταν διθυραμβικές, η ερμηνεία της στον ρόλο της Αλεξάντρα ντελ Λάγκο υπήρξε συγκλονιστική. Παράλληλα, πήρε μέρος σε ταινίες γνωστών σκηνοθετών, όπως το “The last judgment” του Βιτόριο Ντε Σίκα (1961), το “The Victors” του Καρλ Φόρμαν (1963) και το “Chicago, Chicago” του Νόρμαν Τζούισον (1969). Το 1964, η ίδια και ο Ζιλ Ντασέν, ανακοίνωσαν ότι πλέον ήταν ζευγάρι (η Μελίνα είχε ήδη πάρει διαζύγιο από τον Πάνο Χαροκόπο το 1962).
Οι δυο τους παντρεύτηκαν στις 18 Μαΐου του 1966 στο δημαρχείο της Λωζάνης, με μοναδικούς μάρτυρες τον Νίκο Κούρκουλο και τον Ελβετό δικηγόρο του Ντασέν.
Αμέσως μετά, η Μελίνα δήλωσε: “Είναι η πιο ευτυχισμένη στιγμή της ζωής μου. Θα ήθελα να είχαμε παντρευτεί στην Ελλάδα, αλλά τότε θα έπρεπε να καλέσουμε πολύ κόσμο και δεν ταίριαζε ο θόρυβος και η φασαρία σε μια απλή τελετή που επισφραγίζει συμβίωση δέκα χρόνων”. Το 1967, το ζεύγος ταξίδεψε στη Νέα Υόρκη για την παράσταση “Ilya Darling” (θεατρική διασκευή του “Ποτέ την Κυριακή”, με συμπρωταγωνιστή τον Νίκο Κούρκουλο), που ανέβηκε στο Μπρόντγουεϊ, με προπωλημένα όλα τα εισιτήρια και τη Μελίνα να γίνεται εξώφυλλο στο αμερικανικό περιοδικό Life!
Τα μεσάνυχτα της 21ης Απριλίου, ο Μάνος Χατζιδάκις ενημέρωσε τηλεφωνικά τη Μελίνα και τον Ντασέν για το στρατιωτικό πραξικόπημα στην Ελλάδα. Η Μελίνα έκανε δηλώσεις στις τηλεοπτικές κάμερες των αμερικανικών ΜΜΕ, καταλήγοντας με δάκρυα στα μάτια: “Σας παρακαλώ, μην πάτε στη χώρα μου”. Στις 12 Ιουλίου του ίδιου χρόνου, η χούντα της αφαίρεσε την ελληνική ιθαγένεια. Η απάντησή της παραμένει ιστορική: “Γεννήθηκα Ελληνίδα και θα πεθάνω Ελληνίδα. Ο Παττακός γεννήθηκε φασίστας και θα πεθάνει φασίστας”. Από τον Νοέμβριο του 1967 και για τους επόμενους τρεις μήνες, το FBI την ακολουθούσε παντού, επειδή υπήρχε προειδοποίηση πως σχεδιαζόταν δολοφονική απόπειρα εναντίον της.
Ήταν το ξεκίνημα μιας ασυμβίβαστης αντιδικτατορικής δράσης. Μαζί με τον Ζυλ Ντασέν, τον Μίκη Θεοδωράκη και πολλούς ακόμα εξόριστους Έλληνες του εξωτερικού, η Μελίνα εξελίχθηκε σε εφιάλτη της χούντας. Ήταν τότε που γνώρισε και τον Ανδρέα Παπανδρέου. Με οργανωτή τον αδερφό της, Σπύρο Μερκούρη, πραγματοποίησε περιοδείες σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες (Αυστρία, Ελβετία, Γαλλία, Αγγλία, Γερμανία, Ιταλία, Δανία, Σουηδία, Νορβηγία, Βέλγιο, Ολλανδία), συμμετέχοντας σε διαδηλώσεις, απεργίες πείνας, συναυλίες και πολιτικές εκδηλώσεις. Δημιουργώντας πολιτικές και καλλιτεχνικές επιτροπές, η Μελίνα έδωσε συνεντεύξεις, τραγούδησε και εκφώνησε πύρινους λόγους κατά των συνταγματαρχών.
Η χούντα αντέδρασε απαγορεύοντας τα τραγούδια της και δεσμεύοντας την περιουσία της. Ο θάνατος του πατέρα της (7 Ιουλίου 1968) τη βρήκε στην ξενιτιά, χωρίς διαβατήριο και δυνατότητα να ταξιδέψει στην Ελλάδα. Όταν πέθανε η μητέρα της τον Ιούλιο του 1972, της επέτρεψαν την είσοδο στη χώρα για λίγες ώρες, ώστε να παραβρεθεί στην κηδεία. Τον Μάρτιο του 1969, στη διάρκεια μιας περιοδείας της στην Ιταλία, έγινε βομβιστική επίθεση εναντίον της σε θέατρο της Γένοβας, χωρίς ευτυχώς θύματα, ενώ λίγες εβδομάδες αργότερα, δέχτηκε επίθεση από φασιστική οργάνωση στο Βέλγιο. Στις 26 Ιουλίου του 1974, δυο μόλις μέρες μετά την πτώση της χούντας, επέστρεψε στην Ελλάδα. Στο αεροδρόμιο την περίμεναν δεκάδες φίλοι της, ενώ η ίδια, βγαίνοντας από το αεροπλάνο, έκανε το σήμα της νίκης, μέσα σε γενικό ενθουσιασμό.
Η πολιτική της δράση συνεχίστηκε, αρχικά δέχτηκε πρόταση συνεργασίας από το ΚΚΕ, όμως τελικά, μαζί με στελέχη της αντιστασιακής οργάνωσης ΠΑΚ και τον Ανδρέα Παπανδρέου, ίδρυσαν το Πανελλήνιο Σοσιαλιστικό Κίνημα. Ο Ανδρέας, πρόεδρος πλέον του ΠΑΣΟΚ, της πρότεινε να κατέβει υποψήφια στη Β’ Πειραιώς στις εκλογές του 1974, όπου συγκέντρωσε 7.500 σταυρούς, αλλά δεν κατάφερε να εκλεγεί για 33 μόλις ψήφους, κάτι που πέτυχε όμως το 1977. Από τότε, μέχρι και τον θάνατό της το 1994, υπήρξε συνεχώς μέλος του Ελληνικού Κοινοβουλίου. Στο ΠΑΣΟΚ διετέλεσε μέλος της Κεντρικής Επιτροπής, του Εκτελεστικού Γραφείου και εισηγήτρια στον Κοινοβουλευτικό Τομέα ελέγχου Πολιτισμού.
Παράλληλα με την πολιτική της παρουσία, επέστρεψε στο θέατρο και τον κινηματογράφο, με σημαντικές ερμηνείες στην “Όπερα της πεντάρας” του Μπρεχτ σε σκηνοθεσία του Ζυλ Ντασέν (1975) και στη “Μήδεια” του Ευριπίδη σε σκηνοθεσία του Μίνου Βολανάκη (1976), παράσταση όμως που αποκλείστηκε από το επίσημο φεστιβάλ αρχαίου δράματος στην Επίδαυρο (κάτι που χάρισε στη Μελίνα τον τίτλο “εξόριστη Μήδεια”). Το 1978 έπαιξε στην τελευταία κινηματογραφική ταινία της, την “Κραυγή γυναικών” του Ζυλ Ντασέν, βασισμένη στη “Μήδεια”, με συμπρωταγωνίστρια την Έλεν Μπέρστιν. Η ταινία δε γνώρισε εμπορική επιτυχία, αλλά προβλήθηκε στο φεστιβάλ των Καννών.
Από το 1977 και την εκλογή της στη Βουλή, μείωσε αισθητά την παρουσία της στο θέατρο και αφοσιώθηκε στον τομέα του πολιτισμού από την καινούργια της θέση. Το 1980 πρωταγωνίστησε στο “Γλυκό πουλί της νιότης”, όπου όπως και το 1960, είχε ξανά συμπρωταγωνιστή τον Γιάννη Φέρτη, ενώ το καλοκαίρι της ίδιας χρονιάς, ερμήνευσε την Κλυταιμνήστρα στην “Ορέστεια”, με το Θέατρο Τέχνης και τον Κάρολο Κουν, μπροστά στο κατάμεστο θέατρο της Επιδαύρου που την αποθέωσε. Στις εκλογές του 1981 επανεξελέγη βουλευτής και ο Ανδρέας Παπανδρέου, πρωθυπουργός πλέον, τη διόρισε υπουργό Πολιτισμού, μια θέση που θα κρατούσε σε όλες τις κυβερνήσεις του ΠΑΣΟΚ έως τον θάνατό της (1981-1989 & 1993-1994).
Η διεθνής ακτινοβολία της, της επέτρεψε να έχει επαφές με κορυφαίους Ευρωπαίους ηγέτες, όπως ο προσωπικός της φίλος Φρανσουά Μιτεράν, ο Τζούλιο Αντρεότι, ο Χανς Ντίτριχ Γκένσερ, ο Ούλωφ Πάλμε, ο Φελίπε Γκονθάλεθ, η Ίντιρα Γκάντι και φυσικά ο ομόλογός της και αγαπημένος της, Ζακ Λανγκ (υπουργός Πολιτισμού στη Γαλλία), προβάλλοντας πάντοτε σε αυτές τις συναντήσεις τα εθνικά μας θέματα. Κατά τη διάρκεια της θητείας της, έφερε τον πολιτισμό στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος και στα πρωτοσέλιδα των εφημερίδων, εντυπωσιάζοντας με τη δημοκρατική λειτουργία του υπουργείου της και τις άψογες σχέσεις των υπηρεσιών του με τους πολίτες.
Η Μελίνα φρόντισε να υλοποιήσει τα οράματά της, ένα εκ των οποίων ήταν η επιστροφή των Γλυπτών του Παρθενώνα από το Βρετανικό Μουσείο. Η ιδέα γεννήθηκε τη δεκαετία του ’60, όταν στα γυρίσματα της “Φαίδρας”, οι Βρετανοί είχαν απαιτήσει αμοιβή για να επιτρέψουν στο ελληνικό συνεργείο να κινηματογραφήσει τα γλυπτά. Ως υπουργός Πολιτισμού, έθεσε για πρώτη φορά επίσημα το θέμα τον Ιούλιο του 1982 στο Μεξικό, στη Διεθνή Διάσκεψη Υπουργών Πολιτισμού της UNESCO και δε σταμάτησε να αγωνίζεται για αυτό μέχρι τον θάνατό της. Επαναλάμβανε συνεχώς ότι η Ελλάδα ζητούσε μόνο την επιστροφή των μαρμάρων του Παρθενώνα και όχι και των υπόλοιπων ελληνικών εκθεμάτων που βρίσκονταν σε ξένα μουσεία.
Τα λόγια της ήταν χαρακτηριστικά: “Πρέπει να καταλάβετε τί σημαίνουν τα μάρμαρα του Παρθενώνα για μας. Είναι το καμάρι μας, είναι οι θυσίες μας. Είναι το υπέρτατο σύμβολο ευγένειας. Είναι φόρος τιμής στη δημοκρατική φιλοσοφία. Είναι η φιλοδοξία και το όνομά μας. Είναι η ουσία της ελληνικότητάς μας. Αν με ρωτήσετε εάν θα ζω όταν τα Μάρμαρα του Παρθενώνα επιστρέψουν στην Ελλάδα, σας λέω πως ναι, θα ζω. Αλλά κι αν ακόμα δεν ζω πια, θα ξαναγεννηθώ”. Για να στηρίξει το αίτημα της επιστροφής, συνέλαβε την ιδέα ενός νέου Μουσείου Ακροπόλεως που θα προσέφερε τον κατάλληλο χώρο για να εκτεθούν τα γλυπτά, αφαιρώντας κάθε επιχείρημα για όσους ήταν αντίθετοι.
Προκήρυξε μάλιστα διεθνή αρχιτεκτονικό διαγωνισμό το 1989, ενώ ενεργοποίησε τον αρχαίο θεσμό των χορηγών, διοργανώνοντας διάφορες εκδηλώσεις, όπως οι συναυλίες του Μστισλάβ Ροστροπόβιτς και του Βαγγέλη Παπαθανασίου. Παράλληλα έδωσε ιδιαίτερη έμφαση στις εργασίες αναστήλωσης των μνημείων της Ακρόπολης και την ανάδειξη της πολιτιστικής μας κληρονομιάς. “Τα μνημεία”, έλεγε, “ως παράγοντες ακτινοβολίας του πολιτισμού μας, είναι πηγή κύρους για τη χώρα μας και βασικό έρεισμα για τον χειρισμό των εθνικών μας θεμάτων”. Καθιέρωσε τη δωρεάν είσοδο των Ελλήνων πολιτών στα μουσεία και τους αρχαιολογικούς χώρους, στο πλαίσιο μιας προσπάθειας για την ευρύτερη παιδεία του λαού και ειδικά των νέων.
Η Μελίνα Μερκούρη ήταν η πρώτη που συνέλαβε την ιδέα της ενοποίησης των αρχαιολογικών χώρων της Αθήνας στον άξονα Ιερά Οδός-Πλάκα-Στύλοι Ολυμπίου Διός. Η ίδια υποστήριζε ότι “είναι επιτακτική ανάγκη, είναι χρέος της Ελλάδας να διασώσει την καρδιά της ιστορίας της, την καρδιά της Αθήνας, το ιστορικό της κέντρο, μ’ ένα έργο που θα αλλάξει παντελώς την εικόνα και τη ζωή στο κέντρο της πόλης”. Στις 28 Νοεμβρίου του 1983, κάλεσε τους υπουργούς Πολιτισμού της τότε ΕΟΚ για να μιλήσουν για τη σημασία του πολιτισμού: “Ο καθορισμός της ευρωπαϊκής ταυτότητας βρίσκεται ακριβώς στον σεβασμό της ιδιαιτερότητας και στο να δημιουργήσουμε ένα παράδειγμα ζωντανό μέσα από ένα διάλογο των πολιτισμών της Ευρώπης. Η φωνή μας είναι καιρός να ακουστεί με την ίδια δύναμη όπως αυτή των τεχνοκρατών. Ο πολιτισμός, η τέχνη και η δημιουργία, δεν είναι λιγότερο σημαντικά από το εμπόριο, την οικονομία, την τεχνολογία”.
Έτσι γεννήθηκε ο σημαντικότερος πολιτιστικός θεσμός της Ευρωπαϊκής Ένωσης, αυτός των Πολιτιστικών Πρωτευουσών της Ευρώπης, που υλοποιήθηκε το 1985 με πρώτη Πολιτιστική Πρωτεύουσα την Αθήνα. Η βασική αρχή λέει ότι ο θεσμός δεν είναι φεστιβάλ, αλλά τόπος για προβληματισμό, για ανταλλαγή ιδεών, για επικοινωνία πνευματικών ανθρώπων, καλλιτεχνών, επιστημόνων, που με τα έργα τους προωθούν την ευρωπαϊκή σκέψη. Η Μελίνα πάντα πίστευε στην πολιτιστική αποκέντρωση, έτσι δημιούργησε σε διάφορες πόλεις τα Δημοτικά Περιφερειακά Θέατρα, θεσμός που ξεκίνησε το 1983, με σκοπό την πραγματοποίηση ενός ευρύτατου θεατρικού πολυκεντρισμού με κέντρα τις πόλεις της χώρας, για την ανάπτυξη και διάδοση του θεάτρου στην περιφέρεια.
Το 1990 η Μελίνα ήταν υποψήφια δήμαρχος στις δημοτικές εκλογές στον Δήμο της Αθήνας, υποστηριζόμενη από ΠΑΣΟΚ, Συνασπισμό και ΔΗΑΝΑ, έχασε όμως από τον Αντώνη Τρίτση (50,15% έναντι 45,94%). Τον Οκτώβριο του 1993, με την επάνοδο του ΠΑΣΟΚ στην κυβέρνηση, ορίστηκε και πάλι υπουργός Πολιτισμού. Στόχος της σε αυτή τη δεύτερη θητεία, ήταν να υλοποιήσει τα προγράμματα “Αιγαίο-Αρχιπέλαγος” και “Εκπαίδευση και Πολιτισμός”. Όμως ο καρκίνος την πρόλαβε, κόβοντας το νήμα της ζωής της στις 6 Μαρτίου του 1994 στο νοσοκομείο Memorial της Νέας Υόρκης. Η σορός της έφτασε στην Ελλάδα δυο μέρες μετά και εκατοντάδες χιλιάδες άνθρωποι τη συνόδευσαν στην τελευταία της κατοικία, στο Α’ Νεκροταφείο Αθηνών. Ήταν η πρώτη Ελληνίδα που κηδεύτηκε με τιμές εν ενεργεία πρωθυπουργού.
Η συγκίνηση για τον θάνατό της ήταν παγκόσμια. Είναι χαρακτηριστικό ότι την ώρα της κηδείας της, τα θέατρα και τα καταστήματα στο Μπρόντγουεϊ παρέμειναν κλειστά, ενώ έσβησαν τα φώτα για ένα λεπτό σε ένδειξη πένθους, συνηθισμένη πρακτική για τους Αμερικανούς ηθοποιούς που πρωταγωνίστησαν στις θεατρικές σκηνές της Νέας Υόρκης. Η Μελίνα υπήρξε η μοναδική ξένη ηθοποιός που τιμήθηκε με αυτόν τον τρόπο από το Μπρόντγουεϊ. Και αυτό επειδή η ίδια, αυτή η μεγάλη Ελληνίδα, υπήρξε οικουμενική. Είτε ως συγκλονιστική ηθοποιός, είτε ως μάχιμη πολιτικός, είτε ως υπέροχη ερμηνεύτρια τραγουδιών του Χατζιδάκι, του Θεοδωράκη, του Ξαρχάκου, του Μαρκόπουλου και του Τσιτσάνη.
Η “γυναίκα-φλόγα”, η προσωποποίηση του πάθους και της αφοσίωσης στην τέχνη και τον πολιτισμό, η τελευταία Ελληνίδα θεά όπως την αποκάλεσαν, με τα πλέον εκφραστικά μάτια και την καθάρια, γεμάτη λυρισμό φωνή, η Μελίνα της ζωής και του ονείρου, η δική μας Μελίνα, μπορεί να έφυγε σαν σήμερα πριν τριάντα χρόνια, όμως η μνήμη της παραμένει ολοζώντανη μέσα από το έργο της. Η ίδια, εξήντα χρόνια πριν, το 1964, το είχε “ζητήσει” ερμηνεύοντας τους γεμάτους ευαισθησία στίχους του Βαγγέλη Γκούφα σε μουσική του Σταύρου Ξαρχάκου: “Να με θυμάσαι και να μ’ αγαπάς”
Αιωνία της η Μνήμη! Το όνομά της θα του θυμούνται οι αιώνες!
ΖΑΝΝΕΤΟΣ ΤΟΦΑΛΛΗΣ
ztofallis@gmail.com
Λονδίνο, 6 Μαρτίου 2024