Ο Αρχιεπίσκοπος Γεώργιος, όποτε προβεί σε δημόσια παρέμβαση για το Κυπριακό -κάτι που πράττει πολύ συχνά με κάθε ευκαιρία και αφορμή- εκφέρει λόγο διχαστικό στα όρια εμφυλιοπολεμικού πνεύματος, το οποίο μάλιστα κάποτε ξεπερνά κιόλας. Ο προκαθήμενος της Εκκλησίας μας, χωρίζει το λαό σε πατριώτες και ριψάσπιδες, σε συμβιβασμένους με την κατοχή και σε ασυμβίβαστους αγωνιστές. Τις προάλλες μίλησε για «εθνική αφασία» των όσων Ελληνοκυπρίων επισκέπτονται τα κατεχόμενα μέρη της πατρίδας μας, ψωνίζουν ή ταξιδεύουν από εκεί. Δεν λέω, είναι κάτι ομολογουμένως κομψότερο από τους «κοπρίτες» του Παύλου Μυλωνά, αλλά και πάλι είναι ακραία ενοχοποίηση και λοιδορία μιας άλλης προσέγγισης στο Κυπριακό.
Δεν στέκομαι καν στο στοιχειώδες, ότι ο Αρχιεπίσκοπος όφειλε να κηρύττει το λόγο του Θεού, που όπως διδάχθηκα από το σχολείο αλλά και από τον ιερέα πατέρα μου, είναι λόγος της Αγάπης, της Ανθρωπιάς και της Καλοσύνης. Πώς γίνεται κοτζάμ Αρχιεπίσκοπος να επιτρέπει στον εαυτό του τη διολίσθηση σε ρητορική μίσους ενάντια σε ομοεθνείς και ομόθρησκούς του; Στο κάτω κάτω ας αναλογιζόταν ότι πολλοί από όσους επισκέπτονται την κατεχόμενη γη μας το πράττουν ως προσκυνητές σε εκκλησίες και μοναστήρια, συλημένα ή συντηρημένα. Π.χ. του Αποστόλου Ανδρέα, του Αγίου Νικολάου, του Αγίου Ιλαρίωνα και του Αγίου Μάμα στις αντίστοιχες ημερομηνίες οι αριθμοί των διελεύσεων Ε/Κ στα κατεχόμενα αυξάνονται αισθητά. Αυτό δεν το σκέφτηκε ο σεβαστός προκαθήμενος; Αυτό που μόνο λαμόγια, τζογαδόροι, έκφυλοι, ναρκομανείς, απάτριδες και ανήθικοι επισκέπτονται τα κατεχόμενα, πρέπει να το ξαναδούν, κυρίως όσοι διατείνονται ότι κηρύττουν το λόγο του Θεού.
Ο Αρχιεπίσκοπος πολιτικολογεί ασύστολα. Και πολιτικολογεί αναρμοδίως και ανευθύνως, χωρίς κόστος και προπαντός χωρίς μέτρο, με φανατισμό, με πείσμα, χωρίς ίχνος ανοχής στην άλλη άποψη, πόσω δε μάλλον σεβασμού σε αυτήν. Μιλώντας την περασμένη Παρασκευή σε εκδήλωση με τίτλο «Μνήμες Κατεχόμενης Γης» την οποία διοργανώνουν οι Επιτροπές Κατεχόμενων Δήμων και Κοινοτήτων, αναφέρθηκε και πάλι σε «παγίδευσή μας στις διακοινοτικές συνομιλίες». Πλην όμως, όπως συνηθίζει πάντα, απέφυγε να πει ποια είναι η εναλλακτική επιλογή που προτείνει: Να πάρουμε τα σπαθιά και τα γιαταγάνια; Να ζωστούμε τα φυσεκλίκια και να ορμήσουμε κατά πάνω τους; Άμα δεν καταφέρουμε να φέρουμε την Ειρήνη στην πατρίδα μας μέσω συνομιλιών, με ποιο τρόπο θα τα καταφέρουμε;
Οι προσβολές σε όσους δεν συμφωνούν με τη συνομοταξία του Μακαριότατου ήταν αφόρητες. Είπε επί λέξει και τα εξής: «Πολλοί αντιμετωπίζουμε την κατάσταση χωρίς αξιοπρέπεια, χωρίς την ελληνική περηφάνια. Οι καθημερινές ανακοινώσεις για τον αριθμό των Ελλήνων Κυπρίων που επισκέπτονται τα κατεχόμενα, τα ποσά που ξοδεύουν εκεί, οι αναχωρήσεις από το παράνομο αεροδρόμιο, οι φωνές για διάνοιξη και άλλων οδοφραγμάτων, για να εξοικειωθούμε κι άλλο με την κατοχή, δίνουν μιαν αίσθηση της εθνικής αφασίας στην οποία ένα μεγάλο μέρος του λαού μας έχει περιέλθει».
Με δυο λόγια, ο Αρχιεπίσκοπος αποκάλεσε ασθενείς με αφασία όσους δεν συμφωνούν μαζί του στο Κυπριακό. Πόσο διαφορετικά θα ήταν τα πράγματα αν ο Αρχιεπίσκοπος είχε ανοικτούς ορίζοντες και δεν ήταν κήρυκας μίσους και διχασμού. Θα μπορούσε να κτίζει γέφυρες με τους απ’ εκεί «ομολόγους» του, αντί να καταδικάζει στο πυρ το εξώτερον κάθε επαφή και συνάφεια με τους Τουρκοκύπριους συμπατριώτες μας.