Σήμερα όλοι γράφουμε γι αυτόν….Λες και περιμέναμε να πεθάνει για να γράψουμε τα εγκώμια που του αξίζουν.
Σήμερα η δημοσιογραφία, η σύγχρονη λογοτεχνία και ο κόσμος της διανόησης είναι φτωχότερα.
(Μην απορήσετε που τοποθετήσαμε το κείμενο αυτό για τον Ουμπέρτο Έκο στη στήλη με τις συνεντεύξεις….Ίσως επειδή ήταν επιθυμια, όνειρο, μια συνέντευξη μαζί του….)
Το αντίο στον Έκο θα γίνει με μια μη θρησκευτική, λαϊκή τελετή την ερχόμενη Τρίτη στο κάστρο Καστέλλο Σφορτσέσκο του Μιλάνο, όπου αναμένετε πέρα από την οικογένεια του να παρευρεθούν συνάδελφοι του, πολίτες και χιλιάδες αναγνώστες του διεθνούς φήμης συγγραφέα και σημειολόγου.
Ο Μάριο Αντεόζε, ο οποίος είχε επιμεληθεί τα βιβλία του, είπε ότι ήταν επιθυμία του Έκο η μη θρησκευτική λαική τελετή, «ήταν βαθιά λαϊκός, μη θρησκευτικός σ’ όλη του τη ζωή», είπε.
Η Eλισαμπέτα Σγκάρμπι, υπεύθυνη του εκδοτικού οίκου La nave di Teseo (μετάφραση “Το πλοίο του Θησέα”), στην ίδρυση του οποίου, πέρυσι, είχε πάρει μέρος και ο Έκο, ανακοίνωσε ότι το τελευταίο βιβλίο του μεγάλου Ιταλού διανοούμενου πρόκειται να κυκλοφορήσει τον ερχόμενο Μάιο.
Πρόκειται για άρθρα και σχόλια τα οποία έγραψε από το 2000 μέχρι και το 2015, για το εβδομαδιαίο πολιτικό περιοδικό L’Espresso, με το οποίο και συνεργαζόταν σε μόνιμη βάση.
Σύμφωνα με πληροφορίες που έχουν γνωστοποιηθεί το βιβλίο του αυτό θα έχει τίτλο «Pape Satàn Aleppe», και θα περιέχει παρεμβάσεις που ο ίδιος ο Εκο είχε επιλέξει και που αφορούν την κατάρρευση και την κρίση των ιδεολογιών, της μνήμης, της κοινωνικής συνοχής και ταυτότητας, αλλά και την όλο και εντονότερη θέληση για προβολή και αυτοπροβολή, ανεξαρτήτως πραγματικού περιεχομένου.
Ο Ιταλός Ουμπέρτο Έκο (στα Ιταλικά Umberto Eco) γεννήθηκε στις 5 Ιανουαρίου 1932 και πέθανε χθες 19 Φεβρουαρίου 2016.
Ήταν σημειωτιστής, δοκιμιογράφος, φιλόσοφος, λογοτέχνης, κριτικός λογοτεχνίας και μυθιστοριογράφος.
Από το 1975 κατείχε την έδρα του Καθηγητή Σημειωτικής Σημειωτικής στο Πανεπιστήμιο της Μπολόνια, ενώ από το 1988 ήταν πρόεδρος του Διεθνούς Κέντρου Μελετών Σημειωτικής στο Πανεπιστήμιο του Σαν Μαρίνο.
Ήταν συγγραφέας πολλών μελετών και δοκιμίων, που έχουν μεταφραστεί και εκδοθεί σε πολλές γλώσσες ανά τον κόσμο. Το πρώτο του βιβλίο εκδόθηκε το 1965, ενώ το 1980 εκδόθηκε το πρώτο του μυθιστόρημα (Το όνομα του Ρόδου), που τιμήθηκε με το Βραβείο Strega (1981), και το Medicis Etranger (βραβείο που δίνεται στον καλύτερο ξένο λογοτέχνη στην Γαλλία) το 1982
Λέγεται ότι το επώνυμο Έκο είναι το αρκτικόλεξο των λατινικών λέξεων Ex Coelis Oblatus, που σημαίνει «θεϊκό δώρο».
Ο Έκο γεννήθηκε στην Αλεσσάντρια του Πιεμόντε το 1932. Με την έναρξη του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου ο Έκο και η μητέρα του μετακόμισαν σε ένα χωριό στα βουνά του ιταλικού βορρά. Εκεί ο μικρός Ουμπέρτο παρακολουθούσε τις μάχες ανάμεσα στους φασίστες και στους παρτιζάνους με ανάμεικτα συναισθήματα – συνεπαρμένος μεν από τη δράση, αλλά και εν μέρει ευγνώμων που ήταν τόσο πολύ για να αναμειχθεί. Ο ίδιος θυμάται εκείνη την εποχή «σαν ένα μικρό γουέστερν . Αυτοί οι λόφοι είναι στη μνήμη μου το θέατρο των στρατιωτικών επιχειρήσεων, στις οποίες ήμουν αυτόπτης μάρτυρας, στην ηλικία των 12 ετών».
Μετά τις πιέσεις του πατέρα του, πήγε να σπουδάσει Νομική στο Πανεπιστήμιο του Τορίνο αλλά εγκατέλειψε αυτόν τον τομέα και ακολούθησε σπουδές Μεσαιωνικής Φιλοσοφίας και Λογοτεχνίας. Έγινε διδάκτορας Φιλοσοφίας το 1954, ολοκληρώνοντας τη διατριβή του για τον Θωμά Ακινάτη. Αυτό το θέμα αποτέλεσε και το αντικείμενο του πρώτου του βιβλίου «Ζητήματα αισθητικής στον Θωμά Ακινάτη». Στη διάρκεια των σπουδών του ο Έκο έπαψε να πιστεύει στον Θεό και εγκατέλειψε την Καθολική εκκλησία.
Μετά τις σπουδές άρχισε την ενασχόλησή του με τη δημοσιογραφία και, παράλληλα, δέχθηκε την θέση του Διευθυντή Πολιτιστικού Προγράμματος στην Κρατική Ιταλική Τηλεόραση (RAI). Αυτή η θέση του έδωσε την ευκαιρία να δει την κοινωνία μέσα από τα μάτια των ΜΜΕ, που τότε μονοπωλούνταν και ελέγχονταν από την κυβέρνηση.
Το 1959 ο Έκο έχασε τη δουλειά του στη RAI, γεγονός που δεν τον ενόχλησε ιδιαίτερα, γιατί έτσι βρήκε χρόνο για να ασχοληθεί περισσότερο με το γράψιμο και τις διαλέξεις. Με το δεύτερο βιβλίο του («Τέχνη και κάλλος στην αισθητική του Μεσαίωνα») απέδειξε στον πατέρα του ότι βρήκε τον δρόμο του στη ζωή (και τη δουλειά που του ταίριαζε) μέσα από τη λογοτεχνία.
Τον ίδιο χρόνο έγινε γενικός επιμελητής του μη λογοτεχνικού τομέα του εκδοτικού οίκου Bompiani στο Μιλάνο και άρχισε να γράφει τη στήλη «Diario Minimo» («ελάχιστο ημερολόγιο») στην εφημερίδα «Il Verri». Μέσα από τη στήλη αυτή οι απόψεις του για την γλωσσολογία και την κοινωνική πραγματικότητα μπήκαν στα σπίτια των Ιταλών. Μέσα από τη στήλη αυτή άρχισε να εστιάζει το ενδιαφέρον του και να εκλεπτύνει τις απόψεις του στη σημειολογια
Με τα ακαδημαϊκά γραπτά του ο Έκο εστιάζει στη σημειολογία και στις επιπτώσεις της στην κοινωνία. Μελέτησε σε βάθος τις κοινωνίες από τον Μεσαίωνα ως σήμερα και τα κοινά στοιχεία ανάμεσα στις γλώσσες, στα σύμβολα και στην κοινωνική ανάπτυξη. Έγραψε δεκάδες δοκίμια («Πώς γίνεται μια διπλωματική εργασία», «Μεταξύ ψεύδους και ειρωνείας», «Κήνσορες και θεράποντες» (πρωτότυπος τίτλος στα ιταλικά «apocalittici e integrati»), «Ο υπεράνθρωπος των μαζών», «Θεωρία της σημειωτικής», «Η Αποκάλυψη του Ιωάννη», «Πέντε ηθικά κείμενα», «Δεύτερο ελάχιστο ημερολόγιο», «Η ποιητική του Τζέιμς Τζόις», «Τι πιστεύει αυτός που δεν πιστεύει» κ.ά.), ενώ παράλληλα συνεργάστηκε με πολλές εφημερίδες.
Από το 1962 ως το τέλος του 1970 ο Έκο ανέπτυξε τη δική του θεωρία στη σημειολογία. Το 1965 εξελέγη καθηγητής Οπτικών Επικοινωνιών στη Φλωρεντία και το 1966 μετακόμισε στο Μιλάνο, όπου και έγινε καθηγητής της Σημειολογίας στο εκεί πολυτεχνείο. Το ακαδημαϊκό του ενδιαφέρον άρχισε να στρέφεται στις πολιτιστικές μελέτες και άρχισε να ερευνά τον ρόλο της γλώσσας και της λογοτεχνίας στην κοινωνία, καθώς και την επίδραση της κοινωνίας στη λογοτεχνία και τη γλώσσα. Το 1971 το Πανεπιστήμιο της Μπολόνια του προσέφερε τη θέση του Τακτικού Καθηγητή της Σημειολογίας. Το 1974 ο Έκο οργάνωσε τον Διεθνή Σύνδεσμο Σημειολογικών Μελετών.
Οι μεγάλες αλλαγές που έφερε η δεκαετία του 1970 στην ιταλική κοινωνία επηρέασαν και τα γραπτά του Ουμπέρτο Έκο. Άρχισε, λοιπόν, να γράφει μυθιστορήματα (Το ονομα του Ρόδου- 1980, Το Εκκρεμές του Φουκώ -1988, Το νησί της προηγούμενης μέρας -1994, Μπαουντολίνο -2001 Η μυστηριώδης φλόγα της βασίλισσας Λοάνα -2006, Το κοιμητήριο της Πράγας 2006, Το φύλλο μηδέν -2015).
Όταν έγραψε το πρώτο του μυθιστόρημα «Το όνομα του Ρόδου», οι εκδότες του υπολόγιζαν τις πωλήσεις γύρω στα 30.000 αντίτυπα. Δεν φαντάζονταν ποτέ τις πωλήσεις 9.000.000 αντιτύπων που σημείωσε τελικά το βιβλίο παγκοσμίως, κάνοντας τον συγγραφέα γνωστό στον εξωακαδημαϊκό κόσμο.
Ο Έκο γνώριζε άπταιστα πέντε γλώσσες, μεταξύ των οποίων αρχαία ελληνικά και λατινικά τις οποίες χρησιμοποιούσε πολύ συχνά στα βιβλία του, επιστημονικά και λογοτεχνικά. Από την αρχή της καριέρας του έως τον θάνατό του κέρδισε πολλές τιμητικές διακρίσεις και είχε δεκάδες εκδοτικές επιτυχίες. Ζούσε με τη γυναίκα του και τα δύο παιδιά τους, άλλοτε στο σπίτι του στο Μιλάνο (ένα δαιδαλώδες διαμέρισμα με βιβλιοθήκη 30.000 βιβλίων) και στο εξοχικό του στο Ρίμινι (ένα τεράστιο κτήμα του 17ου αιώνα, στο οποίο παλιά στεγαζόταν ένα σχολείο Ιησουιτών).
Ο Ουμπέρτο Έκο ήταν έντονα πολιτικοποιημένος και Αριστερός.