Search
Close this search box.

Πασχαλινά Ήθη και Έθιμα στην Ελλάδα και την Κύπρο

Του Καθηγητή ΖΑΝΝΕΤΟΥ ΤΟΦΑΛΛΗ
(Κυπριακή παροικία, Λονδίνο)

O καθηγητής Ζαννέτος Τοφαλλής

Φέτος το Ελληνικό Πάσχα εορτάζεται στις 24 Απριλίου ενώ οι Δυτικοί το γιόρτασαν  στις 17 Απριλίου – δηλαδή μια βδομάδα νωρίτερα.   

Το Πάσχα είναι η μεγαλύτερη γιορτή του χριστιανισμού για τον ελληνισμό. “Εορτών εορτή και πανήγυρις εστί πανηγύρεων” λέει το τροπάριο. Προέρχεται από το εβραϊκό Πάσχα, που και αυτό έχει τις ρίζες του στην αρχαία Αίγυπτο. Με το “Πισάχ” -η λέξη σημαίνει διάβαση- οι Αιγύπτιοι γιόρταζαν τη διάβαση του ήλιου από τον ισημερινό, την εαρινή δηλαδή ισημερία και μαζί της τον ερχομό της άνοιξης. Οι Εβραίοι καθιέρωσαν και αυτοί τη γιορτή με την ονομασία “Πεσάχ” (διάβαση-υπέρβαση) σε ανάμνηση της απελευθέρωσης τους από τους Αιγυπτίους και της διάβασης της Ερυθράς θάλασσας. Παράλληλα όμως και για να χαιρετίζουν το τέλος του χειμώνα και την αρχή της άνοιξης.

    Στη χριστιανική γιορτή δόθηκε το όνομα “Πάσχα” και με απόφαση της Α’ Οικουμενικής Συνόδου, το 325 μ.Χ., ορίστηκε να γιορτάζεται την πρώτη Κυριακή μετά από την πανσέληνο της εαρινής ισημερίας. Το Πάσχα, ο λαός, μαζί με την “εκ νεκρών Ανάσταση” του Χριστού, τη νίκη Του δηλαδή ενάντια στο θάνατο, γιορτάζει και την ανάσταση της άνοιξης, το ξύπνημα της φύσης μετά τη νάρκη του χειμώνα.

Με τη λέξη Πάσχα, Λαμπρή και Λαμπρά -στην Κύπρο- εννοούμε δυο βδομάδες που αρχίζουν από την Ανάσταση του Λαζάρου και τελειώνουν την Κυριακή του Θωμά. Τη βδομάδα των Παθών και τη βδομάδα της Λαμπρής ή Λαμπροβδομάδα.

    Από τα Βυζαντινά ακόμα χρόνια οι χριστιανοί προετοιμάζονταν καιρό πριν για τις πασχαλινές γιορτές. Έβαφαν τα σπίτια τους, έστρωναν στο πάτωμα κλαδιά από αρωματικά φυτά, δάφνη, μυρσίνη, δεντρολίβανο, λεμονιά, έφτιαχναν καινούρια ρούχα, τα λαμπριάτικα. Ανήμερα το Πάσχα όλοι αντάλλασσαν δώρα και ασπασμούς και εύχονταν “καλά Πάσχα”, ενώ τη νύχτα οι δρόμοι και τα σπίτια ήταν φωταγωγημένα.

Τον καιρό της τουρκοκρατίας το Πάσχα είχε εντελώς ιδιαίτερη σημασία για τους Έλληνες. Μαζί με τα Πάθη του Χριστού και την Ανάσταση , ζωντάνευαν και τα πάθη του λαού και μεγάλωναν οι ελπίδες για την Ανάσταση του Γένους. Όταν λέγη “Ανάστασις” ο Ελληνικός λαός,” γράφει ο Παπαδιαμάντης στα Τραγούδια του θεού, “κρύφια χορδή αναπαλλομένη εις τα μυχαίτατα της καρδίας του, υπενθυμίζει εις αυτόν και του Γένους την ανάστασιν, και ο Χριστός   και η πατρίς   συναντώνται εν αυτώ ι σ ο π α θ ε ί ς   και ι σ ό θ ε ο ι .”

Περιμένοντας την Ανάσταση
Τη Μεγάλη Δευτέρα αρχίζει ηhh πιο αυστηρή νηστεία. Στην Καστοριά, τη Μεγάλη Δευτέρα, τη Μεγάλη Τρίτη και τη Μεγάλη Τετάρτη δεν έτρωγαν τίποτα, μόνο λίγο νερό έπιναν, κυρίως οι κοπέλες, γιατί πίστευαν πως της νηστικής καρδιάς πιάνει η ευχή και έτσι θα έβρισκαν γαμπρό. Στην Πάρο, όλη τη Μεγάλη Βδομάδα, οι καμπάνες πενθούσαν. “Χήρευαν”. Ο κράχτης καλούσε τους πιστούς στην εκκλησία. Κάθε δουλειά έπρεπε να σταματήσει. Ακόμα και τον αργαλειό ξέλυναν, “τον ξέκαμναν” μια και ο Χριστός ήταν Σταυρωμένος. Μόνο ο καθαρισμός των σπιτιών επιτρεπόταν και η προετοιμασία για όλα τα απαραίτητα του Πάσχα.

    Τη Μεγάλη Τετάρτη παρασκεύαζαν τη νέα ζύμη, το προζύμι της χρονιάς. Στις γειτονιές της Αθήνας μάλιστα η εκκλησάρισσα πήγαινε από σπίτι σε σπίτι, μάζευε αλεύρι και το ζύμωνε χωρίς προζύμι. Το πήγαινε στον παπά και εκείνος ακουμπούσε πάνω του το σταυρό με το Τίμιο Ξύλο και το αλεύρι ανέβαινε. Αυτό θα ήταν το προζύμι της χρονιάς. Η εκκλησάρισσα μοίραζε από λίγο σε κάθε σπίτι. Τα έθιμα τη Μεγάλης Βδομάδας ξεκινούσαν κυρίως τη Μεγάλη Πέμπτη.

Οι κουλούρες της Μεγάλης Πέμπτης
Πρωί-πρωί τη μεγάλη Πέμπτη, σε όλη την Ελλάδα, οι γυναίκες καταπιάνονται με το ζύμωμα. Ζυμώνουν με μυρωδικά τις κουλούρες της Λαμπρής και τις στολίζουν με λουρίδες από ζυμάρι και ξηρούς καρπούς. Ανάλογα με το σχήμα που τους έδιναν παλιότερα είχαν και διάφορα ονόματα. “Κοφίνια”, “καλαθάκια”, “δοξάρια”, “αυγούλες”, “κουτσούνες”, “κουζουνάκια”. Παρόμοιες κουλούρες έφτιαχναν και στα βυζαντινά χρόνια, τις “κολλυρίδες” και ήταν ειδικά ψωμιά για το Πάσχα, σε διάφορα σχήματα, που είχαν στο κέντρο ένα κόκκινο αυγό.

    Στην Κορώνη τις λαμπριάτικες κουλούρες τις ζυμώνουν με λάδι, αμύγδαλα και γλυκάνισο. Για να είναι πιο νόστιμες ρίχνουν και ζουμί από βρασμένα δαφνόφυλλα. Τις πλάθουν στρογγυλές ή μακρουλές και τις πλέκουν. Απαραίτητο στη μέση το κόκκινο το αυγό, ενώ καθεμιά τη στολίζουν όπως τους αρέσει. Με σχέδια από ζυμάρι, με σουσάμι, με αμύγδαλα. Όταν οι κουλούρες ήταν για τα παιδιά, τότε τις έπλαθαν πραγματικές κουτσούνες. Τις έλεγαν και κουτσές ή και κοκκώνες. Τους έφτιαχναν από ζυμάρι χέρια και πόδια, για κεφάλι έβαζαν ένα κόκκινο αυγό και πάνω του με μικρά ζυμαράκια σχημάτιζαν τα μάτια, το στόμα, τη μύτη… Στη Χίο μάλιστα, ο άντρας είχε πάντα μια γκλίτσα και η γυναίκα φορούσε τη φορεσιά της. Τέτοια κουλούρια παίρναν τα παιδιά, τα βαφτιστήρια, τα εγγόνια, ακόμα και τα παιδιά των φίλων.

    “Κατ’ έτος την Μεγάλη Πέμπτη… Η θεια Σοφούλα εσφουγγώνετο μέχρις αγκώνων και εζύμωνε μόνη της τας τριάκοντα εννέα αυγοκουλούρας δια τους τόσους βαπτιστικούς της… Εν συνόλω εχρειάζετο εβδομήκοντα και πλέον κοκκώνες, δηλ. παιδικός κουλούρας δια τους βαπτιστικούς, δια τους εγγονούς και τα δισεγγόνια. Εις τον αριθμόν τούτον δεν συμπεριλαμβάνονται αι μεγαλείτεραι κουλούραι, τας οποίας παρεσκεύαζε δια τας συντέκνισσας, δια τας ανεψιάς και τας δισεξαδέλφας της…” γράφει ο Παπαδιαμάντης στην Τελευταία βαπτιστική.

Στη Χίο τις κουτσούνες τις έκρυβαν μέχρι το Μεγάλο Σαββάτο και όταν χτυπούσαν οι καμπάνες τις έβαζαν κάτω από το μαξιλάρι των παιδιών και έλεγαν:

“Ξύπνα, ήρθε η γρια η Λαμπρινή

και σου έφερε την κουτσούνα από το φουγάρο.”

    Τότε τα παιδιά σηκώνονταν, τύλιγαν την κουτσούνα τους σε ένα μαντιλάκι και την έπαιρναν μαζί στην εκκλησία. Μετά το “Χριστός Ανέστη”, όταν γύριζαν στο σπίτι, την έκοβαν και την έτρωγαν.

    Μερικές φορές στις κουλούρες των παιδιών έδιναν και σχήματα ζώων ή πουλιών. Ανάμεσα τους ξεχωρίζει το πουλάκι με μια κόκκινη κορδέλα στο ράμφος του. Στην Κέρκυρα τα τσουρέκια που έφτιαχναν σε σχήμα κούκλας, με ένα κόκκινο αυγό για κεφάλι, τα έλεγαν κολομπίνες. Συνήθιζαν όμως και τις ζαχαρένιες κουτσούνες, από αλεύρι και νερό, που τις έκαναν με χρωματιστά ζυμάρια. Αγαπημένο θέμα τους ήταν και οι καβαλάρηδες, ο Αϊ-Γιώργης και ο Αϊ-Δημήτρης, αλλά και τα σπαθιά. Έβραζαν διάφορα χορταρικά (παντζάρια, χόρτα κ.ά.) ανάλογα με το χρώμα που ήθελαν να χρησιμοποιήσουν για να κάνουν π.χ. το φουστάνι της κολομπίνας, το άλογο, το σπαθί και το ζουμί το έριχναν μέσα στο ζυμάρι.

Τα Κόκκινα Αυγά
Το αυγό, πανάρχαιο σύμβολο της γένεσης του κόσμου, της γέννησης της ζωής, το συναντάμε σε πολλές λατρείες, τόσο πρωτόγονες, όσο και περισσότερο εξελιγμένες. Έχει μέσα του δύναμη ζωική και πίστευαν πως μπορούσε να την μεταδώσει στους ανθρώπους, τα ζώα, τα φυτά. Τα χρωματιστά αυγά και ιδιαίτερα τα κόκκινα μνημονεύονται για γιορταστικούς σκοπούς, στην Κίνα ήδη από τον 5ο αιώνα και στην Αίγυπτο από το 10ο.

Γιατί όμως βάφονται κόκκινα τα αυγά;

    Η παράδοση λέει πως: “Όταν είπαν πως αναστήθηκε ο Χριστός, κανείς δεν το πίστευε. Μια γυναίκα, που κρατούσε στο καλάθι της αυγά, φώναξε: “Μπορεί από άσπρα να γίνουν κόκκινα;” Και, ώ του θαύματος έγιναν!”

    Μερικοί πιστεύουν ότι τα αυγά βάφονται κόκκινα σε ανάμνηση του αίματος του Χριστού, που χύθηκε για εμάς τους ανθρώπους. Κόκκινο είναι και το χρώμα της χαράς. Χαράς για την Ανάσταση του Χριστού. Είναι παράλληλα όμως και χρώμα αποτρεπτικό. Κόκκινες βελέντζες και κόκκινα μαντίλια κρεμούσαν τη Μεγάλη Πέμπτη στην Καστοριά οι γυναίκες για το καλό. Κόκκινο πανί έβαφαν μαζί με τα αυγά τους στη Μεσημβρία και το κρεμούσαν στο παράθυρο για σαράντα μέρες, για να μην τους πιάνει το μάτι.

Το βάψιμο των αυγών γινόταν τη Μεγάλη Πέμπτη γι αυτό και τη λέγαν Κόκκινη Πέφτη ή Κοκκινοπέφτη. Παλιότερα το συνήθιζαν κι αποβραδίς, πάντοτε όμως τα μεσάνυχτα, με το ξεκίνημα της νέας μέρας. Καινούρια πρέπει να ήταν η κατσαρόλα που θα έβαφαν τα αυγά και ο αριθμός τους ορισμένος και τη μπογιά τη φύλαγαν σαράντα μέρες και δεν την έχυναν, ακόμα και τότε, έξω από το σπίτι. Τα χρώματα για τα αυγά τα έφτιαχναν από διάφορα φυτά. Από κρεμμύδια γινόταν το μελί, από άχυρο ή από φύλλα αμυγδαλιάς το κίτρινο, το ανοικτό κόκκινο από παπαρούνες. Αργότερα τα αγόραζαν, το κόκκινο όμως χρώμα ήταν και είναι πάντα το πιο αγαπημένο.

    Το πρώτο αυγό που έβαφαν ήταν της Παναγίας και το έβαζαν στο εικονοστάσι. Με αυτό σταύρωναν τα παιδιά από το κακό το μάτι. Σε μερικά μέρη έβαζαν σε ένα κουτάκι τόσα αυγά όσα ήταν τα μέλη της οικογένειας και τα πήγαιναν το βράδυ στην εκκλησία, για να διαβαστούν στα 12 Ευαγγέλια. Τα άφηναν κάτω από την Αγία Τράπεζα ως την Ανάσταση και τότε καθεμιά έπαιρνε τα δικά της. Αυτά τα αυγά ήταν “ευαγγελισμένα” και τα τσόφλια τους τα παράχωναν στους κήπους και τις ρίζες των δέντρων για να καρπίσουν. Παρόμοια τύχη είχαν και τα αυγά που έκαναν οι κότες τη Μεγάλη Πέμπτη. Άμα η κότα ήταν μαύρη, ακόμα καλύτερα. Είχαν θαυμαστές ιδιότητες και μπορούσαν να διώξουν κάθε κακό. Τα αυγά τα Μεγαλοπεφτιάτικα περνούσαν τον πονόλαιμο, φύλαγαν το αμπέλι από το χαλάζι, έδιωχναν μακριά το σκαθάρι.

Οι γυναίκες και τα κορίτσια στόλιζαν τα αυγά, τα “έγραφαν”, τα “κεντούσαν”.

Πάνω στα άσπρα αυγά έγραφαν με λειωμένο κερί ευχές, σχεδίαζαν σκηνές από τη ζωή του Χριστού, πουλιά κ.ά. Έριχναν μετά τα αυγά στην κόκκινη μπογιά και μέχρι να λειώσει το κερί έμεναν τα γράμματα και τα σχέδια άσπρα. Τα “ξομπλωτά” ή “κεντημένα” αυγά, που τα λέγαν στη Μακεδονία και “πέρδικες, μια και συχνά είχαν πάνω τους πουλιά, ή ίσως και γιατί ξεχώριζαν, όπως κι οι πέρδικες, για την ομορφιά τους, θύμιζαν συχνά μικρογραφίες. Το ένα ήταν καλύτερο από το άλλο.

Αυτά έστελναν δώρο οι αρραβωνιασμένες στο γαμπρό και οι βαφτισιμιές στους νονούς και τις νονές τους, σε όλα τα αγαπημένα πρόσωπα.

Άλλοτε πάλι τα κορίτσια πρόσθεταν στα αυγά φτερά από χρωματιστό χαρτί, ουρά και μύτη από ζυμάρι και τα κρεμούσαν στο ταβάνι, έτοιμα να πετάξουν.

Τα Δώδεκα Ευαγγέλια
Τη νύχτα της Μεγάλης Πέμπτης, στα Δώδεκα Ευαγγέλια, φέρνουν κουλουράκια για τους ζωντανούς, στη Δυτική Μακεδονία και μετά την εκκλησία τα μοιράζουν στον κόσμο. Στη Ρόδο ανάβουν φωτιές και τα παιδιά πηδούν και καίνε το “μάρτη” τους. Οι γυναίκες, στην Κεφαλονιά, βάζουν στη μέση τους μια λουρίδα και μετά από κάθε Ευαγγέλιο δένουν και από έναν κόμπο παρακαλώντας να γίνει μέσα στη χρονιά ό,τι ποθούν. Κάθε οικογένεια, στα περισσότερα μέρη, φέρνει στην εκκλησία για να αγιαστούν τα πιο πολύτιμα πράγματα του σπιτιού: ψωμί, αλάτι, αυγά, νερό σε μπουκάλια κ.ά. θαυμαστές ιδιότητες αποδίδουν στα κεριά της Μεγάλης Πέμπτης. Έπειτα από κάθε Ευαγγέλιο, στην Αγιασό στη Λέσβο, έφτιαχναν με το κερί ένα σταυρό και μετά την εκκλησία κόλλαγαν τα 12 σταυρουδάκια στο σπίτι, σε διάφορα σημεία, για να ψοφάνε οι κοριοί και οι ψύλλοι. Για φυλακτό έχουν το κερί που μένει άκαυτο, στη Σπάρτη. Όταν μπουμπουνίζει και αστράφτει το ανάβουν για να μην τους πέσει αστροπελέκι. Στη Λήμνο πάλι, στη βάση που ακουμπάει ο παπάς το Ευαγγέλιο οι μητέρες κρεμούσαν τα τσεμπέρια των παιδιών τους για να είναι γερά. Ακόμα και τις κασέλες άνοιγαν στο Γύθειο, γιατί πίστευαν πως θα εξαφανιστούν τα ποντίκια.

Το βράδυ της Μεγάλης Πέμπτης, οι γυναίκες αγρυπνούν στην εκκλησία και μοιρολογούν το Χριστό:

“Σήμερον μαύρος ουρανός, σήμερον μαύρη μέρα,
σήμερα κόσμος θλίβουνται και τα βουνά λυπούνται,
σήμερα βάλανε βουλή οι άνομοι Εβραίοι,
οι άνομοι και τα σκυλιά κ’ οι τρισκαταραμένοι,
για να σταυρώσουν το Χριστό, τον πάντων βασιλέα,…”

    Σε μερικά μέρη τη Μεγάλη Πέμπτη ετοιμάζουν τον Ιούδα”. Από παλιά ρούχα φτιάχνουν το ομοίωμα του και το περιφέρουν από σπίτι σε σπίτι ζητώντας “καψίδια”. Κάθε νοικοκυρά δίνει ό,τι της βρίσκεται. Κληματόβεργες, λινάτσες ή του ρίχνει πετρέλαιο.

Τον Ιούδα τον καίνε τη Μεγάλη Παρασκευή, αλλού πάλι ανήμερα το Πάσχα, τη Δεύτερη μέρα του Πάσχα, καμιά φορά και την Τρίτη.

Ο Επιτάφιος
Όταν σταυρώθηκε ο Χριστός η Παναγία καθόταν στπν παρηγοριά, στο τραπέζι που γίνεται μετά τις κηδείες. Πέρασε μια καλογριά την είδε και σχολίασε: “Ποιος είδε γιο στο σταυρό και μάνα στο τραπέζι.” Η Παναγία ακούγοντας την της είπε: “Σύρε, μάνα Καλή, μήτε να ψάλλεσαι, μήτε να λειτουργιέσαι. Αν κρεμασθώ εγώ, θα κρεμασθούν μανάδες κι αν πνιγώ εγώ, θα πνιγούν μανάδες. Μονάχα κάθομαι στην παρηγοριά για να παρηγορηθούν όλες οι μανάδες”. Η μάνα Καλή έφυγε μετανιωμένη και λυπημένη και γι αυτό ενώ υπάρχει Αγία Καλή δεν λειτουργιέται. Αυτή η παράδοση ζωντα­νεύει κάθε Μεγάλη Παρασκευή.

Και είναι η Μεγάλη Παρασκευή μέρα αργίας και νηστείας. Ημέρα πένθους. Πολλοί πίνουν ξύδι για την αγάπη του Χριστού, στην Κρήτη μάλιστα βράζουν σαλιγκάρια και πίνουν το ζουμί τους, που είναι σα χολή. Στην Κορώνη δε Βάζουν τίποτα στο στόμα τους. Εκείνη τη μέρα κανένας δεν κάρφωνε: “Μάστορης-ξεμάστορης καρφί δεν εκάρφωνε” γιατί ο γύφτος σταύρωσε με καρφιά το Χριστό.

Κοντά στο μεσημέρι, οι κοπέλες στολίζουν τον Επιτάφιο με λουλούδια, που έχουν στείλει από τα σπίτια. Όλα τα ανοιξιάτικα λουλούδια. Βιολέτες, τριαντάφυλλα, μενεξέδες. Φτιάχνουν στεφάνια και γιρλάντες, ενώ ψέλνουν το μοιρολόγι της Παναγίας. Όλοι προσκυνάνε τον Επιτάφιο και οι γυναίκες και τα παιδιά, “για να τους πιάση η χάρη”, περνάνε από κάτω. Το βράδυ γίνεται η περιφορά του Επιταφίου. Σε μερικά μέρη, την ώρα εκείνη, ανάβουν φωτιές και καίνε τον Ιούδα”. Οι γυναίκες, στο Μελιγαλά, άναβαν μπροστά στην πόρτα τους από νωρίς κληματόβεργες και όταν ήταν να περάσει ο Επιτάφιος έριχναν στη θράκα μοσχολίβανο και μοσχοβόλαγε ο τόπος. Στις Σέρρες έβαζαν μπροστά στην πόρτα τους, πάνω σε ένα τραπέζι, την εικόνα του Χριστού, στολισμένη με λουλούδια και δίπλα άναβαν κεριά και λιβά­νι. Μέσα σε ένα πιάτο είχαν φυτεμένη φακή ή κριθάρι που μόλις είχε αρχίσει να βγαίνει. Παρόμοια φυτά τοποθετούσαν και οι γυναίκες στην αρχαιότητα, στη γιορτή του Άδωνη. Το έθιμο “των Αδώνιδος κήπων”. Σε νεκροκρέβατο, τοποθετούσαν το κέρινο ομοίωμα του πρό­ωρα χαμένου Άδωνη και μέσα σε αγγεία είχαν φυτά που πολύ γρήγορα Βλάσταιναν αλλά και το ίδιο γρήγορα μαραίνονταν, όπως εκείνος και η άνοιξη την οποία εκπροσωπούσε. Στη Μυτιλήνη, άμα τελειώσει η περιφορά, “αρπάζουν” τα λουλούδια, γιατί πιστεύουν πως κλεμμέ­να έχουν πιο θαυματουργές ιδιότητες. Τα “Χριστολούλουδα” τα φυλάνε για το καλό. Με αυτά γιατρεύουν τον πονοκέφαλο, τα κάνουν φυλαχτά και με αυτά γαληνεύουν τη θάλασσα όσοι ταξιδεύουν. Στην Ύδρα κάνουν το “έθιμο της δέησης”. Τα παλικάρια βγάζουν τα παπούτσια και τις κάλτσες και μπαίνουν με τον Επιτάφιο στη θάλασσα. Τον ακουμπάνε στο νερό και ο   ‘ παπάς κάνει δέηση για τους ταξιδεμένους. Στην Αθήνα, σκούπιζαν από νωρίς και κατάβρε­χαν τους δρόμους για να περάσει ο Επιτάφιος και όταν πλησίαζε, έβγαιναν όλοι στις πόρτες τους με ένα κεραμίδι που είχε κάρβουνο αναμμένο και λιβάνι. Στη Νάξο, δε φιλάνε, εκείνη τη μέρα, γιατί με το φιλί του πρόδωσε ο Ιούδας το Χριστό, δε σφάζουν, για το αίμα του Χριστού, δεν καρφώνουν γιατί καρφώθηκε ο Χριστός, δε γελάνε.

Ανάσταση
Ξημερώματα του Μεγάλου Σαββάτου οι εκκλησίες στολίζονται με δαφνόφυλλα. Μόλις ο παπάς πει: “Ανάστα ο θεός κρίναι την γην” αρχίζει να τα σκορπίζει στην εκκλησία. Κι ενώ οι γυναίκες μαζεύουν τα δαφνόφυλλα -με αυτά θα διώχνουν τα ποντίκια-, οι καμπάνες χτυπάνε με δύναμη. Στην Κορώνη, όσοι δεν έχουν όπλα, σπάνε ένα τσουκάλι “προς χαράν του Χριστού και πομπή των Οβραίωνε”. Με το θόρυβο θέλουν να φοβίσουν και να διώξουν τους δαίμονες, για να μην αντιδράσουν στην Ανάσταση του Χριστού.

    Αμέσως μετά την εκκλησία η νοικοκυρά ζυμώνει την κουλούρα της λαμπρής και ο άντρας αναλαμβάνει το σφάξιμο του αρνιού. Ο “πασκάτης ή λαμπριώτης αμνός” έπρεπε να είναι αρσενικός και άσπρος. Με το αίμα του σταύρωναν την πόρτα του σπιτιού, όπως ήταν και το εβραϊκό έθιμο, αλλά και τα μάγουλα των παιδιών. Εκείνη τη μέρα στέλνονταν και τα δώρα στην πεθερά, στη μνηστή, στη μητέρα. Το τσουρέκι, το κερί, τα αυγά, τα κουλούρια, ένα τσεμπέρι, μια ποδιά…

    Το πασχαλιάτικο κερί της αρραβωνιαστικιάς, στην Κύμη, θα ζύγιζε περίπου μιάμιση οκά. Ήταν πολύ μακρύ και χειροποίητο. Το τύλιγαν σαν τον πάτο ενός καλαθιού και άφηναν το φυτίλι όρθιο στο κέντρο. Πάνω στον πάτο του κεριού, κάρφωναν φλουριά χρυσά ή ψεύτικα, ανάλογα με τα “έχειτα” του αρραβωνιαστικού, το σκέπαζαν και με διάφανο άσπρο πέπλο -να βλέπει και ο κόσμος τα φλουριά- και η αρραβωνιαστικιά πήγαινε με αυτό στην εκκλησία, στην Ανάσταση και την άλλη μέρα, στην Αγάπη. Και δεν έπρεπε να το χαλάσει, μέχρι το γάμο της.

    Απλωμένα στο προσκέφαλο τα ολοκαίνουρια ρούχα της οικογένειας περίμεναν το βράδυ του Μεγάλου Σαββάτου και λίγο πριν χτυπήσουν οι καμπάνες τα φόραγαν και ξεκινούσαν όλοι για την εκκλησία. Οι νοικοκυρές, στην Ύδρα, λίγο πριν φύγουν, σήκωναν τις κλώσες από τα αυγά τους για να μην δουλεύουν κι αυτές την ώρα της Ανάστασης. “Δεύτε λάβετε φως” και με τις άσπρες τους λαμπάδες παίρνουν το Άγιο Φως. Στα Καλάβρυτα, μάλιστα, τη λαμπάδα τους την ανάβουν κατά οικογένειες και στην Αθήνα τα κορίτσια έπαιρναν φως μόνο από άντρα, για να παντρευτούν. Μόλις ακουστεί το “Χριστός Ανέστη” γίνεται πανδαιμόνιο. “Το καταπέτασμα του ναού εσκίσθη εις δύο… και η γη εσείσθη…” λέει το Ευαγγέλιο και στην Χίο χτυπούν τα στασίδια, στην Κέρκυρα πετάνε από τα παράθυρα και τα μπαλκόνια πήλινα δοχεία, όλοι ανταλλάσσουν ασπασμούς και τσουγκρίζουν τα αυγά τους.

    Μόλις γίνει η Ανάσταση, στην ύπαιθρο πάντα, οι πόρτες της εκκλησίας κλείνουν και ο νεωκόρος, που βρίσκεται πίσω τους, παριστάνει το διάβολο ή τον Άδη. Έξω από την πόρτα ο παπάς φωνάζει: “Άρατε πύλας!” Από μέσα ρωτάει ο νεωκόρος: “Ποιος είσαι;” “Άρχων ισχυρός” του απαντάει και χτυπάει την πόρτα με το πόδι του, μπαίνει μέσα στην εκκλησία, κρατώντας το Άγιο Φως και διώχνει με αυτό τον τρόπο το διάβολο. Σε μερικά μέρη το έθιμο γίνεται την επομένη, στην Αγάπη.

    Γυρίζοντας από την Ανάσταση στο σπίτι, σταυρώνουν με το Άγιο Φως το ανώφλι της εξώπορτας και ανάβουν το καντήλι και η φλόγα του δεν πρέπει να σβήσει, για 40 ολόκληρες μέρες. Με το αναστάσιμο φως καίνε λίγο τα δέντρα που δεν καρπίζουν και τσουρουφλίζουν τα ζωντανά που δεν γεννάνε και το λαμπροκέρι το φυλάνε για το ξεμάτιασμα, τις αρρώστιες, το χαλάζι και τις τρικυμίες.

    Στρώνεται το τραπέζι: μαγειρίτσα, σαλάτα με σαρδέλες, γαλατόπιτα, τυρόπιτα, ψητό της κατσαρόλας… Πρώτα-πρώτα όμως θα τσουγκρίσουν τα αυγά. Τη συνήθεια αυτή βρίσκουμε στους Βυζαντινούς, ήδη από το 13ο αιώνα. “Με τ’ αυγό να τ’ ανοίξω” έλεγαν, έτρωγαν το αυγό τους και ξεκίναγαν το φαγητό. Σε μερικά μέρη τρεις μέρες δεν σήκωναν το τραπέζι και τα ψίχουλα τα έριχναν στα αμπέλια για να έχουν πολύ καρπό.

    Ανήμερα το Πάσχα ψήνεται το αρνί στη σούβλα, πολλοί όμως το συνηθίζουν στο φούρνο, γεμιστό με ρύζι, κουκουνάρια και σταφίδες. Στο ψημένο αρνί ο νοικοκύρης ψάχνει σημάδια στην ωμοπλάτη και βγάζει μαντέματα για το σπιτικό του και την πατρίδα. Λένε όμως ότι το αρνί για να δείξει σημάδια πρέπει τουλάχιστον δυο βράδια πριν να έχει κοιμηθεί μέσα στο σπίτι.

    Το μεσημέρι της Κυριακής του Πάσχα γίνεται η Δεύτερη Ανάσταση. Η Αγάπη. Για την αγάπη των ανθρώπων σταυρώθηκε ο Χριστός, γι αυτό και το Ευαγγέλιο διαβάζεται σε δώδεκα γλώσσες, συμβολίζοντας την ενότητα των εθνών. “Το φίλημα της αγάπης” ανταλλάσσουν όλοι οι πιστοί, ενώ ο παπάς τους μοιράζει από ένα κόκκινο αυγό. Στην “αγάπη” παλιότερα, όσοι ήθελαν, έδιναν όρκο μπροστά στο Ευαγγέλιο και γίνονταν αδελφοποιοί. Έδεναν δηλαδή τη φιλία τους με αδελφική αγάπη.

Τη γιορτή του Πάσχα συμπληρώνουν χοροί, αγώνες και κούνιες.

    Αμέσως μετά την Αγάπη, στον περίβολο του ναού, στήνεται ο χορός, με πρώτο-πρώτο τον παπά και μετά τους πιστούς, κατά σειρά ηλικίας. Όλοι ντυμένοι με τις γιορτινές τους φορεσιές χόρευαν και τραγουδούσαν.

    Τα παλικάρια συναγωνίζονταν στο πήδημα, το τρέξιμο, το λιθάρι, στην άρση των Βαρών -κανένα σακί δηλαδή καλαμπόκι ή κανένα βαρελάκι με νερό- στη διελκυστίνδα (πιάνονταν ο ένας πίσω από τον άλλο, σε δυο σειρές, και προσπαθούσαν να τραβήξουν οι μεν τους δε). Και τα βραβεία των νικητών;… Μαντίλια κεντημένα, για τις γυναίκες και τις αρραβωνιαστικιές, λαμπριάτικες κουλούρες, ένα αρνί, μια μυζήθρα ή το κρασί της μέρας. Και από κοντά τα παιδιά, που δεν ήξεραν πού να πρωτοβρεθούν. Στους χορούς, στους αγώνες ή στις κούνιες που δένονταν λίγο πιο πέρα. Οι κούνιες ήταν συνέχεια της “αιώρας” των Παρθένων στα “Ανθεστήρια”, γιορτή στην αρχαιότητα για την άνοιξη και τα λουλούδια. Με γέλια και τραγούδια έκαναν κούνια πρώτα τα κορίτσια και μετά τα αγόρια. Έθιμο με μαγικό χαρακτήρα στην αρχή, οι κούνιες, που απέβλεπε στην ευφορία, έγινε πηγή χαράς και διασκέδασης για όλους και τα τραγούδια της κούνιας αντιλαλούσαν από άκρη σε άκρη.

Πασχαλινά Έθιμα
Το χριστιανικό συμβολισμό του Πάσχα καθιέρωσε για πρώτη φορά ο Απόστολος Παύλος.
Από την εποχή που οι χριστιανοί άρχισαν να γιορτάζουν το Πάσχα, διατήρησαν ορισμένα χαρακτηριστικά του Εβραϊκού, ενώ ταυτόχρονα προσέθεσαν άλλα. Αυτό φαίνεται από το πασχαλινό αρνί (οβελίας) και τα κόκκινα αυγά.

Πλούσια είναι η παράδοση για τον συμβολισμό των αυγών του Πάσχα. Στα Βυζαντινά χρόνια έφτιαχναν κουλούρα που στην μέση της είχε ένα κόκκινο αυγό. Το αυγό, από το οποίο βγαίνουν τα πουλιά, συμβολίζει την ζωή, ενώ το κόκκινο είναι το χρώμα της ζωής. Το βάψιμο των αυγών, για λατρευτικούς σκοπούς απαντάται σε διάφορους τόπους του κόσμου.

Πριν τη γιορτή του Πάσχα, έχουμε μία περίοδο νηστείας 50 ημερών. Η τελευταία εβδομάδα πριν από την Κυριακή του Πάσχα είναι η Μεγάλη Εβδομάδα των Παθών.

Τα έθιμα ξεκινούν από το Σάββατο του Λαζάρου, που τα παιδιά γυρίζουν από πόρτα σε πόρτα και τραγουδούν το "Λάζαρο", συγκεντρώνοντας χρήματα και αυγά.

Το πρωί της Κυριακής των Βαΐων, οι πιστοί πηγαίνουν στην εκκλησία για να πάρουν το σταυρό φτιαγμένο με βάγια (φύλλα φοινίκων) που το τοποθετούν στα εικονίσματα για να τους φυλάει όλο το χρόνο.

Από την Κυριακή των Βαΐων και κάθε βράδυ καθ΄ όλη τη διάρκεια της Μ. Εβδομάδας, όλοι οι πιστοί μαζεύονται στις εκκλησίες για να παρακολουθήσουν με κατάνυξη τα Θεία Πάθη.
Την Μ. Τρίτη φτιάχνουν οι νοικοκυρές τα κουλουράκια. Την Μ. Τετάρτη γίνεται το πλύσιμο και το καθάρισμα του σπιτιού ενώ το απόγευμα γίνεται στην εκκλησία το ευχέλαιο.

Την Μ. Πέμπτη βάφουν τα αυγά. Την Μ. Πέμπτη το βράδυ, αφού τελειώσουν τα 12 Ευαγγέλια, κοπέλες αναλαμβάνουν να στολίσουν τον επιτάφιο με γιρλάντες από λευκά λουλούδια, έτσι την Μ. Παρασκευή το πρωί ο επιτάφιος είναι έτοιμος για να δεχθεί το “σώμα του Χριστού” κατά την Αποκαθήλωση.

Η Μ. Παρασκευή, είναι ημέρα πένθους, ο λαός ζει με μεγάλη κατάνυξη το Θείο Δράμα. Δεν τρώνε γλυκά για την αγάπη του Χριστού που τον πότισαν ξύδι. Ταχινόσουπα, μαρούλι με ξύδι ή φακές με ξύδι είναι τα συνήθη φαγητά. Κανείς δεν πρέπει να πιάσει στα χέρια του σφυρί ή βελόνι, γιατί θεωρείται μεγάλη αμαρτία. Το βράδυ γίνεται ο Εσπερινός και η περιφορά του Επιταφίου. Της πομπής προπορεύεται η μπάντα ή η χορωδία και παίζει πένθιμα εμβατήρια, ακολουθούν οι Ιεροψάλτες, ο κλήρος, οι μυροφόρες, τα εξαπτέρυγα, πρόσκοποι, και οι πιστοί που ψέλνουν καθ’ όλη τη διάρκεια της λιτανείας. Σε όλη τη διαδρομή οι πιστοί ραίνουν τον επιτάφιο με λουλούδια και αρώματα, κρατώντας αναμμένα κεριά.

Το Μ. Σάββατο, μετά το τέλος της λειτουργίας της Ανάστασης, όλοι οι πιστοί φροντίζουν να πάρουν στα σπίτια τους τη λαμπάδα με το Άγιο φως της Ανάστασης και πριν μπουν στο σπίτι κάνουν το σημάδι του σταυρού με τον καπνό του κεριού πάνω στην πόρτα, ανάβουν το καντήλι που έχουν στα εικονίσματα του σπιτιού και φροντίζουν να το κρατούν αναμμένο όλο το χρόνο για να το ανανεώσουν και πάλι την επόμενη Ανάσταση. Σε ολόκληρη την Κύπρο και την Ελλάδα η Μεγάλη Εβδομάδα και το Πάσχα γιορτάζονται με ξεχωριστή λαμπρότητα και κατάνυξη.

Με την ευκαιρία των εορτών του Πάσχα, ευχόμαστε σε όλη την Παροικία, την Κύπρο και τον Ελληνισμό απανταχού της Γης Καλό και Ευτυχισμένο Πάσχα, Και Ειρήνη και Αγάπη σε όλη την Οικουμένη!

ΖΑΝΝΕΤΟΣ ΤΟΦΑΛΛΗΣ
ztofallis@gmail.com
Λονδίνο, Απρίλιος 2022

Share:

Facebook
Twitter
Pinterest
LinkedIn
On Key

Related Posts

error: Content is protected !!