Η νύχτα μύριζε άγριο χορτάρι, κι εκείνοι, μέσα στο μικρό σταματημενο αυτοκίνητο, ταξίδευαν σ’ενα ταξίδι που κανείς από τους δυο, δεν ήξερε που θα καταλήξει….όλα είχαν συνωμοτήσει εναντίων της..είχαν πάρει το μέρος του.. Το χωριουδάκι στους πρόποδες του βουνού, τα καταπράσινα δέντρα, και το ποταμάκι…το ποταμάκι που έκανε τα δικά του χωρίς επιστροφή ταξίδια, σου αντλούσε τη θέληση, σαν φυλλαράκι σε τράβαγε μαζί του…η νύχτα είχε τη δική της μαγεία, και το χέρι του, αχ, το χέρι του, δεν έφευγε από τον ώμο της… καθισμένοι στη μικρή βεράντα της ψυθίριζε λόγια που την αποσυντόνιζαν, δεν την άφηναν να σκεφτεί, την ξελόγιαζαν…η νύχτα τον σιγοντάριζε με το γλυκό της αεράκι να φέρνει την ανάσα του πιο κοντά της, πάνω της την ένιωθε, καυτή και μυρωμένη….έλα, πάμε στο αυτοκίνητο, την παρακάλεσε για πολλοστή φορά… έλα μανάρι μου, στο υπόσχομαι δεν θα το μετανιώσεις…έλα, πάμε…
Αυτή τη φορά, τον άφησε να την τραβήξει προς το αυτοκίνητο.. .το χέρι της φυλακίστηκε μέσα στο δικό του…δεν της άφησε άλλα περιθώρια…άνοιξε την πόρτα του αυτοκινήτου, την βοήθησε να μπει στο πίσω κάθισμα και μετά βολεύτηκε δίπλα της…την πήρε στην αγκαλιά του…με τα φιλιά του και τα χάδια του, θέλησε να την κάνει να ξεχάσει, ποια ήταν, τι ήταν, που ανηκε……
By Victoria Blue