ΠΟΓΟ
ΔΙΑΚΗΡΥΞΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΔΙΕΘΝΗ ΗΜΕΡΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΞΑΛΕΙΨΗ ΤΗΣ ΒΙΑΣ ΚΑΤΑ ΤΩΝ ΓΥΝΑΙΚΩΝ
Πόλεμος κατά των γυναικών
Η βία κατά των γυναικών αποτελεί μια από τις πιο σοβαρές και συστηματικές παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων σε όλο τον κόσμο. Ο όρος «βία κατά των γυναικών» αναφέρεται σε κάθε πράξη βίας που βασίζεται στο φύλο και εκδηλώνεται με πολλές μορφές: συναισθηματική, λεκτική, οικονομική βία, σωματική κακοποίηση, παρενοχλητική παρακολούθηση, σεξουαλική παρενόχληση, βιασμό, σωματεμπορία, εκδικητική πορνογραφία, ακρωτηριασμό γεννητικών οργάνων και γυναικοκτονία.
Η έμφυλη βία είναι άμεσα συνδεδεμένη με την πατριαρχία, ένα σύστημα που αναπαράγει την ανισότητα ανάμεσα στα φύλα και ενισχύει τις διακρίσεις σε όλους τους τομείς της κοινωνικής ζωής. Στο πλαίσιο του εκμεταλλευτικού συστήματος, η ανεπαρκής κρατική στήριξη για την πρόληψη, την προστασία και την ενδυνάμωση των κακοποιημένων διαιωνίζει αυτόν τον κύκλο βίας, αφήνοντας τις γυναίκες εκτεθειμένες και απροστάτευτες.
Αυτός ο ακήρυκτος πόλεμος συνεχίζει να αποτελεί σημαντικό εμπόδιο στο δρόμο για την επίτευξη της ουσιαστικής ισότητας και ισοτιμίας των φύλων καθώς και στη διαφύλαξη των ανθρωπίνων δικαιωμάτων.
Οι αριθμοί
Σύμφωνα με τον Οργανισμό Ηνωμένων Εθνών, περίπου το 35% των γυναικών παγκοσμίως έχουν υποστεί σωματική ή σεξουαλική βία από τον σύντροφό τους ή από άλλο άτομο κατά τη διάρκεια της ζωής τους. Επιπλέον, εκτιμάται ότι 137 γυναίκες δολοφονούνται καθημερινά από μέλη της οικογένειάς τους.
Στη χώρα μας οι αριθμοί είναι επίσης μεγάλοι. Τα τελευταία 15 χρόνια έχουν καταγραφεί στην Κύπρο πέραν των 40 γυναικοκτονιών. Η Αστυνομία Κύπρου έχει καταγράψει 3010 περιστατικά ενδοοικογενειακής βίας ενώ ο Σύνδεσμος για τη Πρόληψη και Αντιμετώπιση της Βίας στην Οικογένεια αναφέρει ότι το 2023 διαχειρίστηκε 3 759 περιστατικά βίας κατά των γυναικών και ενδοοικογενειακής βίας. Σημειώνεται ότι αυτά είναι τα περιστατικά τα οποία έχουν καταγγελθεί με τους ειδικούς στο πεδίο να κάνουν λόγο για πολύ μεγαλύτερους αριθμούς στην πραγματικότητα.
Πάνω από 2,5 δισεκατομμύρια κορίτσια και γυναίκες σε όλο τον κόσμο εξακολουθούν να βιώνουν διακρίσεις λόγω ανεπαρκούς νομικής προστασίας και περιοριστικών νομοθεσιών. Στην Κύπρο, παρά την ψήφιση νομοθεσιών για την πρόληψη και την καταπολέμηση της έμφυλης βίας τα τελευταία χρόνια, η κατάσταση παραμένει στάσιμη. Οι ανεπαρκείς προϋπολογισμοί υπονομεύουν την εφαρμογή των νόμων, ενώ οι κρατικές δομές και πολιτικές προστασίας των θυμάτων αποδεικνύονται αναποτελεσματικές.
Η αντιμετώπιση της έμφυλης βίας απαιτεί περισσότερα από εκστρατείες που προτρέπουν τις κακοποιημένες γυναίκες να μιλήσουν ή νομοθεσίες που παραμένουν ανενεργές. Μας προβληματίζει η στάση της Δικαστικής Εξουσίας, με τις συχνές καθυστερήσεις στην εκδίκαση υποθέσεων. Μας θυμώνει η αδιαφορία της Αστυνομίας, όπως αναδεικνύεται μέσα από τις μαρτυρίες εκείνων που επιχειρούν να καταγγείλουν τη βία που έχουν υποστεί. Μας εξοργίζει η πολιτική της Κυβέρνησης, η οποία έχει αποδυναμώσει – αν όχι διαλύσει – τις κρατικές δομές αντιμετώπισης της έμφυλης βίας, αφήνοντας τις κακοποιημένες γυναίκες εκτεθειμένες και απροστάτευτες.
Καμία Ανοχή – Καμία Ατιμωρησία! Στεκόμαστε Ενάντια στην Έμφυλη Βία
Με αφορμή την 25η Νοεμβρίου, Παγκόσμια Ημέρα για την Εξάλειψη της Βίας κατά των Γυναικών , επιλέξαμε να φέρουμε στο προσκήνιο τα κρίσιμα ζητήματα που σχετίζονται με την επιβολή του νόμου και την απονομή δικαιοσύνης, δύο πυλώνες καθοριστικής σημασίας για την προστασία των θυμάτων και την πρόληψη της βίας. Οι διαπιστώσεις και οι διεκδικήσεις μας στηρίζονται στις εμπειρίες που έχουν οι ίδιες οι επιζώσες της έμφυλης βίας όταν αναζητήσουν προστασία και δικαιοσύνη έναντι των δραστών.
Η επιβολή του νόμου και η απονομή δικαιοσύνης: Από τη θεωρία στην πράξη
Η εφαρμογή του νόμου και η απονομή δικαιοσύνης αποτελούν ένα από τα πιο περίπλοκα ζητήματα στην αντιμετώπιση της έμφυλης βίας παγκοσμίως. Η παροχή υψηλής ποιότητας αστυνομικής και δικαστικής ανταπόκρισης σε περιστατικά έμφυλης βίας είναι θεμελιώδης προϋπόθεση για την εξάλειψη του φαινομένου. Η αδιάκοπη πρόσβαση στις αστυνομικές αρχές και το δικαστικό σύστημα είναι αναφαίρετο δικαίωμα όλων των θυμάτων έμφυλης βίας, ιδιαίτερα αυτών που αντιμετωπίζουν πρόσθετες προκλήσεις και μεγαλύτερο κίνδυνο να βιώσουν κακοποίηση.
Πολλές αποθαρρύνονται από το να καταγγείλουν τη βία, καθώς γνωρίζουν ότι θα βρεθούν αντιμέτωπες με στάσεις και συμπεριφορές που θα δημιουργήσουν νέες δυσκολίες στη ζωή τους.
Αστυνομικές Αρχές
Συχνά, κατά την καταγγελία, έρχονται αντιμέτωπες με πατριαρχικές αντιλήψεις και σεξιστικές συμπεριφορές από τις Αστυνομικές Αρχές. Σε πολλές περιπτώσεις οι αρμόδιες αρχές λόγω ακριβώς αυτών των αντιλήψεων υποβαθμίζουν τη βία και δεν προχωρούν τις καταγγελίες ενώ τεράστια καθυστέρηση παρατηρείται στην ολοκλήρωση των ερευνών για την προώθηση της καταγγελίας. Μάλιστα, σε πολλές περιπτώσεις οι γυναίκες προτρέπονται από τις αρχές να γυρίσουν πίσω στο δράστη.
Επισημαίνεται δε ότι οι Αστυνομικές Αρχές τείνουν να δίνουν περισσότερο βάρος στην ενδοοικογενειακή βία και το βιασμό και πολύ λιγότερο, αν όχι καθόλου, σε άλλες μορφές βίας εκτός του πλαισίου της συντροφικής σχέσης όπως η ψυχολογική βία, η παρενόχληση κ.α. Σημειώνουμε επίσης ότι σε πολλές περιπτώσεις δεν εφαρμόζονται σωστά τα διατάγματα απομάκρυνσης των δραστών με αποτέλεσμα να τίθεται σε κίνδυνο η ασφάλεια ή ακόμη και η ζωή των θυμάτων, τα οποία αναγκάζονται τα ίδια να εγκαταλείψουν το σπίτι τους.
Σημειώνεται ότι παρά τα μέτρα που έχουν ληφθεί για την εκπαίδευση των αστυνομικών σε θέματα βίας, οι προκαταλήψεις εξακολουθούν να κυριαρχούν οδηγώντας την Αστυνομία σε αδυναμία καταγραφής περιστατικών βίας και αδράνεια στη λήψη μέτρων που έχουν οδηγήσει σε τραγικά αποτελέσματα.
Πέρα από αυτά αντιμετωπίζουν πολλές γραφειοκρατικές διαδικασίες. Το πρόβλημα ξεκινά από το γεγονός ότι οι κακοποιημένες πρέπει να μεταβούν στο καθορισμένο (1) Αστυνομικό Τμήμα κάθε επαρχίας, για να προβούν σε καταγγελία, αφού αυτό δεν είναι εφικτό σε όλους τους Αστυνομικούς Σταθμούς. Αυτό είναι ιδιαίτερα δύσκολο για αυτές τις γυναίκες καθώς βρίσκονται σε ιδιαίτερα ευάλωτη θέση λόγω της βίας που έχουν υποστεί και γίνεται δυσκολότερο για όσες βρίσκονται σε απομακρυσμένες περιοχές και δεν έχουν το μέσο ή τους πόρους για να εξασφαλίσουν την μετάβαση τους στα καθορισμένα σημεία, τα οποία βρίσκονται στο κέντρο των πόλεων.
Φτάνοντας στο Αστυνομικό Τμήμα οι κακοποιημένες αντιμετωπίζουν αφιλόξενες δομές, και συχνά καλούνται να προχωρήσουν σε κατάθεση σε χώρους όπου δε διασφαλίζεται η ιδιωτικότητα τους και η διαφύλαξη των προσωπικών τους δεδομένων. Σε πολλές περιπτώσεις τα ίδια τα Αστυνομικά Τμήματα εκφράζουν αδυναμία να ανταποκριθούν στο αίτημα τους για καταγγελία λόγω υποστελέχωσης. Αυτό συμβαίνει συχνότερα στις περιπτώσεις που πρόκειται για μετανάστριες και ως εκ τούτου χρειάζεται διερμηνεία για την λήψη της κατάθεσης.
Δικαστικό σύστημα
Αντίστοιχες αδυναμίες παρουσιάζονται και στο πλαίσιο του Δικαστικού Συστήματος. Η έλλειψη υποχρεωτικής τακτικής ενδοϋπηρεσιακής εκπαίδευσης και κατάρτισης των εισαγγελέων και των δικαστών σε ζητήματα έμφυλης βίας συντείνει στη διατήρηση πατριαρχικών και σεξιστικών αντιλήψεων που οδηγεί ορισμένους δικαστές σε σεξιστικές συμπεριφορές, υποβαθμίζοντας τη βία. Αυτές οι αντιλήψεις οδηγούν σε Δικαστικές αποφάσεις οι οποίες κάθε άλλο παρά δικαιώνουν τις καταγγέλλουσες ενώ η ατιμωρησία στέλνει λανθασμένα μηνύματα στους δράστες και στην κοινωνία.
Οι χρονοβόρες δικαστικές διαδικασίες οδηγούν στην ολοκλήρωση των δικαστικών υποθέσεων πολλά χρόνια μετά την καταγγελία, γεγονός που επιφέρει τεράστιες ψυχολογικές και κοινωνικές συνέπειες στις επιβιώσασες, οι οποίες ζουν υπό το κράτος φόβου και διωγμού.
Σημαντική παράμετρο σε αυτή τη διαδικασία αποτελεί το γεγονός ότι τα εγκληματολογικά στοιχεία μπορούν να ληφθούν μόνο σε νοσοκομειακό χώρο από ιατροδικαστή, υπό την προϋπόθεση ότι έγινε καταγγελία στην αστυνομία, γεγονός που στερεί από τις κακοποιημένες που δεν αισθάνονται έτοιμες να καταγγείλουν τη βία στην αστυνομία, τη δυνατότητα να προσκομίσουν ισχυρά αποδεικτικά στοιχεία σε κατοπινό στάδιο, όταν θελήσουν να καταγγείλουν το έγκλημα.
Επιπλέον, σε ολόκληρη τη χώρα υπάρχουν μόνο τέσσερις ιατροδικαστές, οι οποίοι είναι υπεύθυνοι για τη λήψη αποδεικτικών στοιχείων για όλους τους τύπους εγκλημάτων. Αυτοί οι εμπειρογνώμονες δεν είναι εξειδικευμένοι σε περιπτώσεις βιασμού/σεξουαλικής βίας. Η έλλειψη εμπειρογνωμόνων συνεπάγεται συχνά μεγάλες περιόδους αναμονής, επιδεινώνοντας περαιτέρω το τραύμα. Σημειώνεται ακόμη ότι οι ιατροδικαστικές εξετάσεις γίνονται μόνο στη Λευκωσία, με αποτέλεσμα καταγγέλλουσες από άλλες επαρχίες να υπόκεινται τη διαδικασία μετακίνησης από μια επαρχία σε άλλη, στην ψυχολογική κατάσταση στην οποία βρίσκονται. Τέλος, δεν μπορούμε να παραβλέψουμε το γεγονός ότι 3 από τους 4 ιατροδικαστές είναι άντρες, γεγονός που για πολλές αποτελεί εμπόδιο.
Καταγράφουμε επίσης την ανεπαρκή συλλογή στατιστικών στοιχείων τόσο από την Αστυνομία όσο και από το Δικαστικό σύστημα σχετικά με τον αριθμό των καταγγελιών που λαμβάνει η αστυνομία, τις έρευνες που ξεκινούν, τις απαγγελίες κατηγοριών και τις τελικές καταδίκες, πράγμα που καθιστά ακόμη δυσκολότερη την αξιολόγηση των διαδικασιών που ακολουθούνται για απονομή της δικαιοσύνης.
Ακόμη καταγράφεται η ανάγκη για ενίσχυση και εμβάθυνση των σχέσεων των εμπλεκόμενων φορέων (ΥΚΕ, ΜΚΟ, Υπηρεσίες Υγείας) έτσι ώστε να δημιουργείται ένα πλέγμα προστασίας γύρω από τα θύματα. Ταυτόχρονα παρουσιάζεται η αδυναμία λήψης ουσιαστικών μέτρων, λόγω έλλειψης δεδομένων για τα θύματα και τους δράστες, τα οποία θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε συντονισμένες και στοχευμένες ενέργειες για την πρόληψη και αντιμετώπιση της έμφυλης βίας.
Απαιτούμε:
• Συστηματική εκπαίδευση των αστυνομικών για εξάλειψη των πατριαρχικών στερεοτύπων και προκαταλήψεων καθώς και για την ορθή εφαρμογή των πρωτοκόλλων
• Αξιολόγηση της επίδρασης των εκπαιδεύσεων του αστυνομικού σώματος, εντοπισμός αδυναμιών και ανάληψη δράσης για βελτιώσεις.
• Άμεση ανταπόκριση στις καταγγελίες και ολοκλήρωση των ερευνών το συντομότερο για την καταχώρηση της καταγγελίας/λήψη κατάθεσης
• Κατανόηση της ευαλωτότητας των γυναικών, ιδιαίτερα όσων αντιμετωπίζουν ιδιαίτερες προκλήσεις, όπως μονογονιοί, γυναίκες υπό το όριο της φτώχειας, γυναίκες ΑΜΕΑ, προσφύγισσες και μετανάστριες.
• Στελέχωση όλων των αστυνομικών τμημάτων με μέλη του σώματος που να μπορούν να ανταποκριθούν στις καταγγελίες έμφυλης βίας έτσι ώστε να μπορούν οι κακοποιημένες γυναίκες να καταγγείλουν απρόσκοπτα στον πλησιέστερο αστυνομικό σταθμό.
• Αύξηση της παρουσίας γυναικών στην αστυνομία και το νομικό σύστημα, στοιχείο που τεκμηριωμένα συνδέεται με το ποσοστό καταγγελίας των περιστατικών βίας από τις κακοποιημένες καθώς επίσης και με την καταδίκη των δραστών.
• Δημιουργία ειδικών χώρων, φιλικών προς τις καταγγέλλουσες, για λήψη καταθέσεων και εγκληματολογικών δεδομένων όπου θα διασφαλίζεται η εμπιστευτικότητα της υπόθεσης καθώς και η διαφύλαξη των προσωπικών δεδομένων.
• Ενίσχυση της παρουσίας μεταφραστών όταν πρόκειται για μετανάστριες.
• Ενδοϋπηρεσιακή κατάρτιση εισαγγελέων και δικαστών αναφορικά με το σεξισμό και τα στερεότυπα φύλου/πατριαρχικές αντιλήψεις.
• Συλλογή στατιστικών στοιχείων σχετικά με τον αριθμό καταγγελιών, τις υποθέσεις που αποσύρονται, αυτές που προχωρούν σε δίκη καθώς και τις τελικές καταδίκες που εκδίδονται.
• Συνεργασία μεταξύ όλων των εμπλεκόμενων φορέων για την παροχή συντονισμένων υπηρεσιών στήριξης και προστασίας των θυμάτων
• Απλοποίηση γραφειοκρατικών διαδικασιών
• Δημιουργία βάσης δεδομένων από όλο το πλέγμα των εμπλεκόμενων φορέων (ΥΚΕ, ΜΚΟ, Υπηρεσίες Υγείας , Αστυνομία, Δικαστικό Σύστημα) τα οποία να περιλαμβάνουν δεδομένα για τα θύματα και τους δράστες περιλαμβανομένης της ηλικίας, του φύλου, του είδους της βίας, της σχέσης θύτη και θύματος, τη γεωγραφική θέση, ώστε να αξιοποιούνται στις πρακτικές για αντιμετώπιση της έμφυλης βίας.
• Καταγραφή εγκληματολογικών δεδομένων ακόμα και αν οι κακοποιημένες δεν είναι έτοιμα να προχωρήσουν σε καταγγελία
• Διορισμός περισσότερων ιατροδικαστών και εξειδίκευση τους σε θέματα έμφυλης βίας και βιασμών. Ενίσχυση αυτής της υπηρεσίας από γυναίκες ιατροδικαστές καθότι οι κακοποιημένες τείνουν να νιώθουν πιο ασφαλή με άτομα του ίδιου φύλου.
• Παροχή ιατροδικαστικής εξέτασης σε όλες τις επαρχίες.
• Ταχεία εκδίκαση των υποθέσεων έμφυλης και ενδοοικογενειακής βίας με τη δημιουργία εξειδικευμένων δικαστηρίων.
• Εφαρμογή των διαταγμάτων απομάκρυνσης των θυτών και διασφάλιση της ασφάλειας των κακοποιημένων.
• Εφαρμογή προγραμμάτων μετακίνησης δραστών.
Η ιστορία της Κ*
Η Κ. ήρθε στην Κύπρο για να εργαστεί γύρω στα 20. Λίγα χρόνια αργότερα παντρεύτηκε ένα Κύπριο. Μαζί απέκτησαν 3 παιδιά. Από την πρώτη ημέρα της σχέσης τους η Κ. έβλεπε σημάδια κακοποιητικής συμπεριφοράς. Ο μετέπειτα σύζυγος της ήθελε να ελέγχει όλα όσα αφορούσαν την Κ. Που θα πάει, τι θα φορέσει, με ποιους θα συναναστραφεί. Αμέσως μετά το γάμο τους, ο σύζυγος της της απαγόρευσε να εργάζεται. Σαν να μην έφτανε αυτό της απαγόρευσε να οδηγεί. Έτσι η ζωή της μετατράπηκε σε μια καθημερινή ρουτίνα, γεμάτη ψυχολογική βία, έλεγχο, πίεση.
Σύντομα ήρθε και η σωματική βία μαζί με τη σεξουαλική κακοποίηση. Ο σύζυγος της πολύ συχνά την ανάγκαζε σε σεξουαλική επαφή ενώ η φροντίδα των παιδιών και του νοικοκυριού αποτελούσαν συχνά αφορμές για να την χτυπήσει.
Η Κ. βίωσε αυτό το μαρτύριο για πολλά χρόνια. Πολλές φορές σκέφτηκε να φύγει, να καταγγείλει. Αλλά δεν είχα που να πάει. Πέρα από τις άλλες μορφές βίας η Κ. έπρεπε να αντιμετωπίσει και την οικονομική βία. Το γεγονός ότι δεν εργαζόταν και η συνεπακόλουθη έλλειψη ακόμη και των ελάχιστων οικονομικών πόρων δεν της επέτρεπαν να ξεφύγει από το μαρτύριο που ζούσε.
Καθώς περνούσαν τα χρόνια η κατάσταση χειροτέρευε. Υπήρχαν περίοδοι που ο σύζυγος της, την κλείδωνε στο σπίτι, απαγορεύοντας της να έχει επαφή ακόμη και με τις γειτόνισσες. Όταν η Κ. αντιδρούσε εκείνος είχε ακόμη πιο βίαια ξεσπάσματα. Το ποτήρι ξεχείλισε όταν ο σύζυγος της πήρε τα παιδιά και έφυγε. Η Κ. δεν ήξερε ούτε που ήταν τα παιδιά της, ούτε είχε τη δυνατότητα να τα δει ακόμα και αν το ζήτησε επανειλημμένα και με όλους τους τρόπους.
Αποφάσισε να καταγγείλει. Η ίδια δεν οδηγούσε και δεν είχε ούτε χρήματα για να πάει στον Αστυνομικό Σταθμό που δεχόταν τις καταγγελίες για την έμφυλη βία. Ο Αστυνομικός Σταθμός είναι στο κέντρο της πόλης. Η Κ. ζούσε σε ένα χωριό περίπου 40 λεπτά με το αυτοκίνητο από εκεί.
Δεν είχε επιλογή. Ζήτησε βοήθεια από τις φίλες της και βρήκε ανταπόκριση. Στο μεταξύ, ο σύζυγος της έφυγε από το σπίτι και εκφόβιζε συνεχώς την Κ., η οποία ένιωθε απειλή για τη ζωή της. Φτάνοντας στον Αστυνομικό Σταθμό η Κ. βρέθηκε εκτεθειμένη σε ένα χώρο ο οποίος κάθε άλλο παρά προστάτευε την ιδιωτικότητα της. Μετά από αρκετή ώρα και με την ίδια να βρίσκεται σε πολύ άσχημη ψυχολογική κατάσταση, οι αρμόδιοι λειτουργοί της ζήτησαν να φύγει και να επιστρέψει για να δώσει την κατάθεση της σε 4 μέρες γιατί εκείνη τη στιγμή το Αστυνομικό Τμήμα ήταν υποστελεχωμένο.
Αλήθεια! Πόσο θάρρος χρειάστηκε για να φτάσει η Κ. στο Αστυνομικό Τμήμα και πώς αυτό καταπατήθηκε μέσα σε λίγα μόλις λεπτά από την (μη) ανταπόκριση της Αστυνομίας; Τι θα μπορούσε να συμβεί μέσα στο διάστημα των 4 ημερών; Σε ποιο περιβάλλον έμεινε εκτεθειμένη; Ποια προστασία έλαβε από τις Αρχές;
*Η ιστορία της Κ αποτυπώνει αληθινά γεγονότα μέσω των οποίων αναδεικνύονται οι αδυναμίες επιβολής του νόμου και απονομής δικαιοσύνης στις περιπτώσεις έμφυλης και ενδοοικογενειακής βίας.