Γράφει ο Μιχάλης Σεραφείμ
Φεύγω, που λέτε, από το σπίτι μου με το ποδήλατο γνωρίζοντας ότι έχω συγκεκριμένο προορισμό αλλά δεν μπορώ ακόμη να προσδιορίσω πού. Βγαίνω από το στρίψιμο του σπιτιού μου και αρχίζω να συνειδητοποιώ κάποιες διαφοροποιήσεις του περιβάλλοντος μέσα στο οποίο κινούμαι, διαφοροποιήσεις χωρίς αλληλουχία ή λογική επεξήγηση. Στο σημείο που κανονικά βρίσκεται το περίπτερο, είναι ο σταθμός μετρό του Ευαγγελισμού στην Αθήνα. Ξέρω ότι αν προχωρήσω ευθεία θα μπω στην Βασιλίσσης Σοφίας και προτιμώ να την αποφύγω γιατί φοβάμαι ότι έτσι όπως είμαι με το ποδήλατο όλο και κάποιο αμάξι ή λεωφορείο θα μου χτυπήσει· έτσι στρίβω αριστερά και βρίσκομαι σε ένα χωματόδρομο που καταλήγει σ’ ένα χωράφι που μοιάζει με το χωράφι που παίζαμε ποδόσφαιρο μικροί. Εκεί εμφανίζεται ο αδερφός μου (είμαι σίγουρος ότι είναι ο αδερφός μου), μόνο που έχει την φάτσα του Χιώτη, του τερματοφύλακα του Αποέλ. Ρε φίλε, μου λέει σε άπταιστη καλαμαρίστικην, το ‘χω δαγκώσει εδώ έξω, από το κρύο. Δεν θα ‘ρθεις σπίτι να πιούμε κάνα καφεδάκι; Όχι, του απαντώ, πρέπει να πάω … Με διακόπτει εκείνη τη στιγμή και μου λέει: Καλά καλά, θα σε δω στο μπάσκετ. Ποιο μπάσκετ; σκέφτομαι καθώς ξεκινώ να διασχίζω το χωράφι και βγαίνω σ’ ένα πράσινο λόφο κατηφορίζοντας προς μια μικρή πόλη ενώ αρχίζει να ψιχαλίζει τόσο έντονα που γίνομαι μουσκίδι μέσα σε μια στιγμή. Σημειωτέον, παρόλη τη βροχή δεν νοιώθω ούτε κρύο ούτε ζέστη, παρά μόνο μια αίσθηση αμφιβολίας και αβεβαιότητας. Μπαίνοντας στην πόλη, η βροχή συνεχίζεται και βρίσκομαι σ’ ένα δρόμο (μάλλον τον κεντρικό δρόμο) απότομα ανηφορικό, όμως πολύ όμορφο με διάφορα θέατρα και καφετέριες σε όλο του το μήκος. Βρίσκω ένα σημείο κάτω από μια τέντα σε ένα cafe και προσπαθώ να ανάψω τσιγάρο όμως μια χοντρή γηραιά κυρία με παίρνει στο κυνήγι φωνάζοντας κάτι ασυνάρτητα για τραπουλόχαρτα και αστυνομίες και δεν ξέρω τι άλλο, αλλά σιγά μην κάτσω να την ακούσω, αρχίζω ορθοπεταλιές όσο πιο γρήγορα μπορώ και εξαφανίζομαι, στο επόμενο στρίψιμο κατεβαίνω την Λεωφόρο Φανερωμένης που οδηγεί στην εκκλησία του Αγίου Λαζάρου στην Λάρνακα αλλά ο δρόμος είναι κλειστός γιατί κάνουν έργα για το αποχετευτικό και υπάρχει εκτροπή, δεν με νοιάζει όμως γιατί είμαι με ποδήλατο οπόταν μπορώ να δοκιμάσω να περάσω από μέσα στα έργα, να κάνω ελιγμούς, και δοκιμάζω ώσπου δυο τρεις εργάτες (μάλλον ανατολικοευρωπαίοι) αρχίζουν να μου φωνάζουν πού πάεις ρε καρακκιόζη; εν θωρείς τσιμέντο φρέσκο δαμέ, εννά τα χαλάσεις ούλλα, και έτσι πάω πίσω για να κάμω τον γύρο και βρίσκομαι δίπλα που ένα ποταμό, όχι ιδιαίτερα καθαρό αλλά όχι και βρώμικο. Δίπλα που τον ποταμό είναι η γιαγιά μου (είμαι σίγουρος ότι είναι η γιαγιά μου αλλά έχει το πρόσωπο της Έλλης Στάη για κάποιο λόγο) μαζί με καμιά εικοσαριά άλλα άτομα και πλένουν πιάτα μέσα στο ποταμό. Ρε γιαγιά, της λέω, τι κάμνετε εδώ; Γιε μου, μου απαντά, έτσι που μας βλέπεις εμάς εδώ, εικοσιτέσσερα άτομα που μένουμε σε δεκαπέντε διαμερίσματα μέσα σε μια πολυκατοικία, δώσαμε μονοκοπανιά στην Αρχή Ηλεκτρισμού δεκαοκτώ χιλιάδες ευρώ και έτσι αποφασίσαμε να μην τους πληρώσουμε, βρήκαμε τρία φορτηγά και πήραμε σήμερα το πρωί όλα μας τα πλυντήρια και τα στεγνωτήρια και τους τα αφήσαμε μπροστά στην είσοδο των κεντρικών τους γραφείων, ας τα κάμουν ότι θέλουν, εμείς θα βρούμε άλλους τρόπους να επιβιώσουμε. Μπράβο η γιαγιά, σκέφτομαι από μέσα μου, όμως διερωτώμαι τι θα κάνουν μόλις αρχίσει να χειμωνιάζει. Εν τω μεταξύ, κάπου ήθελα να πάω, κάτι ήθελα να κάνω και πλέον άρχισε να νυκτώνει, έτσι μπαίνω σε ένα στενό δρομάκι και προσπαθώ να ανασυντάξω την πορεία μου, να θυμηθώ πού θέλω να πάω, να καταλάβω πού είμαι τώρα και καθώς βγαίνω σε ένα κύριο δρόμο, ου γαμώτο, είναι η άλλη πλευρά του Ευαγγελισμού, είμαι στη Βασιλίσσης Σοφίας, κάτι μου θυμίζει τούτος ο θόρυβος, είναι κόρνα λεωφορείου, είμαι στον λεωφορειόδρομο, από που έρχεται… Μπαμ!
Υ.Γ: Το πραγματικό ξύπνημα ήταν κουτουλιά πάνω στο κομοδίνο.