Πέθανε ο σπουδαίος Έλληνας ποιητής και στιχουργός Μιχάλης Γκανάς. Υπήρξε ένας από τους πιο γνωστούς και αγαπητούς Έλληνες ποιητές ενώ στίχοι του μελοποιήθηκαν από κορυφαίους Έλληνες συνθέτες.
Ο Μιχάλης Γκανάς γεννήθηκε στον Τσαμαντά Θεσπρωτίας το 1944. Από το 1962 έζησε και εργάστηκε στην Αθήνα. Σπούδασε νομικά χωρίς να ολοκληρώσει τις σπουδές του.
Έργα όπως το “Γυάλινα Γιάννενα” και το “Ο ύπνος του καπνιστή“, καθιέρωσαν τον Μιχάλη Γκανά ως έναν από τους σημαντικότερους σύγχρονους ποιητές της Ελλάδας.
Ποιήματά του έχουν μεταφραστεί σε διάφορες γλώσσες, ενώ οι στίχοι του έχουν μελοποιηθεί από σημαντικούς Έλληνες και ξένους μουσικοσυνθέτες όπως ο Μίκης Θεοδωράκης, ο Θανάσης Γκαϊφύλλιας, ο Δημήτρης Παπαδημητρίου, ο Νίκος Ξυδάκης, o Ara Dinkjian, κ.ά. Παράλληλα, μετέφρασε τις Νεφέλες του Αριστοφάνη για το Θέατρο Τέχνης – Κάρολος Κουν και τους Επτά επί Θήβας του Αισχύλου για το ΔΗΠΕΘΕ Πατρών.
Το 1994 τιμήθηκε με το Κρατικό Βραβείο Ποίησης για το βιβλίο του Παραλογή, το 2009 με το βραβείο Καβάφη, το 2011 με το βραβείο Ακαδημίας Αθηνών (Ίδρυμα Πέτρου Χάρη) για το σύνολο του έργου του, τo 2021 με το Μεγάλο Βραβείο Jean Moreas για το έργο και την προσφορά στα Ελληνικά Γράμματα.
Ο Μιχάλης Γκανάς είχε εκδώσει αρκετές ποιητικές συλλογές, όπως «Ακάθιστος Δείπνος» (1978), «Μαύρα Λιθάρια» (1980), «Γυάλινα Γιάννενα» (1989) και «Παραλογή» (1993). Επίσης, είχε ασχοληθεί με την πεζογραφία, με έργα όπως «Μητριά πατρίδα» (2007) και «Γυναικών: μικρές και πολύ μικρές ιστορίες» (2010).
Η Εταιρεία Συγγραφέων αποχαιρετά τον σπουδαίο ποιητή
Η ανακοίνωση της Εταιρείας Συγγραφέων
«Επειδή η ζωή μας μοιάζει να φυραίνει
μέρα τη μέρα, δε θα πει πως η ζωή
δεν αξίζει τον κόπο»
Με ανείπωτη θλίψη πληροφορηθήκαμε τον θάνατο του σημαντικού ποιητή και ιδρυτικού μέλους της Εταιρείας μας Μιχάλη Γκανά. Από τους σπουδαιότερους συγγραφείς της γενιάς του ΄70, ο Μιχάλης Γκανάς αγαπήθηκε ιδιαίτερα τόσο ως ποιητής όσο και ως στιχουργός, καθώς ποιήματά του έχουν μελοποιηθεί από πολλούς γνωστούς, έλληνες και ξένους συνθέτες, όπως ο Μ. Θεοδωράκης, ο Ν. Μαμαγκάκης, ο Ν. Ξυδάκης, ο Δ. Παπαδημητρίου, ο Ν. Κυπουργός, ο G. Bregovic, ο A. Dinkjian κ.ά.
Το έργο του, διαποτισμένο από συγκρατημένο λυρισμό και σπάνιο ήθος, αγαπήθηκε και βραβεύτηκε (Κρατικό Βραβείο Ποίησης, Βραβείο Ποίησης του Ιδρύματος Πέτρου Χάρη της Ακαδημίας Αθηνών για το σύνολο του έργου του). Το 2022 , η Πρόεδρος της Δημοκρατίας τού απένειμε το παράσημο του Χρυσού Σταυρού του Τάγματος της Τιμής καθώς, όπως τόνισε, «με τα ποιήματα και τα μικρά πεζά του έστησε μια στέρεη γέφυρα ανάμεσα στον απελθόντα κόσμο της υπαίθρου και τη σύγχρονη ζωή, σημαδεύοντας ανεξίτηλα τη συλλογική μας ευαισθησία».
Όπως είχε επισημανθεί εξάλλου και στα Γενεαλογικά για την ποίηση και τους ποιητές του ’70 , «στην ποίηση του Μιχάλη Γκανά αντιπαρατίθενται (…) στην ουσία όχι δυο συστήματα ατομικής και συλλογικής ζωής, της πόλης ας πούμε και της επαρχίας, γιατί στο τέλος-τέλος δεν υπάρχουν πια σαφή όρια ανάμεσα στους τόπους, αλλά μάλλον δυο κόσμοι που δεν απέχουν χρονικά και πολύ, μολονότι μοιάζουν με δυο επικράτειες με ριζικά διαφορετικούς όρους ζωής. Ο κόσμος της παλιάς ορεινής Ελλάδας, αυτάρκης, αυστηρός και ηρωικός, μέσα στη λιτότητά του, και ο κόσμος που μέσα του ζει ο ποιητής — διαμελισμένος από τη βίαιη «εξαστικοποίησή του» και ερημωμένος στη μέσα του ζωή» (Αλέξης Ζήρας).
Εκ μέρους του Δ.Σ. και των μελών της Εταιρείας Συγγραφέων εκφράζουμε τα βαθύτερα και ειλικρινή μας συλλυπητήρια στη γυναίκα του Πόπη και στα παιδιά του, Μυρσίνη και Γιάννη.
Ο Μιχάλης Γκανάς με δικά του λόγια
Το απόσταγμα ζωής στις συνεντεύξεις του. Αυτά είναι μερικά από όσα πολύτιμα είπε:
«Ας σιωπήσουμε λίγο μήπως και ακουστεί κάτι χρήσιμο, που χάνεται μέσα στην οχλαγωγία μας».
«Είναι ιαματική η ποίηση. Ανήκω στην κατηγορία εκείνων που γράφουν μόνο όταν το αισθανθούν καθώς και όταν αυτό που θέλουν να πουν έχει μέσα τους ωριμάσει. Νιώθω, ωστόσο, ότι στην καθημερινότητά μας πορευόμαστε σαν να είμαστε ναρκωμένοι».
«Η αριστερά σήμερα όχι μόνο δεν έχει αντοχές αλλά δεν βλέπω να έχει και μέλλον».
«Είναι ξεκάθαρο ότι δεν είναι μια καλή εποχή αυτή που ζούμε. Πολλές έγνοιες, φόβοι και ανησυχίες. Πρόσφατα πέρασα μια περιπέτεια με την υγεία μου. Και δεν σου κρύβω ότι με έκανε να συνειδητοποιήσω κάτι πολύ περίεργο. Σκεφτόμουν το μαρτύριο της συνέχειας στην περίπτωση που γινόμουν καλά. Αναλογιζόμουν πόσο θα ζήσω ακόμη μέσα σε τούτο τον κόσμο; Γύρω μας παντού αρρώστιες, θάνατοι, πίκρα, δυστυχία και δυσβάστακτες απώλειες. Με έχει κουράσει πια αυτή η κατάσταση. Μοιραία φέρνω στη μνήμη μου το γνωστό μοιρολόι που λέει: “Σήκω Μαριόλα από τη γη κι από το μαύρο χώμα. Κάμε τα νύχια σου τσαπιά, τις απαλάμες φτυάρια”. Μια ανηφόρα η ζωή μας. Ένας ατελείωτος ψυχικός πόνος, μια λύπη, ένας θρήνος. Άνθρωποι χάθηκαν για πάντα εξαιτίας μιας πανδημίας και σήμερα εξελίσσεται πάλι ένας πόλεμος στην Ευρώπη. Μου λείπουν οι στιγμές που οι άνθρωποι χαίρονταν με τα μικρά και τα λίγα. Όλα έχουν γίνει πιο πολύπλοκα».
«Ζούμε μια μεγάλη κρίση. Δες την περίπτωση Ομπάμα. Ο Ομπάμα είναι η πλήρης αποτυχία του συστήματος. Ο καλύτερος πρόεδρος που εκλέχτηκε τα τελευταία χρόνια στις ΗΠΑ κατάφερε ελάχιστα πράγματα και αμέσως μετά ήρθε ο Τραμπ. Οι τάσεις είναι παγκόσμιες, εξαπλώνεται σα γάγγραινα ο λαϊκισμός».
«Μηνύματα κάθε είδους χτυπάνε την πόρτα μας. Ακραία καιρικά φαινόμενα, τυφώνες, πυρκαγιές, σεισμοί , πόλεμοι πιο άγριοι από αυτούς που ξέραμε, άνοδος της θερμοκρασίας του πλανήτη και λιώσιμο των πάγων. Εμείς πέρα βρέχει… ‘Λιώνουν οι πάγοι στην Ανταρκτική!’ Σκασίλα μας δεν είμαστε από κει».
«Η Τέχνη βοηθάει. Και η μεγάλη τέχνη και αυτή με το μικρό ταυ. Η καθημερινή τέχνη. Αυτή που μας βοήθησε να σταθούμε τόσο μεγάλο διάστημα στα πόδια μας, διαβάζοντας αγαπημένα βιβλία, βλέποντας αξέχαστες ταινίες και σειρές στην Τηλεόραση, ακούγοντας διάσημες Όπερες αλλά και αλησμόνητα τραγούδια, βλέποντας Θεατρικές παραστάσεις και απολαμβάνοντας τους καρπούς Ελλήνων και ξένων καλλιτεχνών, που μόνο ξένοι δεν είναι. Όσο για την ποίηση, την Τέχνη με τους λίγους αλλά φανατικούς αναγνώστες, μπορεί να κάνει θαύματα αρκεί να στήσει κανείς το αυτί του και να αφεθεί στην μαγεία της, χωρίς να νοιάζεται για το… τι θέλει να πει ο ποιητής. Τότε η ποίηση μπορεί να γίνει ιαματική και παραμυθητική για τον ίδιο τον ποιητή αλλά και τους αναγνώστες του».
«Πολύ συχνά στην Επιστήμη και την Τέχνη ‘το ένα και ένα’ δεν κάνει πάντα δύο αλλά τρία ή πέντε…»
«Τι σημαίνει να είναι κανείς ποιητής στις μέρες μας; Να ζει ποιητικά, νομίζει ο κόσμος. Μερικοί ζούνε όντως ποιητικά άλλοι όχι. Και τι θα πει ποιητικά; Παράξενο ντύσιμο, περίεργο βλέμμα, μακριά μαλλιά να τα παίρνει ο άνεμος; Και φτώχια, φτώχια, φτώχια… Τέλος πάντων. Η φτώχια δεν είναι πια αποκλειστικό προνόμιο των ποιητών. Είναι δικαίωμα όλων των Ελλήνων πλέον».
«Νομίζω ότι η ίδια η Ποίηση είναι η τέχνη της βραδύτητος. Δεν βιάζομαι, δεν κρατάω μπλοκάκι, δεν σημειώνω. Αφήνω ήσυχα τα γεγονότα, τις εμπειρίες, τα συναισθήματα να σιτέψουν και κάποια στιγμή θέλουν να μιλήσουν. Και τότε γράφω».
«’Καλύτεροι’ άνθρωποι δεν θα γίνουμε. Γιατί το κακό είναι ενοφθαλμισμένο βαθιά – βαθιά στο DNA μας. Έχουμε ρημάξει τον πλανήτη μας τόσο βέβηλα και ακραία που δείχνει να έχει ‘ενοχληθεί’ κι αυτό θα το πληρώσουμε. – Αποδείχθηκε πως μέσα στην κρίση αναζητούμε ένα πρόσωπο να αφήσουμε πάνω του όλους τους φόβους μας».
«Μεγάλωσα κυρίως με γυναικόπαιδα. Οι άντρες πολεμούσαν στον Εμφύλιο ή είχαν φύγει για τις κωμοπόλεις. Κάποια στιγμή, ο Εθνικός Στρατός εκπόρθησε τη Μουργκάνα και, φεύγοντας, οι αντάρτες τούς πήραν όλους μαζί τους, Αριστερούς και Δεξιούς. Χαρακτηριστικά, του παππού μου, που ήταν με τον Ζέρβα, όπως και όλη η οικογένειά μου, του είπαν ‘πάμε να φύγουμε, συναγωνιστή’. Δεν υπήρχαν εκείνη την ώρα περιθώρια να εξηγήσεις τι και πώς. Φύγαμε για την Ουγγαρία τον Σεπτέμβριο του ’48 και γυρίσαμε τον Φεβρουάριο του ’54, αφήνοντας εκεί δύο νεκρούς: τη γιαγιά μου και τη θεία μου».
«Στην Ουγγαρία ζούσα μέσα στην οικογένεια, οπότε ήταν δύσκολο να περάσουν τα πολιτικά μηνύματα είτε απ’ το σχολείο είτε απ’ το κομμουνιστικό κράτος. Όταν γυρίσαμε στην Ελλάδα είχα την τύχη να μην πάω στις ‘Παιδοπόλεις’. Εκεί, πολλά παιδιά πήγαν απ’ το άσπρο στο μαύρο και τρελάθηκαν. Μεγάλο πρόβλημα αντιμετώπισα στην Αθήνα, όταν ήρθα για σπουδές, το 1962. Έβραζε τότε ο τόπος από την αδικία που συνέβαινε στην Αριστερά. Εξορίες, πιστοποιητικά κοινωνικών φρονημάτων και άλλα με οδήγησαν προς τα εκεί. Ήταν ένα ρεύμα. Βέβαια, ένιωθα πολύ άσχημα απέναντι στον πατέρα μου, που του είχαν πάρει όλη την οικογένεια. Στη συνέχεια, μπορώ να πω πως, χωρίς να οργανωθώ στην Αριστερά, ανήκα σε αυτόν το χώρο».
«Το ότι δεν μπόρεσα να μιλήσω για την Αθήνα έχει να κάνει με το γεγονός ότι οι εμπειρίες μου απ’ την Ήπειρο και την Ουγγαρία έκατσαν πολύ βαθιά μέσα μου. Μου έλεγε ο Γιάννης Βαρβέρης: ‘Ωραία είναι τα ποιήματά σου, αλλά θέλω να δω πώς βλέπεις τα μπαρ, πώς βλέπεις την οδό Πανεπιστημίου, πώς βλέπεις πράγματα της πόλης’. Δεν ξέρω τι ακριβώς με βασανίζει. Αυτό που διατύπωσαν άλλοι είναι το ανέφικτο της επιστροφής. Δεν είναι μόνο η Ήπειρος, αλλά αυτό που έχει ο καθένας μέσα του: το αδύνατο της επιστροφής, ένα πράγμα που είναι εξ ορισμού χαμένο. Ένα βαρύ πράγμα, σαν ηπειρώτικο μοιρολόι. Η επιστροφή είναι αδύνατη. Γι’ αυτό υπάρχει αυτή η ένταση. Τελευταία, συμβαίνει το αντίθετο: έχω πιάσει τον εαυτό μου να του λείπει η Αθήνα. Εξημερώθηκα μαζί της μέσω των παιδιών μου, που η Αθήνα είναι η πόλη τους. Πηγαίναμε εκδρομές στην εξοχή και μου έλεγαν πως βρωμάει δεντρίλα».
«Το πρώτο μου βιβλίο βγήκε το 1978 απ’ τις εκδόσεις Κείμενα. Ο ποιητής τότε είχε κι εκτίμηση και μέλλον. Βέβαια, πρέπει να σου πω πως, όσο ήμουν στο Γυμνάσιο, δεν ήξερα κανέναν εν ζωή ποιητή, εκτός απ’ τον Καββαδία. Και μιλάμε για το 1962, που έναν χρόνο μετά ο Σεφέρης πήρε Νόμπελ. Αν δει κανείς ψύχραιμα, όμως, τις επιδόσεις των ποιητών και των πεζογράφων, θα καταλάβει πως δεν υπάρχει μεγάλη διαφορά. Κάθε γενιά βγάζει τρεις-τέσσερις σημαντικούς ποιητές. Είναι ένα είδος, όμως, που το φοβάται ο κόσμος. Επειδή έχει αυξηθεί, σήμερα, ο όγκος των αναγνωστών, φαίνεται ότι η ποίηση διαβάζεται λιγότερο, ενώ στην πραγματικότητα διαβάζεται περισσότερο».
«Λένε ότι η ποίηση είναι το πιο δύσκολο είδος. Για μένα είναι το πιο εύκολο.Δε θέλω να πω ότι γράφω καλά αλλά πηγαίνει πιο εύκολα το χέρι μου. Η ποίηση έχει πάντα κάτι να πει αλλά δε βιάζεται να το πει. Δεν προσφέρεται για επείγοντα περιστατικά. Χρειάζεται χρόνο για να μετουσιώσει σε λόγο τα τρέχοντα. Μόνο καλά έχω πάρει από την ποίηση. Καθόλου δε με κούρσεψε αντίθετα με πλούτισε. Μόνο δώρα μου έφερε. Μακάρι να της έδωσα κι εγώ κάτι. Ένα πράσινο φύλλο που λέει ο λόγος».
«Ντρέπομαι ακόμα όταν γράφω ένα ποίημα. Νιώθω ότι δεν είμαι μέσα στη φάρα μου. Νιώθω ότι μ’ αυτό θα νιώθει αμήχανος ο πατέρας μου. Σαν να ξεστράτισα. Σαν να προοριζόμουν γι’ αλλού κι αλλού να πήγα. Βέβαια, κανείς δεν αποδέχεται το γράψιμο. Ούτε οι αστοί ούτε οι μεγαλοαστοί. Θυμηθείτε πώς αντιμετώπιζαν τον Εμπειρίκο. Τους φοβούνται τους ανθρώπους που παρεκκλίνουν απ’ τις νόρμες».
«Ποτέ δεν ήταν η ποίηση για πολλούς. Ο Καρούζος έβγαζε τα βιβλία του μόνος του σε 200 αντίτυπα και η ‘Στροφή’ του Σεφέρη μπορεί να υπάρχει ακόμα στην αποθήκη. Την ποίηση πρέπει να τη βρεις, δεν θα σε βρει αυτή. Προσωπικά δεν συμφωνώ με την εξωστρέφεια των ποιητών που εκφράζεται με εκδηλώσεις για να περάσει η ποίηση στην κοινωνία. Αυτό είναι αντίθετο στην ουσία της ποίησης, γιατί έτσι η πρόσληψή της γίνεται με λάθος τρόπο, μέσω ενός κοσμικού γεγονότος ή μιας διαμαρτυρίας, παρά ως εσωτερική ανάγκη».
«Η ποίηση θέλει αφοσίωση, να τρελαίνεσαι με αυτό που διαβάζεις. Είναι η μόνη τέχνη που δεν έχει μπει στο χρηματιστήριο της τέχνης, κανείς εκδότης δεν θα σε πιέσει να γράψεις μπεστ σέλερ».