Της Γιώτας Δημητρίου
Σαν σήμερα, πρωτομαγιά, γεννήθηκε ο Γιάννης Ρίτσος, ο σπουδαίος Έλληνας ποιητής, ο ποιητής της Ρωμιοσύνης που κατάφερε με τους στίχους τους, τη ζωή του, την προσωπικότητα του, το ήθος του, την αγάπη του για την ποίηση, να περάσει στο πάνθεον των αθανάτων ποιητών.
Γεννήθηκε στην Μονεμβασιά, την πρωτομαγιά του 1909, υπήρξε ένας από τους σπουδαιότερους Έλληνες ποιητές και απέκτησε «διεθνή φήμη και ακτινοβολία».
Το έργο του πλούσιο και σπουδαίο, δημοσίευσε πάνω από εκατό ποιητικές συλλογές και συνθέσεις, είκοσι δύο μυθιστορήματα, ένα θεατρικό έργο, μελέτες, μεταφράσεις, χρονογραφήματα και άλλα δημοσιεύματα. Αρκετά από τα έργα του έχουν μεταφραστεί σε ξένες γλώσσες.
Η ζωή του ενδιαφέρουσα, αλλά και γεμάτη δυσκολίες.
Για τα παιδικά του χρόνια ο ίδιος είχε πει πως «η ανεμελιά των παιδικών χρόνων σταμάτησε με την έναρξη του σχολείου», αφού τα μαθήματα δεν τα αγαπούσε ιδιαίτερα και αυτό είχε ως αποτέλεσμα να βρίσκεται πολλές φορές όρθιος στη γωνία τιμωρημένος.
Αντί να γράφει αριθμούς και ασκήσεις ζωγράφιζε… Ο ίδιος είχε πει μετέπειτα: «Έφτιαχνα μαργαρίτες και παπαρούνες, σβήνοντας τους αριθμούς».
Ενώ για τις τιμωρίες του είχε πει: «Σαν να μ’ άρεσε να είμαι τιμωρημένος. Δεν αγαπούσα τους ανθρώπους που αρίστευαν στα πάντα. Νομίζω πως ο άνθρωπος που δεν τιμωρήθηκε ποτέ στη ζωή του δεν ξέρει τι σημαίνει παραβίαση της απαγόρευσης. Κι επειδή η ζωή είναι γεμάτη απογοητεύσεις, έμαθα να δουλεύω την ποίηση, ξεπερνώντας τες».
Ο Ρίτσος είχε από μικρός σχέση με τα βιβλία, εκεί στη βιβλιοθήκαη της μητέρας του συνάντησε τον κόσμο που αργότερα θα έχτιζε την προσωπικότητα του, εκεί στην βιβλιοθήκη της μητέρας του συνάντησε επίσης για πρώτη φορά την Αριστερά, πράγμα που ενοχλούσε τον πατέρα του.
Η σχέση του όμως με την Αριστερά έμελλε να ορίσει τη ζωή και το έργο του.
«Τον Σεπτέμβριο του 1925, ο Γιάννης Ρίτσος και η αδελφή του, Λούλα, εγκαταστάθηκαν στην Αθήνα. Εκεί έπιασαν ένα δωμάτιο σε ένα ξενοδοχείο στην οδό Μπενάκη. Ο θείος Λεωνίδας, που ζούσε στο Λονδίνο και που τους είχε βοηθήσει και παλαιότερα, τους συνδράμει χρηματικά, ενώ η Λούλα έπιασε δουλειά, προετοιμάζοντας τις σπουδές της για τη Φιλοσοφική Σχολή. Ο Γιάννης από την άλλη δεν έδειχνε κάποιο ενδιαφέρον για όλα αυτά. Έπιασε αργότερα δουλειά ως δακτυλογράφος σε γραφείο ενός συμβολαιογράφου, στη βιβλιοθήκη του οποίου γνώρισε τον Άγγελο Σικελιανό, τον Κωστή Παλαμά κ.ά. Έως το 1926, τα πράγματα πήγαιναν καλά για τα δύο αδέλφια, ώσπου ένα πρωί η Λούλα είδε τον αδελφό της να κάνει αιμόπτυση στο λαβομάνο. Ο ιατρός της οικογένειας τον έστειλε στη Μονεμβασιά, όπου, όπως πίστευε, θα έβρισκε καλύτερη περιποίηση. Τελικά, μετά από τη δίμηνη παραμονή του στην Αθήνα, επέστρεψε στην πατρώα γη. Επιστρέφοντας ο Ρίτσος από τη Μονεμβασιά είχε έτοιμες δύο ποιητικές συλλογές: Στο Παλιό μας Σπίτι και το Δάκρυα και Χαμόγελα. Τον Ιανουάριο του 1927 η αιμόπτυση επανήλθε και ήταν βέβαιο πλέον ότι έπασχε κι αυτός από φυματίωση. Στις 22 Φεβρουαρίου 1927 εισήλθε στο νοσοκομείο Νοσοκομείο Σωτηρία, όπου για τα επόμενα τρία χρόνια ήρθε σε επαφή με διάφορους αριστερούς και συνδικαλιστές. Ο «δάσκαλός» του είναι ο Βασίλης, ο οποίος εκτελέστηκε αργότερα από τους Γερμανούς, στην Κατοχή.
Η ποιήτρια Μαρία Πολυδούρη, που νόσησε κι αυτή από τη φυματίωση, και που η συνάντηση της με τον Γιάννη Ρίτσο, στο σανατόριο του «Σωτηρία», υπήρξε καλλιτεχνικό «διάλειμμα» από τη σκληρή πραγματικότητα.
Στο σανατόριο του «Σωτηρία» αντάλλασσαν ποιήματα με την Πολυδούρη και λόγω της αγάπης τους για την ποίηση βρήκαν και οι δύο παρηγοριά. Ο ίδιος ο ποιητής αφηγήθηκε στον Κ. Σταματίου: «Υπήρχε μια μεγάλη “αίθουσα υποδοχής” με το μοναδικό πιάνο με ουρά στη «Σωτηρία». Τ’ απόγευμα, πήγαινα εκεί και έπαιζα αναζητώντας κάποια παρηγοριά στη μουσική. Ακούγοντας το πιάνο η Πολυδούρη κατέβαινε από το δωμάτιό της και έτσι γνωριστήκαμε».
Εκεί μέσα ανέπτυξαν θερμούς δεσμούς φιλίας οι δύο ποιητές. Μάλιστα ο ένας έχει αφιερώσει στον άλλον και ποιήματα.
Ο ποιητής, μετά το πέρας του τρίτου έτους της παραμονής του στο νοσοκομείο, δεν είχε πια λεφτά για την παραμονή του. Κατόπιν, τον μετέφεραν σε στρατιωτικό νοσοκομείο, για να καταλήξει στο Άσυλο Φυματικών Καψαλώνας, ένα ερειπωμένο και άθλιο κατάλυμα. Οι συνθήκες εκεί ήταν απαράδεκτες. Έτσι, ο Ρίτσος έστειλε ένα γράμμα στην εφημερίδα Εφεδρικός Αγών και τόνισε τα προβλήματα που βίωναν καθημερινά οι ασθενείς εκεί πέρα. Ο Ρίτσος είπε αργότερα για εκείνη την εμπειρία του: «Στην Καψαλώνα ένιωσα πρώτη φορά τον εαυτό μου σαν εντολοδόχο, τον υπεύθυνο ενός κόσμου».
Στην Καψαλώνα ο Ρίτσος, μαζί με άλλα ποιήματά του, από το προηγούμενο σανατόριο, συνέθεσε τις πρώτες του ποιητικές συλλογές: Τρακτέρ και Πυραμίδες.
Τον Απρίλιο του 1931, η αδελφή του Λούλα παντρεύτηκε έναν μετανάστη από την Αμερική, τον Δημήτρη Σταυρόπουλο, ο οποίος συνέδραμε οικονομικά και τον αδελφό της, τον Γιάννη. Έτσι, ο Ρίτσος βρήκε περισσότερο χρόνο για τη συγγραφή ποιήσεως.
Το 1932, την οικογένεια την ξαναβρήκε συμφορά: Ο πατέρας του Ρίτσου, που ζούσε μόνος στη Μονεμβασιά, δεν είχε τα προς το ζην και σε συνδυασμό με την άρνησή του για βοήθεια από τους συγχωριανούς του έχασε τα λογικά του και τρελάθηκε. Τον μετέφεραν εν τέλει το 1934 στο δημόσιο ψυχιατρείο του Δαφνίου.
Η αδελφή του που είχε πάει στην Αμερική επέστρεψε για να τον φροντίσει και εν τω μεταξύ είχε κλονιστεί πολύ κι αυτή με όλα αυτά που συνέβαιναν στην οικογένειά τους. Την περίοδο αυτή ο Ρίτσος προσπάθησε να ακολουθήσει το επάγγελμα του χορευτή και του ηθοποιού σε ένα θέατρο στην Κυψέλη, με τη διάσημη Ζωζώ Νταλμάς, αφού ο γάμος της αδελφής του δεν κράτησε πολύ και αναγκάστηκε να εργαστεί.»
Ήταν αυτή η ζωή γεμάτη δυσκολίες που τον οδηγούσαν στις λέξεις και στην σοφία των στίχων του, ήταν αυτή η ζωή που το δόθηκε που καλλιέργησε την προσωπικότητα του με τέτοιο τρόπο έτσι ώστε οι στίχοι του να μιλούν στις καρδιές των ανθρώπων για πάντα.
«Στις 9 Μαΐου 1936 η μεγάλη απεργία και διαδήλωση των καπνεργατών πνίγηκε στο αίμα από την κυβέρνηση Μεταξά με συνολικά δώδεκα νεκρούς, ανάμεσα στους οποίους και ο 25χρονος αυτοκινητιστής Τάσος Τούσης. Ο Ριζοσπάστης, την επόμενη ημέρα, δημοσίευσε φωτογραφία, στην οποία αποτυπώθηκε η μητέρα του Τάσου Τούση να σπαράζει πάνω από τη σορό του, μόνη στο μέσο της διασταύρωσης των οδών Βενιζέλου και Εγνατίας. Η φωτογραφία συγκλόνισε τον ποιητή και ταυτόχρονα τον ενέπνευσε: Ο Ρίτσος κλείστηκε στη σοφίτα του και έγραψε τα τρία πρώτα μέρη του Επιταφίου. Ο Ριζοσπάστης στις 12 Μαΐου του 1936 τα δημοσίευσε υπό τον τίτλο Μοιρολόι. Χαρακτηριστικοί στίχοι του ποιήματος είναι:
Γιέ μου, σπλάχνο τῶν σπλάχνων μου, καρδούλα τῆς καρδιᾶς μου,
πουλάκι τῆς φτωχιᾶς αὐλῆς, ἀνθὲ τῆς ἐρημιᾶς μου,
πῶς κλείσαν τὰ ματάκια σου καὶ δὲ θωρεῖς ποὺ κλαίω
καὶ δὲ σαλεύεις, δὲ γρικᾷς τὰ ποὺ πικρὰ σοῦ λέω;»
Το 1956 ο «Επιτάφιος» πραγματοποίησε την δεύτερη έκδοσή του, ολοκληρωμένη με τα είκοσι ποιήματα, για 20 χρόνια ήταν συνεχώς στον κατάλογο των απαγορευμένων βιβλίων. Απαγορεύτηκε και κατά τη διάρκεια της χούντας. Τότε, ο Ρίτσος, έστειλε το ποίημα στο Παρίσι όπου βρισκόταν ο Μίκης Θεοδωράκης, ο οποίος μελοποίησε 8 ποιήματα, (επτλα στο Παρίσι και ένα στην Αθήνα).
Ο Μίκης Θεοδωράκης έστειλε τις μελωδίες στον Μάνο Χατζιδάκι και στον Γιάννη Ρίτσο. Ο Χατζιδάκις χρησιμοποίησε ως ερμηνεύτρια την Νανά Μούσχουρη. Παράλληλα με αυτήν την εκτέλεση και την ενορχήστρωση, ο Μίκης Θεοδωράκης κυκλοφόρησε μια δεύτερη εκτέλεση του έργου με τον Γρηγόρη Μπιθικώτση και την Καίτη Θύμη, εκτέλεση στην οποία παίζει εκπληκτικό μπουζούκι ο Μανώλης Χιώτης.
Μα δεν ήταν μόνο ο «Επιτάφιος» που έγραψε ιστορία, ή που μελοποιήθηκε, ήταν πολλά τα ποιήματα και οι στίχοι του σπουδαίου Ρίτσου, του «ποιητή της ρωμιοσύνης» που κατάφεραν να μείνουν για πάντα αθάνατοι και να διαπερνούν καρδιές, ψυχές και συνειδήσεις.
Το 1968 προτάθηκε για το βραβείο Νομπέλ, το οποίο δεν πήρε, διότι θεωρήθηκε στρατευμένος ποιητής (ήταν μέλος του ΚΚΕ).
Το 1975 αναγορεύτηκε επίτιμος διδάκτορας του Πανεπιστημίoυ Θεσσαλονίκης και το 1977 τιμήθηκε με το Βραβείο Ειρήνης Λένιν.
Άλλα σημαντικά βραβεία που απέσπασε είναι το Μέγα Διεθνές Βραβείο Ποίησης (Βέλγιο, 1972) και το Πρώτο Κρατικό Βραβείο Ποίησης για το έργο του, Η Σονάτα του Σεληνόφωτος (1956).
Ἐπιλογικό
Νὰ μὲ θυμόσαστε – εἶπε. Χιλιάδες χιλιόμετρα περπάτησα
χωρὶς ψωμί, χωρίς νερό, πάνω σὲ πέτρες κι ἀγκάθια,
γιὰ νὰ σᾶς φέρω ψωμὶ καὶ νερὸ καὶ τριαντάφυλλα.
Τὴν ὀμορφιὰ
Ποτές μου δὲν τὴν πρόδωσα. Ὅλο τὸ βιός μου τὸ μοίρασα δίκαια.
Μερτικὸ ἐγὼ δὲν κράτησα. Πάμπτωχος. Μ᾿ ἕνα κρινάκι τοῦ ἀγροῦ
τὶς πιὸ ἄγριες νύχτες μας φώτισα. Νὰ μὲ θυμᾶστε.
Καὶ συγχωρᾶτε μου αὐτὴ τὴν τελευταῖα μου θλίψη:
Θἄθελα
ἀκόμη μιὰ φορὰ μὲ τὸ λεπτὸ δρεπανάκι τοῦ φεγγαριοῦ νὰ θερίσω
ἕνα ὥριμο στάχυ. Νὰ σταθῶ στὸ κατώφλι, νὰ κοιτάω,
καὶ νὰ μασῶ σπυρὶ σπυρὶ τὸ στάρι μὲ τὰ μπροστινά μου δόντια
θαυμάζοντας κι εὐλογώντας τοῦτον τὸν κόσμο ποὺ ἀφήνω,
θαυμάζοντας κι Ἐκεῖνον ποὺ ἀνεβαίνει τὸ λόφο στὸ πάγχρυσο λιόγερμα. Δέστε:
Στὸ ἀριστερὸ μανίκι του ἔχει ἕνα πορφυρὸ τετράγωνο μπάλωμα. Αὐτὸ
δὲν διακρίνεται πολὺ καθαρά. Κι ἤθελα αὐτὸ προπάντων νὰ σᾶς δείξω.
Κι ἴσως γι᾿ αὐτὸ προπάντων θ᾿ ἄξιζε νὰ μὲ θυμᾶστε.
Περισσότερα για τον σπουδαίο ποιητή εδώ