Ο Εθνάρχης Μακάριος Γ πέθανε στις 3 Αυγούστου το 1977, σήμερα η Κύπρος τον τιμά με Μνημόσυνα. (Σημερινός επιμνημόσυνος λόγος της ΠτΒ εδώ).
Πιο κάτω ένα αφιέρωμα του καθηγητή και γνωστού αρθρογράφου της Κυπριακής Παροικίας του Λονδίνου, Ζαννέτου Τοφαλλή.
45 χρόνια από τότε…
Μακάριος – Ο Άνθρωπος Θρύλος!»
Του Καθηγητή Ζαννέτου Τοφαλλή
Στις 3 Αυγούστου συμπληρώνονται 45 χρόνια από τότε που η Κύπρος έχασε τον μεγαλύτερο γιο της. Οι απόδημοι συμπατριώτες της Αγγλίας μαζί με ολόκληρο τον ελληνισμό αποτίουν φόρο τιμής τόσο στον Εθνάρχη Μακάριο όσο και στους ήρωες του λαού μας που όρθωσαν το ανάστημά τους υπερασπίζοντας τη δημοκρατία, τη νομιμότητα και την ελευθερία. Και υπόσχονται να διατηρήσουν τις παρακαταθήκες του για ενότητα, ομόνοια και σύνεση για το μέλλον.
Ας δούμε όμως κάτι από τη διαδρομή αυτού του ανθρώπου – θρύλου που ξεκίνησε από ένα ταπεινό βοσκόπουλο για να γίνει ίνδαλμα των λαών της γης που αγωνίζονταν για λευτεριά και δικαιοσύνη.
O Αρχιεπίσκοπος Μακάριος Γ’ γεννήθηκε στις 13 Αυγούστου 1913 στο χωριό Άνω Παναγιά της Πάφου. Γονείς του ήταν ο Χριστόδουλος Μούσκος και η Ελένη Αθανασίου. Σε νεαρή ηλικία πήγε στη Μονή Κύκκου όπου και προσελήφθη ως δόκιμος μοναχός.
Στις 7 Αυγούστου 1938 χειροτονήθηκε Διάκονος και μετονομάστηκε από Μιχάλης σε Μακάριο. Τον ίδιο χρόνο, στάλθηκε ως υπότροφος της Μονής Κύκκου στην Αθήνα για θεολογικές σπουδές στο Εθνικό Πανεπιστήμιο. Αφού απεφοίτησε το 1942 από τη Θεολογική Σχολή, ενεγράφη στη Νομική Σχολή όπου παρακολουθούσε μαθήματα μέχρι την απελευθέρωση της Ελλάδας από τη Γερμανική κατοχή οπότε και επέστρεψε στην Κύπρο για μικρό χρονικό διάστημα. Επιστρέφοντας στην Αθήνα, χειροτονήθηκε σε Πρεσβύτερο και σε Αρχιμανδρίτη στις 13 Ιανουαρίου 1946 στο ναό της Αγίας Ειρήνης, όπου υπηρέτησε για πέντε χρόνια ως Διάκονος με το Μητροπολίτη Αργυροκάστρου Παντελεήμονα και προϊστάμενος του ναού Αγίας Παρασκευής στον Πειραιά.
Την ίδια χρονιά, του δόθηκε υποτροφία από το Παγκόσμιο Συμβούλιο Εκκλησιών και πήγε στις Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής για περαιτέρω θεολογικές σπουδές. Παρακολούθησε για δυο χρόνια μαθήματα στο Πανεπιστήμιο της Βοστόνης με ειδίκευση στην Κοινωνιολογία της θρησκείας.
Στις 8 Απριλίου 1948 εξελέγη Μητροπολίτης Κιτίου και στις 13 Ιουνίου χειροτονήθηκε σε Επίσκοπο. Η δράση του ως Μητροπολίτης Κιτίου ήταν εξαιρετικά γόνιμη, αφού ανακαίνισε τη Μητρόπολη στη Λάρνακα, βελτίωσε την οικονομική κατάσταση του κλήρου, ίδρυσε Φιλόπτωχες Αδελφότητες και αναπτέρωσε το ηθικό του καταπιεσμένου του λαού.
Ως Πρόεδρος του Γραφείου Εθναρχίας, πήγε το 1949 στην Ελλάδα όπου είχε συνομιλίες με τον τότε Βασιλιά, τον Πρωθυπουργό και άλλους επισήμους, για το Κυπριακό πρόβλημα. Μετά από εισήγησή του, η Ιερά Σύνοδος της Εκκλησίας της Κύπρου οργάνωσε στις 15 Ιανουαρίου 1950 Παγκύπριο Δημοψήφισμα κατά το οποίο 97% του Ελληνικού Κυπριακού πληθυσμού ψήφισαν υπέρ της ένωσης της Κύπρου με την Ελλάδα.
Στις 20 Οκτωβρίου 1950 εξελέγη Αρχιεπίσκοπος και Εθνάρχης, σε διαδοχή του Μακαρίου Β΄. Αμέσως μετά την εκλογή του ως Αρχιεπισκόπου, ίδρυσε την Παγκύπρια Εθνική Οργάνωση Νεολαίας. Αργότερα επισκέφτηκε και πάλι την Αθήνα, όπου προσπάθησε να πείσει την Ελληνική Κυβέρνηση να προσφύγει στον Οργανισμό Ηνωμένων Εθνών για το Κυπριακό ζήτημα. Επιστρέφοντας στην Κύπρο, υπέβαλε διαμαρτυρία στην Επιτροπή μη αυτοκυβερνωμένων εδαφών των Ηνωμένων Εθνών για την παράλειψη της Μ. Βρετανίας να υποβάλει έκθεση για την πολιτική κατάσταση στην Κύπρο.
Τον Οκτώβριο του 1952 πήγε στη Νέα Υόρκη, όπου συγκροτείτο η Έβδομη Σύνοδος της Γενικής Συνέλευσης του ΟΗΕ, για να προωθήσει το Κυπριακό ζήτημα στο διεθνές πεδίο. Ερχόμενος πίσω στην Κύπρο απηύθυνε επιστολή στον βρετανό Κυβερνήτη, ζητώντας του την προώθηση της εφαρμογής του δικαιώματος αυτοδιάθεσης. Η απάντηση του Κυβερνήτη ήταν αρνητική και ο Αρχιεπίσκοπος επέκρινε την πολιτική της Μεγάλης Βρετανίας στην Κύπρο. Τον Αύγουστο του 1953 απηύθυνε αίτηση προς το Γενικό Γραμματέα του ΟΗΕ για να περιληφθεί στην ημερήσια διάταξη της Ογδόης Συνόδου της Γενικής Συνέλευσης του Οργανισμού με θέμα εφαρμογής του δικαιώματος αυτοδιάθεσης του Κυπριακού λαού.
Στις 9 Μαρτίου 1956 εξορίστηκε στις Σεϋχέλλες, αφού οι συνομιλίες που είχε με τον Κυβερνήτη για το μέλλον της Κύπρου δεν κατέληξαν σε συμφωνία. Αφού αφέθηκε ελεύθερος, μετά από ένα περίπου χρόνο, η Βρετανική Κυβέρνηση τον κάλεσε στο Λονδίνο, όπου και υπογράφηκε η Συμφωνία του Λονδίνου, που ήταν η συνέχεια της Συμφωνίας της Ζυρίχης. Με τις Συμφωνίες αυτές η Κύπρος θα ανακηρυσσόταν ανεξάρτητη Δημοκρατία.
Στις 16 Αυγούστου του 1960 η Κύπρος ανακηρύχθηκε ανεξάρτητη Δημοκρατία και ο Μακάριος ανέλαβε καθήκοντα Προέδρου, αφού κέρδισε τις εκλογές στις 13 Δεκεμβρίου 1959, με ποσοστό 66.29%. Το Φεβρουάριο του 1968, ο Μακάριος επανεκλέγηκε Πρόεδρος της Κυπριακής Δημοκρατίας. Από την αυγή της Κυπριακής Ανεξαρτησίας, ακροδεξιά στοιχεία, άρχισαν τον πόλεμο κατά του Μακαρίου, με διάφορες εμπρηστικές επιθέσεις.
Συγκεκριμένα, στις 8 Μαρτίου 1970 έγινε δολοφονική απόπειρα εναντίον του Μακαρίου. Ο Εθνάρχης επέβαινε ελικοπτέρου, που θα τον μετέφερε στην Μονή Μαχαιρά για το μνημόσυνο του Υπαρχηγού της ΕΟΚΑ Γρηγόρη Αυξεντίου. Ο Μακάριος δεν έπαθε τίποτε, αλλά τραυματίσθηκε ο χειριστής του ελικοπτέρου, ο οποίος κατόρθωσε να το προσγειώσει σε ένα οικόπεδο κοντά στην Αρχιεπισκοπή.
Μεγάλη σημασία έδινε επίσης ο Μακάριος και στα θρησκευτικά του καθήκοντα ως προκαθήμενος της Εκκλησίας της Κύπρου, αλλά και ως ηγετική φυσιογνωμία στο χώρο της Ορθοδοξίας. Έτσι, το Μάρτιο του 1971 μετέβη στην Κένυα, όπου κατέθεσε το θεμέλιο λίθο της Ιερατικής Σχολής, η οποία περατώθηκε το 1974 με δαπάνες της Αρχιεπισκοπής. Κατά την επίσκεψη του στην Κένυα, προέβη σε ομαδικές βαπτίσεις πέντε χιλιάδων ιθαγενών περίπου.
Το Φεβρουάριο του 1973, ο Μακάριος επανεξελέγη για τρίτη φορά Πρόεδρος της Κυπριακής Δημοκρατίας. Την 7ην Μαρτίου του ιδίου έτους οι τρεις Μητροπολίτες της Κύπρου, Πάφου, Κιτίου και Κυρηνείας, αποφάσισαν «την καθαίρεση του Αρχιεπισκόπου Μακαρίου Γ’ από του Επισκοπικού και κληρικού καθόλου αξιώματος και την επαναφορά τούτου εις την τάξη των λαϊκών. Η πράξη αυτή των τριών Μητροπολιτών καταδικάσθηκε από το λαό και δεν αναγνωρίσθηκε από τους Αρχηγούς των Ορθοδόξων Εκκλησιών.
Την 15ην Ιουλίου του 1974, το στρατιωτικό καθεστώς η Χούντα των Αθηνών μαζί με την ΕΟΚΑ Β διενήργησαν πραξικόπημα για την ανατροπή του Μακαρίου. Ο Μακαριότατος, διασωθείς ως εκ θαύματος, κάλεσε τον λαό να αντισταθεί στην Χούντα των Αθηνών και στους άφρονες πραξικοπηματίες με εκείνη την ιστορική διακήρυξη
«Ελληνικέ Κυπριακέ Λαέ, Γνώριμη είναι η φωνή που ακούς, είμαι ο Μακάριος!».
Την επομένη, μέσω Μάλτας, αναχώρησε στη Βρετανία και από εκεί στις Ηνωμένες Πολιτείας Αμερικής, όπου και μίλησε ενώπιον του Συμβουλίου Ασφαλείας καταδικάζοντας το πραξικόπημα που έμελλε να φέρει τη μεγαλύτερη καταστροφή στην ιστορία της πατρίδας μας.
Την 20ήν Ιουλίου του ιδίου έτους, η Τουρκία εισέβαλε στην Κύπρο και κατέλαβε το 37% περίπου του εδάφους της Κυπριακής Δημοκρατίας, εκδίωξε το 28% περίπου των Ελληνοκυπρίων από τις πατρογονικές τους εστίες, σκότωσε αμάχους και προκάλεσε τεράστιες καταστροφές.
Ο Μακάριος απεβίωσε στις 3 Αυγούστου του 1977, λίγο πριν συμπληρώσει τα 64 του χρόνια, πληγωμένος από το πραξικόπημα και την τουρκική εισβολή, που έφεραν τόσα δεινά στο λαό του. Η καρδιά του δεν μπορούσε να αντέξει περισσότερο. Άφησε ορφανό το λαό του στις πιο δύσκολες στιγμές της πολυτάραχης ιστορίας του. Ωστόσο, η ιστορία θα τον κατατάξει στα υψηλότερα σκαλοπάτια της αγάπης και της ευγνωμοσύνης του λαού του, που τόσο τον αγάπησε. Ο Μακάριος αποτελεί μια από τις μεγαλύτερες φυσιογνωμίες του 20ού αιώνα. Αιωνία του η Μνήμη!
Το καλύτερο μνημόσυνο για τον Μακάριο είναι όπως ο Κυπριακός λαός παραμείνει άρρηκτα ενωμένος, στις προσπάθειες του να λευτερωθεί κι επανενωθεί η Κύπρος για το καλό και την ευτυχία και την ειρήνη του υπέροχου λαού μας και την επανένωση της κοινής μας πατρίδας
ΖΑΝΝΕΤΟΣ ΤΟΦΑΛΛΗΣ