Κατάφερε να διαπρέψει και να ξεχωρίσει σ’ ένα καθόλα ανδροκρατούμενο επάγγελμα σε μια εποχή που η κάλυψη και η διαχείριση των ειδήσεων, ήταν πολύ δύσκολη και ιδιαιτέρως απαιτητική και μάλιστα σε μια σκοτεινή περίοδο για τη νεοσύστατη Κυπριακή Δημοκρατία. Μια μεγάλη αποκλειστικότητα, μάλιστα, στα 22 της χρόνια που αφορούσε το τρομοκρατικό κτύπημα στις πετρελαιοδεξαμενές της Σιελ στη Λάρνακα, το 1965, έστρεψε πάνω της τα φώτα και την έκανε περιζήτητη.
Έχουν περάσει σχεδόν έξι δεκαετίες από τότε και η Αιμίλια Σεχριάν-Μπλούνα, η πρώτη γυναίκα δημοσιογράφος/ανταποκρίτρια της Λάρνακας, παραμένει στα 79 της χρόνια, το ίδιο ανήσυχο πνεύμα. Ο χρόνος της μοιράζεται, εδώ και πολλά χρόνια, ανάμεσα στην Αθήνα και την αγαπημένη της Λάρνακα. Στα 70 της χρόνια, μάλιστα, έγινε συγγραφέας και τώρα ετοιμάζεται να κυκλοφορήσει το τρίτο της βιβλίο.
Τη συναντήσαμε στο σπίτι της στη Λάρνακα και αφηγήθηκε στον «Φ» την πορεία της στη δημοσιογραφία στην Κύπρο και την Ελλάδα. Όπως, λέει, ήταν άριστη μαθήτρια, κατάφερε να «πηδήσει» μια τάξη και πριν κλείσει τα 17 της χρόνια αποφοίτησε από το Παγκύπριο Λύκειο Λάρνακας (Τμήμα Γυμνασίου), με βαθμό 19 και 18 εικοστά. Αρχικά ήθελε να σπουδάσει μικροβιολόγος στην Ελλάδα, αλλά επειδή ήταν πολλά τα χρόνια των σπουδών, ο πατέρας της ήταν ανένδοτος.
«Μου έλεγε, “μέχρι τρία χρόνια να πας και να σπουδάσεις ό,τι θέλεις”. Έτσι αποφασίστηκε να σπουδάσω εσωτερική διακοσμήτρια. Εγώ όμως από σχέδιο είχα μεσάνυκτα, το χέρι μου δεν πιάνει. Τελικά πήγα στην Αθήνα, στη σχολή Δοξιάδη και βεβαίως απέτυχα παταγωδώς, διότι μας έβαλαν να ζωγραφίσουμε ένα τραπέζι με έναν αμφορέα. Όταν πήγα να πάρω τα αποτελέσματα και μου είπε η γραμματέας, “δυστυχώς κοπήκατε”, αλλά θέλει να σας δει ο κ. Δοξιάδης. Όταν πήγα στο γραφείο του, μου είπε να σκεφτώ τη δημοσιογραφία, επειδή η έκθεσή μου ήταν κάτι μοναδικό. Είπε, “το συναίσθημα που έβγαζε η έκθεση σας, έχω χρόνια να το συναντήσω”. Τότε πήρε ο ίδιος τηλέφωνο τον Σπύρο Μελά, που ήταν ιδιοκτήτης σχολής δημοσιογραφίας και του είπε για μένα». Έτσι το 1960, βρέθηκε να σπουδάζει δημοσιογράφος ενώ παράλληλα τέλειωσε σχολή για στενοδακτυλογράφους και παρακολούθησε μαθήματα θεάτρου και σκηνοθεσίας, στη σχολή Αρώνη – Μιχαηλίδη. Ήθελε, όπως λέει, να έχει όσο περισσότερες γνώσεις μπορεί για να γίνει δημοσιογράφος. Ωστόσο, η επιστροφή της στην Κύπρο το 1963 και οι προσπάθειές της για να βρει δουλειά ως δημοσιογράφος, δεν καρποφόρησαν άμεσα.
«Ήταν δύσκολο, επειδή δεν με εμπιστεύονταν λόγω ηλικίας, ήμουν 20 χρονών τότε. Έτσι έπιασα δουλειά, ως γραμματέας στη Συριακή Πρεσβεία και μετά διορίστηκα ως στενοδακτυλογράφος στο Δικαστήριο Λάρνακας. Λίγο μετά πήγα στον Νίκο Σαμψών, που είχε τη Μάχη και ζήτησα δουλειά. Μου λέει, “εδώ είμαστε συμπληρωμένοι αλλά αν θέλεις μπορείς να αναλάβεις τις ανταποκρίσεις και τις διαφημίσεις της Λάρνακας”. Μου έδωσε μισθό 15 λίρες το μήνα και είχα και τις διαφημίσεις, που έφερναν πολλά έσοδα.
Έκανα παράλληλα τη δουλειά στο Δικαστήριο, επειδή με βοηθούσε. Πήγαινα απέναντι στην Αστυνομία και μου έδιναν ειδήσεις. Δεν έμεινε πέτρα που να μην τη σηκώσω, έστελνα καθημερινά ειδήσεις, ενώ άλλες εφημερίδες δεν είχαν ειδήσεις από τη Λάρνακα. Με έπαιρναν τηλέφωνο ακόμα και τα βράδια και μου έλεγαν τι γινόταν. Κάθε μέρα έφευγε φάκελος με το ταξί Καρυδά για τη Λευκωσία, που ήταν μέσα δακτυλογραφημένες οι ανταποκρίσεις μου. Είχα πάρει και μια φωτογραφική και έβαζα στο φάκελο τα αρνητικά του φιλμ και τα εμφάνιζαν. Όταν ήταν αργά έδινα μέσω τηλεφώνου την είδηση».
Το κτύπημα στις πετρελαιοδεξαμενές
Η πιο σημαντική είδηση που κλήθηκε να καλύψει, ήταν η τρομοκρατική επίθεση στις πετρελαιοδεξαμενές της Λάρνακας, στις 7 Οκτωβρίου του 1965. «Θυμούμαι με πήραν από την Αστυνομία ξημερώματα και μου είπαν ότι καίγονται οι πετρελαιοδεξαμενές. Ξύπνησα τον παπά μου, επειδή ερχόταν μαζί μου τα βράδια. Είχε πυκνούς καπνούς και φωτιά στις πετρελαιοδεξαμενές. Το λέω και ακόμη και τώρα σηκώνεται η τρίχα μου. Ήταν κάτι το πρωτοφανές. Τράβηξα φωτογραφίες και πήρα τηλέφωνο και τους ενημέρωσα. Ξύπνησε ο αρχισυντάκτης, που ήταν τότε ο κ. Γαλανός και πήγε στην εφημερίδα. Με ρωτούσε συνέχεια, εάν είμαι σίγουρη για το τι συνέβη. Tου είπα πως είμαι. Έτσι ξήλωσαν την πρώτη σελίδα και έβαλαν το θέμα της πυρκαγιάς. Την επομένη ημέρα “η Μάχη” ήταν η μόνη εφημερίδα που είχε το θέμα αποκλειστικά».
Τις πρώτες ημέρες του τρομοκρατικού κτυπήματος, που προκάλεσε πανικό στη Λάρνακα, δεν είχε γίνει γνωστό τι κρυβόταν πίσω από τα κίνητρα της επίθεσης. Αργότερα, διαπιστώθηκε πως η επίθεση, ήταν μέρος του σχεδίου των Τούρκων, για να προκαλέσουν αποσταθεροποίηση. Είχαν στρατολογήσει τρεις Γάλλους υπηκόους, οι οποίοι ομολόγησαν πως έλαβαν μεγάλα ποσά, για να βάζουν βόμβες σε διάφορα σημεία της Κύπρου.
«Μετά το τρομοκρατικό, με φώναξε ο Νίκος Κόσιης που ήταν εκδότης της εφημερίδας “ο Αγών” και μου ζήτησε να δίνω ανταποκρίσεις από τη Λάρνακα, είχε πάρει άδεια προηγουμένως από τον Σαμψών. Στη “Μάχη” ήμουν από το 1963-1968 και στον “Αγώνα” από το 1965-1968. Από τους μισθούς μου, είχα αγοράσει αυτοκίνητο. Λίγες γυναίκες οδηγούσαν τότε. Από τις δύο εφημερίδες, τις διαφημίσεις και το μισθό από το δικαστήριο, έπαιρνα περίπου 120 λίρες το μήνα, που ήταν πολύ μεγάλο ποσό για την εποχή».
Ολοκληρο το ρεπορτάζ της συνδημότισσας μας δημοσιογράφου Νατάσας Χριστοφόρου στον «Φ»:
https://www.philenews.com/koinonia/eidiseis/article/1527115/aimilia-sechriano-bloyna-i-proti-antapokritria-sti-larnaka