Μπορεί η ιστορία της Πηνελόπης Δέλτα και του Ίαν Δραγούμη που μας παρουσιάζει στη θεατρική σκηνή ο βραβευμένος και βαθυστόχαστος Κώστας Γάκης , να μην έχει όνομα, αλλά αυτός, είναι ένας μουσικός, σκηνοθέτης, ηθοποιός, συγγραφέας με όνομα, ταυτότητα, πρωτοποριακές ιδέες και έτοιμος να υπηρετήσει την τέχνη με τον πιο δημιουργικό τρόπο.
Της Στέλλας Παπά
Κύριε Γάκη, πως γεννήθηκε η ιδέα αυτής της «Ιστορίας χωρίς όνομα»;
Αυτό το μαγικό ταξίδι, γεννήθηκε πριν από τρία χρόνια όταν ήμουν καλλιτεχνικός διευθυντής στο θέατρο Άλφα και φιλοξενούσαμε την παράσταση του Τάσου Νούσια, «Ριχάρδος Β’ το Ρέκβιεμ ενός Βασιλιά». Θαυμάζοντας από πριν ο ένας τις δουλειές του άλλου, είχαμε πει να συνεργαστούμε κάποια στιγμή. Η στιγμή αυτή ήρθε, όταν ο παραγωγός μας, Τάκης Γεώργας, μου πρότεινε να σκηνοθετήσω το έργο «Ιστορία χωρίς όνομα», τον συγγραφέα του ομώνυμου μπέστ σέλλερ με την ευαίσθητη γραφή, Στέφανου Δάνδολου και τον κύριο Τάσο Νούσια στο ρόλο του πρωταγωνιστή.
Ήταν μια ευτυχής συγκύρια. Ήταν μια δουλεία στην οποία έκανα ακριβώς αυτό που ήθελα. Επέλεξα έναν προς έναν τους συντελεστές και μαζί με την Άννα Φούντα, μετά από προεργασία τεσσάρων μηνών, ετοιμάσαμε μια πολύ δυνατή διασκευή του κειμένου του Στέφανου Δάνδολου, το οποίο κάνει βαθιά βουτιά στην ψυχοσύνθεση της Πηνελόπης Δέλτα.
Δημιουργήθηκε μια καταπληκτική ομάδα και κάναμε πρόβες με τον πιο ερευνητικό τρόπο που μπορείς να φανταστείς, κλείναμε τα φώτα και κάναμε όλο το έργο στο σκοτάδι με φωνές και μουσικές…
Πως νιώθετε που παρουσιάσατε και στο νησί μας την «ιστορία σας»;
Είμαι πολύ συγκινημένος όταν είμαι στην Κύπρο. Με το νησί με δένουν οικογενειακοί δεσμοί και ο ΘΟΚ μ’ έχει τιμήσει πολλές φορές με πρόσκληση του, για να σκηνοθετήσω παραστάσεις του.
Εδώ στην Κύπρο έκανε το ντεμπούτο του μαζί μας και ο υπέροχος Νίκος Ορφανός, ο οποίος αντικαθιστά το Στέφανο Μαντζώρο. Στην Κύπρο σε αντίθεση με την Ελλάδα υπάρχει πολύ καλή μέριμνα για τον κορωνοϊό και ο κόσμος έχει χαρούμενη διάθεση.
Θα έλεγε κανείς πως από αυτή την ιστορία αγάπης παίρνουμε πολλά ιστορικά μηνύματα…
Δυστυχώς έχουμε φτάσει σε μια εποχή που φοβόμαστε να πούμε την λέξη «Ελλάδα», δυνατά, γλυκά και με όλη την ποίηση και συγκίνηση που έχει αυτός ο τόπος και άνθρωποι όπως η Πηνελόπη Δέλτα και ο Ίαν Δραγούμη, επειδή υπάρχει η Χρυσή Αυγή και άλλα φασιστικά μορφώματα – φοβούμενοι μήπως μας πουν εθνικιστές.
Το έργο «Ιστορία χωρίς όνομα», μιλά για την Ελλάδα και τον ελληνισμό σαν συναίσθημα. Μας παρουσιάζει τον Ίωνα Δραγούμη και την Πηνελόπη Δέλτα οι οποίοι υπήρξαν εκφραστές μιας βαθύτατης αγάπης για την Ελλάδα, τα γράμματα, την ανθρωπιά και την ζεστασιά των ανθρώπων.
Έτσι και εμείς στη σκηνή, υπερασπιζόμαστε το χώρο του ελληνικού συναισθήματος, ενός χώρου ανοιχτοψυχίας και ψυχικής ευρυχωρίας, όπου οι πόρτες και οι καρδίες είναι ανοικτές. Υπάρχει ένα συνεχές «ευ αγωνίζεσθαι».
Mην ξεχνάμε πως στην Ελλάδα και την Κύπρο, παρόλο που δεν ήταν ποτέ πλούσιες, πάντα υπήρχε ένα όραμα δικαιοσύνης και ηθικής στάθμης, ένας αγώνας από τους φτωχούς ανθρώπους που συγκινούσε τους άλλους, για αυτό και ο πολιτισμός μας έχει φτάσει εδώ που είναι σήμερα.
Η κατάσταση λοιπόν που επικρατεί τώρα, σας πεισμώνει πιο πολύ να εκπληρώσετε το στόχο σας ως καλλιτέχνες;
Ναι , αρκεί το πείσμα να μην γίνεται θυμός.
Ως άνθρωπος που ασχολείται με το εκπαιδευτικό κομμάτι, μου αρέσει να προσπαθώ να συνδέομαι με μικρές ομάδες και μαζί να παρουσιάζουμε κάτι με πείσμα, μια δουλεία ανθρώπινης σύνδεσης, γέφυρας και ζεστασιάς και όχι μεμψιμοιρίας.
Είναι ένα πάθος που συνοδεύει τους ανθρώπους που έχουν τα λίγα και όχι τα πολλά .
Στις πλείστες κριτικές της παράστασης γίνεται αναφορά στα flashback και forward που υπάρχουν σ’ αυτήν.
Ναι, όντως υπάρχουν.
Αυτό έκανε την σκηνοθεσία πιο δύσκολη;
Αυτή η παράσταση είχε πολλά δυσεπίλυτα αινίγματα. Ήταν από τους μεγαλύτερους γρίφους που είχα να λύσω σκηνοθετικά.
Το βιβλίο του Στέφανου Δάνδολου κινείται συνεχώς ανάμεσα σε δυο εποχές, και αυτό μπορεί αν γίνει απρόσεχτα να μπερδέψει ή να κουράσει το θεατή. Επιπλέον υπήρξε η ανάγκη τόνωσης ενός ακόμα άξονα: Χρειάστηκε να βάλω εμβόλιμη, πιο πυκνή και ορατή την παρουσία του Ίωνα Δραγούμη, ο οποίος δεν είναι τόσο παρών και ανάγλυφος στο βιβλίο. Ο οποίος μοιάζει με ένα φάντασμα που διατρέχει όλες τις εποχές της Πηνελόπης Δέλτα. Χρειάστηκε επιπρόσθετη έρευνα. Ευτυχώς με τη διεισδυτική ματιά της Ανθής Φουντα αλλά και την πολύτιμη βοήθεια της Νατάσας Φαίης Κοσμίδου και της Μαρίας Παπαφωτίου συν-γράψαμε ένα έργο που τώρα ενδιαφέρει το κοινό, το συγκινεί και του προκαλεί μια βεντάλια συναισθημάτων κατά τη διάρκειά του και ανάταση στο τέλος
Νιώθετε πως η σκηνοθεσία αυτής της παράστασης είναι “θρίαμβος” για σας;
Σίγουρα αισθάνομαι δικαιωμένος από τις επιλογές μου στην αισθητική, στην κίνηση των συνόλων επί σκηνής, στη μουσική που έγραψα, στις προβολές.
Ένας σκηνοθέτης πρέπει να είναι καλός μαέστρος. Εγώ είχα την τύχη να έχω πολύ καλά «όργανα». Οι ηθοποιοί, με τους αυτοσχεδιασμούς τους με βοήθησαν να λύσω το γρίφο με το «φάντασμα» και τις εποχές. Με δικαιώνουν σε κάθε παράσταση και χαίρομαι που είναι κι εκείνοι απόλυτα ικανοποιημένη με το σύμπαν που δημιούργησα.
Έτσι λοιπόν όλοι μαζί παρουσιάζουμε την ιστορία με μια φρέσκια και σύγχρονη ματιά, χωρίς να γίνεται δήθεν και ακατανόητη και χωρίς να γίνεται κουραστικό αυτό που συμβαίνει στη σκηνή.
Φοβόσασταν δηλαδή πως όλο αυτό δεν θα γινόταν κατανοητό από το κοινό;
Πολλές φορές προβληματίζομαι αν είναι κατανοητά όσα παρουσιάζω, αλλά μετά θυμάμαι πως ζούμε σε μια εποχή θριάμβου της έβδομης τέχνης και θεωρώ πως ένα μοντάζ κινηματογραφικό μπορεί εύκολα να γίνει κατανοητό.
Βέβαια, για να μπορέσουμε να παρουσιάσουμε μια παράσταση με κινηματογραφικές προβολές βοήθησαν πολύ ο φωτιστής Λευτέρης Παυλόπουλος, ο Γιώργος ΓεωργόπουλοςΓιώργος Γεωργόπουλος Γιώργος Γεωργόπουλος Γιώργος Γεωργόπουλος στα promo-video και ο Κωνσταντίνος Zαμάνη στα σκηνικά.
Θα μας δώσετε μια εικόνα από την παράσταση;
Στην αρχή βλέπουμε τουςηθοποιούς σ’ έναν ανθισμένο κήπο γεμάτο τριαντάφυλλα, που παραπέμπουν στην αθωότητα μας, σ ’ένα πρώτο ερωτικό σκίρτημα και σε μια βαθιά φιλία.
Στο τέλος της παράστασης τα λουλούδια είναι ποδοπατημένα, για να μας θυμίζουν πως στη ζωή υπάρχουν διαψεύσεις, θάνατοι και λυγμοί τόσο σε προσωπικό όσο και σε εθνικό επίπεδο.
Στο τέλος της παράστασης οι πρωταγωνιστές κρατάνε από ένα λουλούδι για να μας θυμίζουν ότι ακόμα υπάρχει ελπίδα και πως τίποτα δεν τελείωσε, συνεχίσουμε να παλεύουμε και να πεισμώνουμε.
Στο φινάλε ένα άσπρο τριαντάφυλλο που προβάλλεται στο σκηνικό,είναι ένα σύμβολο ότι η ιστορία δεν τελείωσε ακόμα.
Άρα με σύμβολό μας τα λουλούδια, την άνθιση και το μαρασμό παρουσιάζουμε μια ιστορία αγάπης που δεν μένει στο ερωτικό κομμάτι αλλά απλώνεται προς κάθε κατεύθυνση. Την αγάπη προς την χώρα, τον σεβασμό του θιάσου προς το κοινό.
Σκεφτήκατε πως η σκηνοθεσία μπορεί να «χάιδευε» ή να «τσαλάκωνε» την ιστορία του βιβλίου;
Ο συγγραφέας ερχόταν στις πρόβες και έβλεπε πως δούλευα . Ήταν αυτός που μου έλεγε προχώρα σε κάθε «τσαλάκωμα» και με συμβούλευε να κάνω και κάποιες προσθήκες. Ο Στέφανος ήταν πάντα παρών και πάντα συγκινημένος. Είναι μια σπάνια συνεργασία.
Ο κύριος Τασός Νούσιας πως είναι ως Ιαν Δραγούμης;
Ο Τάσος είναι εξαιρετικός και συνδέεται πολύ με αυτό που κάνει, είναι ένας πυρετικός και λυγμικός Ίων Δραγούμης, βάζοντας και λίγη δόση χιούμορ, σε μια «βαριά» ιστορία όπου o πρωταγωνιστής δολοφονείται από τους αντιβενιζελικούς. Από την άλλη ο άντρας της Πηνελόπης Δέλτα δολοφονεί την ψυχή της, κλείνοντάς την στο ίδρυμα, για να ξεριζώσει την αγάπη της για εκείνον. Σε όλο αυτό τον ψυχικό μόχθο πρόσθεσα τρεις διεξόδους συναισθηματικής ανακούφισης: το χιούμορ, τη συγκίνηση και την παιδικότητα.
Υπάρχει ένα μοτίβο στο οποίο οι πρωταγωνιστές μετατρέπονται σε ήρωες τον βιβλίων της Πηνελόπης Δέλτα λέγοντας την φράση «τα παιδιά έχουν το ακαταλόγιστο», μια δική μου προσθήκη, με την οποία ήθελα να μεταφέρω στο κόσμο το μήνυμα ότι είμαστε παιδιά και μπορούμε να κάνουμε ότι θέλουμε, κάτι που προσπάθησα να εμφυσήσω και στους ηθοποιούς .
Δεν ήταν επικίνδυνη η προσθήκη τόσων στοιχείων;
Είμαι είκοσι χρόνια στο χώρο χωρίς να κάνω ποτέ υποχωρήσεις στο θέμα της ποιότητας στα κείμενα που γράφω. Τα στοιχεία αυτά λοιπόν έχουν μπει οργανικά για να βοηθούν την κατανόηση και τη συγκίνηση. Ευτυχώς τόσο ως κείμενο όσο και ως σκηνοθεσία η παράσταση κερδίζει το κοινό που γέμισε τις παραστάσεις σε Θεσσαλονίκη και Αθήνα. Επιπλέον και με τα τέσσερα βραβεία που απέσπασε η παράσταση στα θεατρικά βραβεία Θεσσαλονίκης επιβεβαιώθηκα ότι κατάφερα ξανά να “αγγίξω” το κοινό. Εύχομαι να συνέβη το ίδιο και στην Κύπρο.
Ποια είναι τα νέα σας σχέδια κύριε Γακη εκτός από τη συνέχιση της βραβευμένης πια Ιστορίας Χωρίς Όνομα;
Δουλεύω εδώ και πολύ καιρό τη διασκευή του αριστουργήματός «Ιστορία ενός σκύλου που τον έλεγαν πιστό» του Λούις Σεπούλβεδα σε μονόλογο, που θα ανέβει στο θέατρο Άλφα/Ληναίος – Φωτίου. Είναι ένα έργο – φόρος τιμής στον αγωνιστή συγγραφέα Λούις Σεπούλβεδα και σε κάθε αγωνιζόμενο άνθρωπο. Ένα θεατρικό έργο που η καρδιά του χτυπάει δυνατά για τα αρχαία δάση του πλανήτη και για τις φυλές που ζούσαν σε αυτά τα δάση σε αρμονία με τη φύση σε μια σχέση αγαπητικότητας και ευγνωμοσύνης για όλα όσα απλόχερα μας δίνει η Μάνα Γη όσο και να τη κακομεταχειριζόμαστε. Το έργο αποτελεί θεατρική διασκευή της ομώνυμης νουβέλας του αδικοχαμένου στη μάχη με τον κορωνοϊό αγωνιστή συγγραφέα Λούις Σεπούλβεδα και μας μιλάει για τους Mapuche, τους Ανθρώπους της Γης, τους ιθαγενείς της Νότιας Χιλής που εκδιώχθηκαν βίαια από τις εστίες τους από τις μεγάλες εταιρείες υλοτομίας που λυμαίνονται τα δάση, καταστρέφουν τους πνεύμονες του πλανήτη, μολύνουν τα νερά και σβήνουν βίαια τη μνήμη και την αρχαία γνώση των φυλών του κόσμου. Δουλέψαμε δυο χρόνια πάνω στη διασκευή του έργου με την ομάδα θεάτρου Άναμ(μ)α και δυστυχώς πρόσφατα με τις φωτιές στον Αμαζόνιο αλλά και τώρα με το ξέσπασμα του ιού έγινε ξαφνικά τραγικά επίκαιρο.
Ενώ όμως υπάρχει μέσα στην παράσταση το στοιχείο της βίας, του διωγμού, του άδικου ξεριζωμού, του σπαραγμού προσπαθήσαμε να μην επιμείνουμε μόνο στα στοιχεία αυτά, μόνο στην τοξικότητα της απανθρωπιάς και τη μανία του κέρδους. Ακολουθώντας το μαγικό κείμενο του Σεπούλβεδα φανερώνουμε τις ποιότητες εκείνες των ανθρώπων των φυλών της Χιλής που μας κάνουν ακόμα να χαμογελάμε: ευγνωμοσύνη, γενναιοδωρία, αγάπη για τη γη, αλληλεγγύη, αγώνας για μια οργανική σχέση με τη μνήμη και την αρχαία κληρονομιά.
Θα δανειστώ λοιπόν ως ηθοποιός τη φωνή ενός σκύλου αλλά και του ίδιου του συγγραφέα για να μιλήσω από σκηνής για όλα αυτά που μας “καίνε”, για τη σχέση δυνάστη που διατηρούμε με τη μάνα γη αλλά και για όλη εκείνη τη γλύκα που μας δίνουν τα διδάγματα των φυλών του κόσμου για μια οργανική σχέση με τη φύση.