Το βιβλίο του Σαιντ-Εξυπερύ “ο Μικρός Πρίγκιπας “το οποίο γράφτηκε το 1943, στη διάρκεια του Β’ Παγκόσμιου αποτελεί το αγαπημένο “βιβλίο βίβλος” για εκατομμύρια κόσμο στον πλανήτη γη.
Πιο κάτω ακολουθεί ένα πάντα επίκαιρο κομμάτι, από το βιβλίο.
Ο γνωστός διάλογος της αλεπούς με τον Μικρό Πρίγκιπα.
– Καλημέρα, είπε η αλεπού.
– Καλημέρα, αποκρίθηκε ευγενικά ο μικρός πρίγκιπας και γύρισε, μα δεν είδε τίποτα.
– Εδώ είμαι, είπε μια φωνή, κάτω από τη μηλιά…
– Ποια είσαι;, είπε ο μικρός πρίγκιπας. Μου φαίνεσαι πολύ όμορφη…
– Είμαι μια αλεπού, είπε η αλεπού.
– Έλα να παίξεις μαζί μου, της πρότεινε ο μικρός πρίγκιπας. Είμαι τόσο λυπημένος…
– Δεν μπορώ να παίξω μαζί σου, είπε η αλεπού. Δε μ’ έχουν ημερώσει.
– Α! με συγχωρείς, έκανε ο μικρός πρίγκιπας.
Το σκέφτηκε όμως και πρόσθεσε:
– Τι πάει να πει «ημερώσει»;
– Εσύ δεν είσαι αποδώ, είπε η αλεπού, τι γυρεύεις;
– Γυρεύω τους ανθρώπους, είπε ο μικρός πρίγκιπας. Τι πάει να πει «ημερώσει»;
– Οι άνθρωποι, είπε η αλεπού, έχουν τουφέκια και κυνηγούνε. Μεγάλος μπελάς! Ανατρέφουν όμως και κότες. Αυτό είναι το μόνο τους όφελος. Κότες γυρεύεις;
– Όχι, είπε ο μικρός πρίγκιπας. Γυρεύω φίλους. Τι πάει να πει «ημερώσει»;
– Είναι κάτι που παραμελήθηκε πολύ, είπε η αλεπού. Σημαίνει «να δημιουργείς δεσμούς…».
– Να δημιουργείς δεσμούς;
– Βέβαια, είπε η αλεπού. Για μένα, ακόμα δεν είσαι παρά ένα αγοράκι εντελώς όμοιο μ’ άλλα εκατό χιλιάδες αγοράκια. Και δε σ’ έχω ανάγκη. Μήτε κι εσύ μ’ έχεις ανάγκη. Για σένα, δεν είμαι παρά μια αλεπού όμοια μ’ εκατό χιλιάδες αλεπούδες. Αν όμως με ημερώσεις, ο ένας θα έχει την ανάγκη του άλλου. Για μένα εσύ θα είσαι μοναδικός στον κόσμο. Για σένα εγώ θα είμαι μοναδική στον κόσμο…
– Αρχίζω να καταλαβαίνω, είπε ο μικρός πρίγκιπας. Ξέρω ένα λουλούδι…, νομίζω πως με ημέρωσε…
Γίνεται, είπε η αλεπού. Βλέπει κανείς στη Γη τόσα περίεργα πράματα…
– Ω! δεν είναι πάνω στη Γη, είπε ο μικρός πρίγκιπας.
Η αλεπού φάνηκε πολύ παραξενεμένη:
– Πάνω σ’ άλλο πλανήτη;
– Ναι.
– Έχει κυνηγούς σ’ αυτό τον πλανήτη;
– Όχι.
– Πολύ ενδιαφέρον αυτό. Και κότες;
– Όχι.
– Τίποτα δεν είναι τέλειο, αναστέναξε η αλεπού.
Ξαναγύρισε όμως στην ιδέα της:
– Η ζωή μου είναι μονότονη. Κυνηγάω τις κότες, οι άνθρωποι κυνηγούν εμένα. Όλες οι κότες μοιάζουν, κι όλοι οι άνθρωποι μοιάζουν. Γι’ αυτό λοιπόν βαριέμαι κάπως. Αν με ημερώσεις όμως, η ζωή μου θα είναι σαν ηλιόλουστη. Θα γνωρίσω έναν κρότο από πατήματα που θα είναι διαφορετικός απ’ όλους τους άλλους. Τ’ άλλα πατήματα με κάνουν να χώνομαι κάτω απ’ τη γη. Το δικό σου θα με κάνει να βγαίνω έξω απ’ τη φωλιά μου, σαν μια μουσική. Κι ύστερα κοίτα! Βλέπεις εκεί κάτω τα χωράφια με το στάρι; Εγώ δεν τρώω ψωμί. Το στάρι εμένα μου είναι άχρηστο. Τα χωράφια με το στάρι δε μου θυμίζουν τίποτα. Κι αυτό είναι κρίμα! Εσύ όμως έχεις μαλλιά χρώμα χρυσαφένιο. Θα είναι λοιπόν θαυμάσια, όταν θα μ’ έχεις ημερώσει! Το στάρι, που είναι χρυσαφένιο, θα με κάνει να σε θυμάμαι. Και θα μ’ αρέσει ν’ ακούω τον άνεμο μέσα στα στάχνα…
Σώπασε η αλεπού και κοίταξε πολλή ώρα το μικρό πρίγκιπα.
– Σε παρακαλώ…, ημέρωσέ με, του είπε!
– Θέλω βέβαια, της αποκρίθηκε ο μικρός πρίγκιπας, μα δε με παίρνει ο καιρός. Έχω ν’ ανακαλύψω φίλους και πολλά πράματα να γνωρίσω.
– Δε γνωρίζει κανείς παρά τα πράματα που ημερώνει, είπε η αλεπού. Οι άνθρωποι δεν έχουν πια καιρό να γνωρίσουν τίποτα. Τ’ αγοράζουν όλα έτοιμα στα εμπορικά. Καθώς όμως δεν υπάρχουν εμπορικά που πουλάνε φίλους, οι άνθρωποι δεν έχουν πια φίλους. Αν θες ένα φίλο, ημέρωσε με!
– Τι πρέπει να κάνω;, είπε ο μικρός πρίγκιπας.
– Πρέπει να έχεις μεγάλη υπομονή, αποκρίθηκε η αλεπού. Θα καθίσεις πρώτα κάπως μακριά μου, έτσι στο χορτάρι. Εγώ θα σε κοιτάζω με την άκρη του ματιού μου κι εσύ δε θα λες τίποτα. Τα λόγια είναι που κάνουν τις παρεξηγήσεις.
Αλλά, κάθε μέρα, θα μπορείς να κάθεσαι λιγάκι πιο κοντά…
Την άλλη μέρα ήρθε πάλι ο μικρός πρίγκιπας.
– Θα ‘ταν πιο καλά να έρχεσαι πάντα την ίδια ώρα, είπε η αλεπού. Αν έρχεσαι, λόγου χάρη, στις τέσσερις το απόγευμα, εγώ θ’ αρχίζω από τις τρεις να είμαι ευτυχισμένη. Όσο θα περνάει η ώρα, τόσο εγώ θα νιώθω και πιο ευτυχισμένη. Στις τέσσερις πια, δε θα μπορώ να καθίσω και θα τρώγομαι• θ’ ανακαλύψω την αξία της ευτυχίας. Αν έρχεσαι όμως όποτε και να ‘ναι, δε θα ξέρω ποτέ ποια ώρα να φορέσω στην καρδιά μου τα καλά της… Σ’ όλα χρειάζεται κάποια τελετή.
– Τι είναι τελετή; είπε ο μικρός πρίγκιπας.
– Είναι κι αυτό κάτι που πολύ παραμελήθηκε, είπε η αλεπού. Είναι αυτό που κάνει τη μια μέρα να μη μοιάζει με τις άλλες, τη μια ώρα με τις άλλες ώρες. Οι κυνηγοί μου, λόγου χάρη, έχουν μια τελετή. Κάθε Πέμπτη χορεύουν με τις κοπέλες του χωριού. Γι’ αυτό η Πέμπτη είναι θαυμάσια μέρα! Μπορώ και κάνω μια βόλτα ως τ’ αμπέλι. Αν χόρευαν οι κυνηγοί όποτε και να ‘ναι, όλες οι μέρες θα μοιάζαν μεταξύ τους, κι εγώ δε θα είχα καθόλου διακοπές.
Έτσι ο μικρός πρίγκιπας ημέρωσε την αλεπού. Κι όταν κόντευε πια η ώρα που θα χωρίζανε:
– Αχ!, είπε η αλεπού. Κλάμα που θα κάνω…
– Εσύ φταις, είπε ο μικρός πρίγκιπας, εγώ δεν ήθελα το κακό σου, μα εσύ θέλησες να σε ημερώσω…
– Ναι, σωστά, είπε η αλεπού.
– Μα τώρα θα κλάψεις! είπε ο μικρός πρίγκιπας.
– Ναι, σωστά, είπε η αλεπού.
– Και τότε τι κέρδισες;
– Κέρδισα, είπε η αλεπού, γιατί μου μένει το χρώμα του σταριού.
Ύστερα πρόσθεσε:
– Άμε να ξαναδείς τα τριαντάφυλλα. Θα καταλάβεις πως το δικό σου είναι το μοναδικό στον κόσμο. Να περάσεις πάλι αποδώ, για να μ’ αποχαιρετήσεις, κι εγώ θα σου χαρίσω ένα μυστικό.